Με την πρόσφατη επίσκεψη του Ελληνα
πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, επισημοποιήθηκε η ένταξη του ελληνικού
προβλήματος στο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιό του. Χαρακτηριστικό της
σημασίας που αποδίδεται στη χώρα μας από αμερικανικής πλευράς ήταν η
συγκέντρωση γύρω από τον Αμερικανό πρόεδρο επιτελείου βασικών συνεργατών
του και αυτό παρ' όλο που η ελληνική παρουσία, πέρα από τον
πρωθυπουργό, βρέθηκε εξαρχής υποβαθμισμένη και αξιοδάκρυτη.Περισσότερη σημασία αποδίδει η αμερικανική πλευρά στην
οικονομική και γεωπολιτική σταθεροποίηση της περιοχής από όσο πιστεύει η
ελληνική.
Ενώ το ελληνικό ζήτημα ξεκίνησε προ 4ετίας ως πρόβλημα κυρώσεων σε απείθαρχη χώρα, αποβολής από την ευρωπαϊκή κοινότητα και οικονομικής κατάρρευσης, με την απειλή γεωπολιτικού αφανισμού, σήμερα ανακρούεται διεθνώς πρύμνα, χωρίς όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις να έχουν συμβάλει σε αυτό ούτε κατ' ελάχιστον. Οι απειλές που επεσείοντο προς τη χώρα μας ανησυχούν σήμερα περισσότερο τους εμπνευστές τους. Τα ενδεχόμενα αποβολής, κατάρρευσης, αφανισμού αναγνωρίζονται σήμερα ως περισσότερο επίφοβα για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια σταθερότητα από ό,τι η συγκεκριμένη χώρα φαντάζεται. Εάν οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν το ανάστημα της εποχής, θα είχαν εξ υπαρχής αξιοποιήσει αυτή τη διάσταση, ώστε να μην έχει χαθεί η 4ετία και να να μην έχουν επιδεινωθεί μέχρι απροχώρητου τα ελληνικά δεδομένα.
Ωστόσο, η αποτυχία τους να διαχειρισθούν το ελληνικό πρόβλημα παραδίδει σήμερα την ευθύνη για αυτό στο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο, με αυτονόητες και διφορούμενες προοπτικές από και προς πάσα κατεύθυνση.Οσον αφορά στην οικονομία, ο πρωθυπουργός ονειρεύτηκε διμερή στήριξη για την ανάπτυξη, όμως ταυτόχρονα αποδυνάμωσε το αίτημά του, αφού έσπευσε να διευκρινίσει ότι απεύχεται να μετατραπεί η χώρα μας σε πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στο Βερολίνο. Προσφορά του προέδρου ήταν ότι αποδέχθηκε την εγγραφή του ελληνικού προβλήματος στην αμερικανική ατζέντα, αλλά με την επισήμανση ότι αυτό δεν είναι διμερές και δεν επιλύεται παρά μόνον στο πλαίσιο γενικότερης διευθέτησης, σε συνεννόηση και όχι σε αντιπαράθεση με τη Γερμανία.
Αφού η Ελλάδα δεν προωθεί καμία πρωτοβουλία για τον εαυτόν της, το πρόβλημά της εναποτίθεται πλέον οριστικά στους μεγάλους του κόσμου, με ό,τι αυτοί είναι σε θέση να σχεδιάζουν για αυτήν. Η πρωτοφανής ύφεση και ανεργία στη χώρα μας δεν αντιμετωπίζονται ως ειδική περίπτωση, που θα εδικαιούτο εξειδικευμένων παρεμβάσεων, αλλά στο πλαίσιο γενικότερης ανησυχίας για την πορεία της Ευρώπης στο παγκόσμιο σύστημα.
Οσον αφορά στο γεωπολιτικό και ενεργειακό μέρος, η χώρα μας έμεινε με την ικανοποίηση ότι εντάσσεται στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη και στις γεωπολιτικές ανησυχίες των Δυτικών συμμάχων της.
Ωστόσο, σε αυτό το χάρτη, κάποιες χώρες εντάσσονται από κρίσιμη θέση και άλλες από θέση κομπάρσου. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν άφησε περιθώρια για ελληνικές αυταπάτες: τόσο ο γεωπολιτικός ρόλος της χώρας μας στη γενικότερη αναταραχή της ανατολικής Μεσογείου όσο και ο ενεργειακός δεν αναδεικνύονται ξεχωριστά, αλλά παραπέμπονται στο πλέγμα της περιφερειακής συνεργασίας με όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της περιοχής, είτε πρόκειται για το Ισραήλ και την Τουρκία είτε για τα Σκόπια και την Αλβανία, ακόμη και για το Κοσσυφοπέδιο.
Η Αμερική στηρίζει βέβαια την Ελλάδα, αλλά με τον αυτονόητο όρο ότι αυτή οφείλει προηγουμένως να τα βρει με τις γειτονικές της χώρες. Το ελληνικό πρόβλημα έχει στο εξής επισήμως διεθνοποιηθεί, αλλά ουδείς είναι σε θέση να αποφανθεί εάν αυτό συνιστά επιτυχία ή αποτυχία, αφού για τη μεν ανάκαμψη η χώρα μας παραπέμπεται στον ευρωπαϊκό περίγυρό της, ενώ για την επιδιωκόμενη ενεργειακή και γεωπολιτική αναβάθμισή της παραπέμπεται επίσης στον περιφερειακό περίγυρό της, από τον οποίο η ίδια φανταζόταν ότι, ως «ξεχωριστή περίπτωση», θα μπορούσε να διακρίνεται.
Παρ' όλα αυτά, έστω και υπό συνθήκες παθητικής διεθνοποίησης, η υπογράμμιση ότι χωρίς πολιτική
ανάπτυξης δεν υπάρχει δυνατότητα απεμπλοκής από το φαύλο κύκλο της ύφεσης, επιτρέπει τέλος πάντων μια κατανόηση του ελληνικού προβλήματος με όρους οικονομικής ανάλυσης και όχι πλέον ηθικολογίας και αδιέξοδης εσωστρέφειας, όπως μέχρι σήμερα συμβαίνει.
Απογοητεύονται σήμερα στη χώρα μας όσοι, για την έξοδο από την οικονομική κρίση, αποπροσανατολιστικά υποθάλπουν αύξουσα διχόνοια μεταξύ των πολιτών. Νέοι εναντίον ηλικιωμένων, παραγωγικοί εναντίον αντιπαραγωγικών, όσοι εγκαταλείπουν τη χώρα εναντίον όσων παραμένουν, άνεργοι εναντίον απασχολουμένων, εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα εναντίον αυτών του Δημοσίου, ενεργοί εναντίον συνταξιούχων.
Ασφαλώς, η εξυγίανση της οικονομίας και του Δημοσίου συνιστούν σοβαρά προβλήματα, ωστόσο σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης, προέχουν η σταθεροποίηση και ανάκαμψη και χωρίς αυτές ουδέν επιλύεται, όσο σοβαρό και αν είναι. Δεν υπάρχει καταστροφικότερη συνταγή από τη λιτότητα και περικοπές δαπανών σε συνθήκες ύφεσης και αυτό γνωρίζει άριστα, πρώτος από όλους, ο Αμερικανός πρόεδρος. Ο Ελλην συνομιλητής του, ενώ σεμνύνεται για τη «στήριξη» που αποκόμισε, εν τούτοις δεν μεταβάλλει ούτε κατ' ελάχιστον την υποδειγματική εφαρμογή της αποτυχημένης συνταγής που του έχει ανατεθεί.
Ενώ το ελληνικό ζήτημα ξεκίνησε προ 4ετίας ως πρόβλημα κυρώσεων σε απείθαρχη χώρα, αποβολής από την ευρωπαϊκή κοινότητα και οικονομικής κατάρρευσης, με την απειλή γεωπολιτικού αφανισμού, σήμερα ανακρούεται διεθνώς πρύμνα, χωρίς όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις να έχουν συμβάλει σε αυτό ούτε κατ' ελάχιστον. Οι απειλές που επεσείοντο προς τη χώρα μας ανησυχούν σήμερα περισσότερο τους εμπνευστές τους. Τα ενδεχόμενα αποβολής, κατάρρευσης, αφανισμού αναγνωρίζονται σήμερα ως περισσότερο επίφοβα για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια σταθερότητα από ό,τι η συγκεκριμένη χώρα φαντάζεται. Εάν οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν το ανάστημα της εποχής, θα είχαν εξ υπαρχής αξιοποιήσει αυτή τη διάσταση, ώστε να μην έχει χαθεί η 4ετία και να να μην έχουν επιδεινωθεί μέχρι απροχώρητου τα ελληνικά δεδομένα.
Ωστόσο, η αποτυχία τους να διαχειρισθούν το ελληνικό πρόβλημα παραδίδει σήμερα την ευθύνη για αυτό στο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο, με αυτονόητες και διφορούμενες προοπτικές από και προς πάσα κατεύθυνση.Οσον αφορά στην οικονομία, ο πρωθυπουργός ονειρεύτηκε διμερή στήριξη για την ανάπτυξη, όμως ταυτόχρονα αποδυνάμωσε το αίτημά του, αφού έσπευσε να διευκρινίσει ότι απεύχεται να μετατραπεί η χώρα μας σε πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στο Βερολίνο. Προσφορά του προέδρου ήταν ότι αποδέχθηκε την εγγραφή του ελληνικού προβλήματος στην αμερικανική ατζέντα, αλλά με την επισήμανση ότι αυτό δεν είναι διμερές και δεν επιλύεται παρά μόνον στο πλαίσιο γενικότερης διευθέτησης, σε συνεννόηση και όχι σε αντιπαράθεση με τη Γερμανία.
Αφού η Ελλάδα δεν προωθεί καμία πρωτοβουλία για τον εαυτόν της, το πρόβλημά της εναποτίθεται πλέον οριστικά στους μεγάλους του κόσμου, με ό,τι αυτοί είναι σε θέση να σχεδιάζουν για αυτήν. Η πρωτοφανής ύφεση και ανεργία στη χώρα μας δεν αντιμετωπίζονται ως ειδική περίπτωση, που θα εδικαιούτο εξειδικευμένων παρεμβάσεων, αλλά στο πλαίσιο γενικότερης ανησυχίας για την πορεία της Ευρώπης στο παγκόσμιο σύστημα.
Οσον αφορά στο γεωπολιτικό και ενεργειακό μέρος, η χώρα μας έμεινε με την ικανοποίηση ότι εντάσσεται στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη και στις γεωπολιτικές ανησυχίες των Δυτικών συμμάχων της.
Ωστόσο, σε αυτό το χάρτη, κάποιες χώρες εντάσσονται από κρίσιμη θέση και άλλες από θέση κομπάρσου. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν άφησε περιθώρια για ελληνικές αυταπάτες: τόσο ο γεωπολιτικός ρόλος της χώρας μας στη γενικότερη αναταραχή της ανατολικής Μεσογείου όσο και ο ενεργειακός δεν αναδεικνύονται ξεχωριστά, αλλά παραπέμπονται στο πλέγμα της περιφερειακής συνεργασίας με όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της περιοχής, είτε πρόκειται για το Ισραήλ και την Τουρκία είτε για τα Σκόπια και την Αλβανία, ακόμη και για το Κοσσυφοπέδιο.
Η Αμερική στηρίζει βέβαια την Ελλάδα, αλλά με τον αυτονόητο όρο ότι αυτή οφείλει προηγουμένως να τα βρει με τις γειτονικές της χώρες. Το ελληνικό πρόβλημα έχει στο εξής επισήμως διεθνοποιηθεί, αλλά ουδείς είναι σε θέση να αποφανθεί εάν αυτό συνιστά επιτυχία ή αποτυχία, αφού για τη μεν ανάκαμψη η χώρα μας παραπέμπεται στον ευρωπαϊκό περίγυρό της, ενώ για την επιδιωκόμενη ενεργειακή και γεωπολιτική αναβάθμισή της παραπέμπεται επίσης στον περιφερειακό περίγυρό της, από τον οποίο η ίδια φανταζόταν ότι, ως «ξεχωριστή περίπτωση», θα μπορούσε να διακρίνεται.
Παρ' όλα αυτά, έστω και υπό συνθήκες παθητικής διεθνοποίησης, η υπογράμμιση ότι χωρίς πολιτική
ανάπτυξης δεν υπάρχει δυνατότητα απεμπλοκής από το φαύλο κύκλο της ύφεσης, επιτρέπει τέλος πάντων μια κατανόηση του ελληνικού προβλήματος με όρους οικονομικής ανάλυσης και όχι πλέον ηθικολογίας και αδιέξοδης εσωστρέφειας, όπως μέχρι σήμερα συμβαίνει.
Απογοητεύονται σήμερα στη χώρα μας όσοι, για την έξοδο από την οικονομική κρίση, αποπροσανατολιστικά υποθάλπουν αύξουσα διχόνοια μεταξύ των πολιτών. Νέοι εναντίον ηλικιωμένων, παραγωγικοί εναντίον αντιπαραγωγικών, όσοι εγκαταλείπουν τη χώρα εναντίον όσων παραμένουν, άνεργοι εναντίον απασχολουμένων, εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα εναντίον αυτών του Δημοσίου, ενεργοί εναντίον συνταξιούχων.
Ασφαλώς, η εξυγίανση της οικονομίας και του Δημοσίου συνιστούν σοβαρά προβλήματα, ωστόσο σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης, προέχουν η σταθεροποίηση και ανάκαμψη και χωρίς αυτές ουδέν επιλύεται, όσο σοβαρό και αν είναι. Δεν υπάρχει καταστροφικότερη συνταγή από τη λιτότητα και περικοπές δαπανών σε συνθήκες ύφεσης και αυτό γνωρίζει άριστα, πρώτος από όλους, ο Αμερικανός πρόεδρος. Ο Ελλην συνομιλητής του, ενώ σεμνύνεται για τη «στήριξη» που αποκόμισε, εν τούτοις δεν μεταβάλλει ούτε κατ' ελάχιστον την υποδειγματική εφαρμογή της αποτυχημένης συνταγής που του έχει ανατεθεί.