Η απόφαση για αιφνίδια
αναστολή της λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ήταν η αφορμή για
την αλλαγή του κυβερνητικού σχήματος από τρικομματικό σε δικομματικό,
μετά την αποχώρηση του τρίτου κόμματος. Είναι προφανές, βέβαια, ότι η
αλλαγή της κυβέρνησης δεν άλλαξε τη σκληρή πραγματικότητα της ύφεσης και
της ανεργίας στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα από τους Ελληνες πολίτες είναι κατά πόσον η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης με το νέο κυβερνητικό σχήμα θα είναι αποτελεσματικότερη ή, αντίθετα, θα χρειαστούν και πάλι νέες επώδυνες θυσίες, προκειμένου να εκπληρωθούν οι δεσμεύσεις έναντι των εταίρων και δανειστών μας.Μία όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη εκτίμηση των νέων δεδομένων μπορεί να οδηγήσει στην υπόθεση ότι η στενότερη πολιτική συνάφεια των δύο κομμάτων που παρέμειναν στη συγκυβέρνηση μπορεί να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων και στη γρηγορότερη εκπλήρωση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα, προκειμένου να συνεχιστεί η δανειοδότησή της. Με άλλα λόγια, η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε τώρα να πραγματοποιήσει γρηγορότερα ορισμένες επώδυνες μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες το τρίτο κόμμα που αποχώρησε εξέφραζε ορισμένους προβληματισμούς και εξεδήλωνε δισταγμούς λόγω της ιδεολογικής και πολιτικής του φυσιογνωμίας.
Ομως η πιθανότητα αυτή, δηλαδή η αποτελεσματικότερη και γρηγορότερη αντιμετώπιση των εκκρεμούντων προβλημάτων με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από την πλευρά των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων, παρά τις παλαιότερες μεταξύ τους πολιτικές αντιθέσεις, μπορεί να προκαλέσει ευρύτερες κοινωνικές αντιστάσεις. Ενα μέρος της πολιτικής νομιμοποίησης (ουσιαστικής και όχι τυπικής), η οποία είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση των κοινωνικά επώδυνων μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται σήμερα -όχι μόνο ως προϋπόθεση για τη συνέχιση της δανειοδότησης-, φαίνεται να χάνεται μετά την αποχώρηση από το κυβερνητικό σχήμα του μικρότερου αλλά συμβολικά πολύ σημαντικού κυβερνητικού εταίρου. Ετσι, ενδεχομένως η αποτελεσματικότητα και εικαζόμενη αποφασιστικότητα του δικομματικού κυβερνητικού σχήματος μπορεί να περιοριστεί σημαντικά μπροστά στη δυσκολία επίτευξης ενός ελάχιστου βαθμού συναίνεσης από την ελληνική κοινωνία, υπέρ της οποίας αναλαμβάνονται οι μεταρρυθμίσεις.
Γιατί είναι μάλλον προφανές ότι όσο περισσότερο αντιπροσωπευτικό της κοινωνίας είναι ένα κυβερνητικό σχήμα τόσο μεγαλύτερα είναι τα περιθώρια κοινωνικής αποδοχής των μεταρρυθμίσεων. Συνεπώς, στη σημερινή κατάσταση που βρίσκεται η χώρα θα έπρεπε με κάθε τρόπο να επιδιώκεται η διεύρυνση του κυβερνητικού σχήματος και με κόμματα που κατά τεκμήριο εκφράζουν μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία πλήττονται περισσότερο από την οικονομική κρίση και τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, το σημερινό κυβερνητικό σχήμα χρειάζεται να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις οι οποίες συχνά θα προκαλέσουν κοινωνικές αντιστάσεις. Ο τρόπος κάμψης αυτών των κοινωνικών αντιστάσεων έχει μεγάλη σημασία. Η πολιτική αξιοπιστία, η πειθώ, η μετριοπάθεια και η επιδίωξη ελάχιστων συναινέσεων αποτελούν πολιτικές αρετές οι οποίες ενισχύουν τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Επιπλέον, η τήρηση κανόνων και η εφαρμογή διαδικασιών χωρίς εξαιρέσεις, η διοικητική ικανότητα, ακόμη και το παράδειγμα, αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας αποτελεσματικής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
Μια τέτοιου είδους μεταρρυθμιστική προσπάθεια είναι αναγκαία προκειμένου να πεισθεί η ελληνική κοινωνία ότι οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να είναι άμεσα επώδυνες, αλλά μεσομακροπρόθεσμα είναι αναγκαίες για να βγει η χώρα μας από το σημερινό τέλμα. Τα όρια της επιτυχίας της σημερινής κυβέρνησης εξαρτώνται από την πολιτική ικανότητά της να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, χωρίς να διαρραγεί ανεπανόρθωτα η κοινωνική συνοχή.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα από τους Ελληνες πολίτες είναι κατά πόσον η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης με το νέο κυβερνητικό σχήμα θα είναι αποτελεσματικότερη ή, αντίθετα, θα χρειαστούν και πάλι νέες επώδυνες θυσίες, προκειμένου να εκπληρωθούν οι δεσμεύσεις έναντι των εταίρων και δανειστών μας.Μία όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη εκτίμηση των νέων δεδομένων μπορεί να οδηγήσει στην υπόθεση ότι η στενότερη πολιτική συνάφεια των δύο κομμάτων που παρέμειναν στη συγκυβέρνηση μπορεί να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων και στη γρηγορότερη εκπλήρωση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα, προκειμένου να συνεχιστεί η δανειοδότησή της. Με άλλα λόγια, η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε τώρα να πραγματοποιήσει γρηγορότερα ορισμένες επώδυνες μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες το τρίτο κόμμα που αποχώρησε εξέφραζε ορισμένους προβληματισμούς και εξεδήλωνε δισταγμούς λόγω της ιδεολογικής και πολιτικής του φυσιογνωμίας.
Ομως η πιθανότητα αυτή, δηλαδή η αποτελεσματικότερη και γρηγορότερη αντιμετώπιση των εκκρεμούντων προβλημάτων με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από την πλευρά των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων, παρά τις παλαιότερες μεταξύ τους πολιτικές αντιθέσεις, μπορεί να προκαλέσει ευρύτερες κοινωνικές αντιστάσεις. Ενα μέρος της πολιτικής νομιμοποίησης (ουσιαστικής και όχι τυπικής), η οποία είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση των κοινωνικά επώδυνων μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται σήμερα -όχι μόνο ως προϋπόθεση για τη συνέχιση της δανειοδότησης-, φαίνεται να χάνεται μετά την αποχώρηση από το κυβερνητικό σχήμα του μικρότερου αλλά συμβολικά πολύ σημαντικού κυβερνητικού εταίρου. Ετσι, ενδεχομένως η αποτελεσματικότητα και εικαζόμενη αποφασιστικότητα του δικομματικού κυβερνητικού σχήματος μπορεί να περιοριστεί σημαντικά μπροστά στη δυσκολία επίτευξης ενός ελάχιστου βαθμού συναίνεσης από την ελληνική κοινωνία, υπέρ της οποίας αναλαμβάνονται οι μεταρρυθμίσεις.
Γιατί είναι μάλλον προφανές ότι όσο περισσότερο αντιπροσωπευτικό της κοινωνίας είναι ένα κυβερνητικό σχήμα τόσο μεγαλύτερα είναι τα περιθώρια κοινωνικής αποδοχής των μεταρρυθμίσεων. Συνεπώς, στη σημερινή κατάσταση που βρίσκεται η χώρα θα έπρεπε με κάθε τρόπο να επιδιώκεται η διεύρυνση του κυβερνητικού σχήματος και με κόμματα που κατά τεκμήριο εκφράζουν μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία πλήττονται περισσότερο από την οικονομική κρίση και τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, το σημερινό κυβερνητικό σχήμα χρειάζεται να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις οι οποίες συχνά θα προκαλέσουν κοινωνικές αντιστάσεις. Ο τρόπος κάμψης αυτών των κοινωνικών αντιστάσεων έχει μεγάλη σημασία. Η πολιτική αξιοπιστία, η πειθώ, η μετριοπάθεια και η επιδίωξη ελάχιστων συναινέσεων αποτελούν πολιτικές αρετές οι οποίες ενισχύουν τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Επιπλέον, η τήρηση κανόνων και η εφαρμογή διαδικασιών χωρίς εξαιρέσεις, η διοικητική ικανότητα, ακόμη και το παράδειγμα, αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας αποτελεσματικής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
Μια τέτοιου είδους μεταρρυθμιστική προσπάθεια είναι αναγκαία προκειμένου να πεισθεί η ελληνική κοινωνία ότι οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να είναι άμεσα επώδυνες, αλλά μεσομακροπρόθεσμα είναι αναγκαίες για να βγει η χώρα μας από το σημερινό τέλμα. Τα όρια της επιτυχίας της σημερινής κυβέρνησης εξαρτώνται από την πολιτική ικανότητά της να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, χωρίς να διαρραγεί ανεπανόρθωτα η κοινωνική συνοχή.