Το ρευστό περιφερειακό περιβάλλον
χαρακτηρίζεται από την ανοιχτή πληγή της Συρίας, το φόβο εξαγωγής της
κρίσης στον Λίβανο (ενδεχομένως και στην Ιορδανία), την ανησυχία για τις
εξελίξεις στην Αίγυπτο, που πιθανότατα θα γεννήσουν νέα εξτρεμιστικά
στοιχεία από τους κόλπους των Αδελφών Μουσουλμάνων, την άτεγκτη στάση
Ιράν και Ισραήλ γύρω απ' το πυρηνικό πρόγραμμα του πρώτου, την επιστροφή
του Ιράκ στην αστάθεια, την οπισθοδρόμηση της Τουρκίας και την ανησυχία
για την πορεία των χωρών του ευρωπαϊκού νότου.
Το τελευταίο διάστημα η Ουάσιγκτον αποδίδει ολοένα και αυξανόμενο ρόλο και λόγο στη γείτονα. Και ναι μεν η θέση της Αγκυρας για μια σειρά από ζητήματα (Συρία, Ιράν, Ιράκ, μουσουλμανικός κόσμος, Κουρδικό, σχέσεις με Ισραήλ) είναι δεσπόζουσα, εντούτοις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, απέχει απ' το να χαρακτηριστεί εποικοδομητική. Τουναντίον, η δογματική τουρκική εξωτερική πολιτική έχει δημιουργήσει νέα μέτωπα για τις ΗΠΑ, σε μια περίοδο που επιθυμούν τη μερική τους αποστασιοποίηση από την περιοχή, ενώ η διαχείριση της εσωτερικής κρίσης από πλευράς Ερντογάν εγείρει εύλογα ερωτήματα για τις πραγματικές του προθέσεις.
Η πτώση Μόρσι στην Αίγυπτο ανέδειξε τα όρια της ανάπτυξης καθεστώτων μιας δήθεν μετριοπαθούς ισλαμικής αντίληψης και συνάμα δημιούργησε δεύτερες σκέψεις στις ΗΠΑ για την αναγκαιότητα υποστήριξής τους.
Στο Κυπριακό παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα. Η Ελλάδα οφείλει να αποσυνδέσει την εκμετάλλευση των όποιων κοιτασμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας από τη λύση του Κυπριακού. Η ωριμότητα των συνθηκών επίλυσης δεν προσδιορίζεται ούτε από την πρόσφατη οικονομική κρίση της Μεγαλονήσου ούτε από την εξεύρεση υδρογονανθράκων (που είναι αποκλειστικό θέμα της Κύπρου πώς θα τους διαχειριστεί) ούτε από την αναγκαστική συνεκμετάλλευση, όπως επιδιώκει η Τουρκία, ούτε πολύ περισσότερο από τη δημιουργία κλίματος δυνητικής αποσταθεροποίησης λόγω των εκβιασμών της Αγκυρας.
Εντός ενός ασφυκτικού περιφερειακού πλαισίου, η «προβληματική» και δοκιμαζόμενη Ελλάδα, παρ' ότι δεν φαντάζει πια ως ένας χρήσιμος εταίρος, εντούτοις, αποκτά αξία πρωτίστως από το ότι νοείται ως μία ταλαντευόμενη περίπτωση, η τύχη της οποίας μπορεί να γύρει την πλάστιγγα είτε προς δυσμενέστερες εξελίξεις, με τη δημιουργία κενού ασφαλείας στην περιοχή, είτε προς τη σταδιακή αποκλιμάκωση της κατάστασης, τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό κομμάτι της Μεσογείου.
Παράλληλα, παρά την προφανή αδυναμία της χώρας μας, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, να εμπλακεί ενεργά στο περιφερειακό γίγνεσθαι, οι τελευταίες εξελίξεις σε αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο την καθιστούν παράγοντα σταθερότητας. Προ δεκαετίας στα Βαλκάνια ήμασταν μέρος της λύσης του προβλήματος, πλέον πασχίζουμε να μη μετεξελιχθούμε σε μέρος του ίδιου του προβλήματος σε μια περιοχή (της Ανατολικής Μεσογείου) που «φλέγεται», με τις αβεβαιότητες να υπερκερούν τις βεβαιότητες.
Το επόμενο διάστημα πρέπει, με απόλυτο ρεαλισμό, να εντοπίσουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, να διακρίνουμε τα περιθώρια διαπραγμευτικών ελιγμών, να αξιολογήσουμε το νέο ρόλο μας στον απόηχο των πρόσφατων γεγονότων, να αναλάβουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής και εν τέλει να κατασταλάξουμε αν η καλύτερη άμυνα (στις κλιμακούμενες εντάσεις) είναι μια επιθετικότερη εξωτερική πολιτική που θα αναδείξει την Ελλάδα ως ένα «εποικοδομητικό» εταίρο.
Αυτό, με τη σειρά του, θα μας προσδώσει εθνικό κεφάλαιο, που είναι απαραίτητο και μπορεί να αξιοποιηθεί για τη θωράκιση και την προώθηση των εθνικών μας θέσεων σε μια σειρά από ζητήματα.