Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ του ΣΥΡΙΖΑ δεν εξυπηρετούσε μόνο την ανάγκη συσπείρωσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Εξυπηρετούσε και την ανάγκη εισόδου στη Βουλή. Οι συνιστώσες δεν αντιπροσωπεύουν αξιόλογο εκλογικό ποσοστό, αλλά δημιουργούσαν μία εντύπωση συστράτευσης και ενότητας της Αριστεράς, γεγονός που προσέθετε το αναγκαίο για την υπέρβαση του 3%.
Οσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κόμμα διαμαρτυρίας, το οργανωτικό σχήμα των συνιστωσών (κορμός ο Συνασπισμός και γύρω του ένας αριθμός από αριστερές ομάδες) δεν αποτελούσε ούτε πολιτικό ούτε λειτουργικό πρόβλημα. Κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στην πολυγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ. Τα πράγματα άλλαξαν όταν το παραδοσιακό διπολικό σύστημα ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ. κατέρρευσε.
Ο νέος εκλογικός συσχετισμός δυνάμεων και ο σχηματισμός της τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά πριν έναν χρόνο επέφεραν τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Επιβεβαιώθηκε η μετατόπιση της κύριας διαχωριστικής γραμμής από το δίπολο ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ. στο δίπολο μνημονιακοί - αντιμνημονιακοί. Το δίπολο αυτό εκφράσθηκε κυρίως από την αντιπαράθεση Ν.Δ. - ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα, αναμετρώνται δύο πολιτικοεκλογικά ρεύματα: Το ρεύμα της οργής με το ρεύμα του φόβου, ή αλλιώς το ρεύμα όσων έχουν πέσει στον γκρεμό ή βρίσκονται στο χείλος του και των άλλων που έχουν ακόμα αρκετά να χάσουν.
Εχει παγιωθεί ένα νέο διχαστικό κλίμα, οι πρωτογενείς ορίζουσες του οποίου είναι οικονομικο-κοινωνικές κι όχι κλασικά ιδεολογικο-πολιτικές. Οι παραδοσιακές κομματικές ταυτίσεις τείνουν να ρευστοποιηθούν. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση επιχειρεί να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης σε ζητήματα όπου οι ιδεοληψίες και πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ ενοχλούν τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών.
Τέτοιου είδους δηλώσεις κάποιας συνιστώσας ή στελέχους, που μέχρι πρότινος δεν θα απασχολούσαν κανέναν, τώρα πια το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης τις αναδεικνύει σε μείζον πολιτικό θέμα. Με άλλα λόγια, η πολυγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ (και εντός του Συνασπισμού λόγω του Αριστερού Ρεύματος) έχει μετατραπεί σε αχίλλειο πτέρνα του. Η Κουμουνδούρου υποχρεώνεται να απολογείται, να διορθώνει και να περιέρχεται σε θέση άμυνας.
Η πρωτοβουλία του Τσίπρα να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα είναι απόρροια της ανάγκης όχι μόνο να τερματίσει το καθεστώς πολυγλωσσίας, αλλά και να δημιουργήσει έναν ικανό κομματικό μηχανισμό. Το μείζον πρόβλημα, όμως, δεν είναι το οργανωτικό. Είναι το πολιτικό. Κι αυτό δεν πρόκειται να επιλυθεί στο συνέδριο.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους οι Ελληνες είναι όχι μόνο δυσαρεστημένοι από το μνημόνιο, αλλά και το θεωρούν αδιέξοδο. Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει τη διάχυτη λαϊκή οργή για να διαμορφώσει πλειοψηφικό ρεύμα. Η αδυναμία του αυτή προκύπτει κυρίως επειδή δεν έχει παρουσιάσει ένα αξιόπιστο εθνικό σχέδιο για την υπέρβαση της κρίσης, με αποτέλεσμα να μην πείθει ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης.
Το αποτέλεσμα είναι εξ αντιδιαστολής αφενός να διευκολύνεται η κυβέρνηση Σαμαρά κι αφετέρου να ενισχύεται η Χρυσή Αυγή. Η διάχυτη εντύπωση ότι το εξαρτημένο εγχώριο πολιτικό σύστημα προδίδει την κοινωνία ριζοσπαστικοποιεί μικρομεσαία στρώματα. Η ριζοσπαστικοποίηση ωθεί προς τα αριστερά, αλλά ταυτοχρόνως τροφοδοτεί και τη ραγδαία ανάπτυξη αντιδημοκρατικών τάσεων.
Η θεμελιώδης αντίφαση και ταυτοχρόνως το στρατηγικό δίλημμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι εάν θα παραμείνει ιδεολογικοπολιτικά (και ως κομματική κουλτούρα) κόμμα διαμαρτυρίας, ή θα μετεξελιχθεί σε κόμμα εξουσίας με αξιόπιστο σχέδιο εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας. Προς το παρόν, ο Τσίπρας δείχνει να κινείται δειλά προς την κατεύθυνση της μετεξέλιξης, αλλά κατά τρόπο έμμεσο κι αντιφατικό.
Για την ακρίβεια, παραμένει σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένος σε ιδεοληψίες και όπου αλλάζει, αλλάζει με μικρά βήματα, ενώ η πολιτική συγκυρία απαιτεί άλματα. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ πατάει σε δύο βάρκες, με αποτέλεσμα να έχει περιέλθει σε κατάσταση ασταθούς ισορροπίας, την οποία, βεβαίως, εκμεταλλεύονται προπαγανδιστικά οι αντίπαλοί του.
Η θεμελιώδης αντίφαση του «μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ»
Η ΘΕΜΕΛΙΩΔΗΣ αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι εσωκομματικοί συσχετισμοί (και στο συνέδριο) αντανακλούν την εκλογική βάση του 3%-6% κι όχι του 27%. Το ίδιο ισχύει και για την κομματική μικρογραφειοκρατία της Κουμουνδούρου. Ορισμένα τμήματά της, μάλιστα, δεν θέλουν την εξουσία. Αλλοι, επειδή θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος για να την ασκήσει με επιτυχία κι άλλοι, επειδή με αριστερίστικη λογική θεωρούν ιδανικό τον ρόλο του μεγάλου κόμματος διαμαρτυρίας.
Η ηγεσία και η πλειονότητα των στελεχών επιδιώκουν να βρεθούν στο τιμόνι της χώρας. Διστάζουν, όμως, να κάνουν ό,τι απαιτείται ώστε να ανταποκριθούν σε μία ακραία πολιτική πρόκληση. Ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να μετεξελιχθεί από μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σε μεγάλο κόμμα εξουσίας σε ελάχιστο χρόνο και στο εξαιρετικά δυσμενές τοπίο μιας πρωτοφανούς κρίσης. Μία τέτοια μετεξέλιξη απαιτεί μεγάλες ιδεολογικοπολιτικές υπερβάσεις πρώτα απ’ όλα από τον ίδιο τον Τσίπρα. Ακόμα, όμως, κι αν τις πραγματοποιήσει, είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει κλυδωνισμούς και πιθανότατα ρήξεις στον πολύχρωμο μικρόκοσμο της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Οι αντιφάσεις στον πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ οφείλονται στο γεγονός ότι συμπεριφέρεται ταυτοχρόνως και ως κόμμα του 5% και ως κόμμα του 27%. Ο Τσίπρας διαφοροποιείται και μετατοπίζει το κέντρο βάρους της ρητορικής του για να εκφράσει τους εκλογικούς πρόσφυγες από την Κεντροαριστερά και να διαμορφώσει πλειοψηφικό ρεύμα. Οι αντιφάσεις, όμως, θα αναβλύζουν συνεχώς όσο δεν δρομολογούνται διαδικασίες που θα αποσαφηνίσουν την ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία του «μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ». Οσο δεν συμβαίνει αυτό, ο καθένας θα θεωρεί ότι νομιμοποιείται να μιλάει όπως μιλάει και βεβαίως ο κυβερνητικός προπαγανδιστικός μηχανισμός και τα κατεστημένα ΜΜΕ θα θέτουν την αξιωματική αντιπολίτευση στη θέση του απολογούμενου. Το ερώτημα είναι εάν ο Αλέξης Τσίπρας έχει ολοκληρώσει τη δική του υπέρβαση, ώστε να μπορεί να μετεξελίξει ιδεολογικοπολιτικά το κόμμα του.
Η απουσία ενός ρεαλιστικού εθνικού σχεδίου, που θα πείσει ότι αποτελεί την εναλλακτική λύση στο μνημόνιο, ερμηνεύει την πολιτικοεκλογική στασιμότητά του. Δεν έχει σημασία εάν είναι μπροστά ή πίσω από τη Ν.Δ. κατά μία μονάδα. Το κρίσιμο είναι ότι δεν κεφαλαιοποιεί πολιτικοεκλογικά την πρωτοφανή συμπίεση που υφίσταται η μικρομεσαία θάλασσα από το μνημόνιο.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ του ΣΥΡΙΖΑ δεν εξυπηρετούσε μόνο την ανάγκη συσπείρωσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Εξυπηρετούσε και την ανάγκη εισόδου στη Βουλή. Οι συνιστώσες δεν αντιπροσωπεύουν αξιόλογο εκλογικό ποσοστό, αλλά δημιουργούσαν μία εντύπωση συστράτευσης και ενότητας της Αριστεράς, γεγονός που προσέθετε το αναγκαίο για την υπέρβαση του 3%.
Οσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κόμμα διαμαρτυρίας, το οργανωτικό σχήμα των συνιστωσών (κορμός ο Συνασπισμός και γύρω του ένας αριθμός από αριστερές ομάδες) δεν αποτελούσε ούτε πολιτικό ούτε λειτουργικό πρόβλημα. Κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στην πολυγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ. Τα πράγματα άλλαξαν όταν το παραδοσιακό διπολικό σύστημα ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ. κατέρρευσε.
Ο νέος εκλογικός συσχετισμός δυνάμεων και ο σχηματισμός της τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά πριν έναν χρόνο επέφεραν τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Επιβεβαιώθηκε η μετατόπιση της κύριας διαχωριστικής γραμμής από το δίπολο ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ. στο δίπολο μνημονιακοί - αντιμνημονιακοί. Το δίπολο αυτό εκφράσθηκε κυρίως από την αντιπαράθεση Ν.Δ. - ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα, αναμετρώνται δύο πολιτικοεκλογικά ρεύματα: Το ρεύμα της οργής με το ρεύμα του φόβου, ή αλλιώς το ρεύμα όσων έχουν πέσει στον γκρεμό ή βρίσκονται στο χείλος του και των άλλων που έχουν ακόμα αρκετά να χάσουν.
Εχει παγιωθεί ένα νέο διχαστικό κλίμα, οι πρωτογενείς ορίζουσες του οποίου είναι οικονομικο-κοινωνικές κι όχι κλασικά ιδεολογικο-πολιτικές. Οι παραδοσιακές κομματικές ταυτίσεις τείνουν να ρευστοποιηθούν. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση επιχειρεί να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης σε ζητήματα όπου οι ιδεοληψίες και πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ ενοχλούν τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών.
Τέτοιου είδους δηλώσεις κάποιας συνιστώσας ή στελέχους, που μέχρι πρότινος δεν θα απασχολούσαν κανέναν, τώρα πια το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης τις αναδεικνύει σε μείζον πολιτικό θέμα. Με άλλα λόγια, η πολυγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ (και εντός του Συνασπισμού λόγω του Αριστερού Ρεύματος) έχει μετατραπεί σε αχίλλειο πτέρνα του. Η Κουμουνδούρου υποχρεώνεται να απολογείται, να διορθώνει και να περιέρχεται σε θέση άμυνας.
Η πρωτοβουλία του Τσίπρα να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα είναι απόρροια της ανάγκης όχι μόνο να τερματίσει το καθεστώς πολυγλωσσίας, αλλά και να δημιουργήσει έναν ικανό κομματικό μηχανισμό. Το μείζον πρόβλημα, όμως, δεν είναι το οργανωτικό. Είναι το πολιτικό. Κι αυτό δεν πρόκειται να επιλυθεί στο συνέδριο.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους οι Ελληνες είναι όχι μόνο δυσαρεστημένοι από το μνημόνιο, αλλά και το θεωρούν αδιέξοδο. Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει τη διάχυτη λαϊκή οργή για να διαμορφώσει πλειοψηφικό ρεύμα. Η αδυναμία του αυτή προκύπτει κυρίως επειδή δεν έχει παρουσιάσει ένα αξιόπιστο εθνικό σχέδιο για την υπέρβαση της κρίσης, με αποτέλεσμα να μην πείθει ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης.
Το αποτέλεσμα είναι εξ αντιδιαστολής αφενός να διευκολύνεται η κυβέρνηση Σαμαρά κι αφετέρου να ενισχύεται η Χρυσή Αυγή. Η διάχυτη εντύπωση ότι το εξαρτημένο εγχώριο πολιτικό σύστημα προδίδει την κοινωνία ριζοσπαστικοποιεί μικρομεσαία στρώματα. Η ριζοσπαστικοποίηση ωθεί προς τα αριστερά, αλλά ταυτοχρόνως τροφοδοτεί και τη ραγδαία ανάπτυξη αντιδημοκρατικών τάσεων.
Η θεμελιώδης αντίφαση και ταυτοχρόνως το στρατηγικό δίλημμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι εάν θα παραμείνει ιδεολογικοπολιτικά (και ως κομματική κουλτούρα) κόμμα διαμαρτυρίας, ή θα μετεξελιχθεί σε κόμμα εξουσίας με αξιόπιστο σχέδιο εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας. Προς το παρόν, ο Τσίπρας δείχνει να κινείται δειλά προς την κατεύθυνση της μετεξέλιξης, αλλά κατά τρόπο έμμεσο κι αντιφατικό.
Για την ακρίβεια, παραμένει σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένος σε ιδεοληψίες και όπου αλλάζει, αλλάζει με μικρά βήματα, ενώ η πολιτική συγκυρία απαιτεί άλματα. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ πατάει σε δύο βάρκες, με αποτέλεσμα να έχει περιέλθει σε κατάσταση ασταθούς ισορροπίας, την οποία, βεβαίως, εκμεταλλεύονται προπαγανδιστικά οι αντίπαλοί του.
Η θεμελιώδης αντίφαση του «μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ»
Η ΘΕΜΕΛΙΩΔΗΣ αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι εσωκομματικοί συσχετισμοί (και στο συνέδριο) αντανακλούν την εκλογική βάση του 3%-6% κι όχι του 27%. Το ίδιο ισχύει και για την κομματική μικρογραφειοκρατία της Κουμουνδούρου. Ορισμένα τμήματά της, μάλιστα, δεν θέλουν την εξουσία. Αλλοι, επειδή θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος για να την ασκήσει με επιτυχία κι άλλοι, επειδή με αριστερίστικη λογική θεωρούν ιδανικό τον ρόλο του μεγάλου κόμματος διαμαρτυρίας.
Η ηγεσία και η πλειονότητα των στελεχών επιδιώκουν να βρεθούν στο τιμόνι της χώρας. Διστάζουν, όμως, να κάνουν ό,τι απαιτείται ώστε να ανταποκριθούν σε μία ακραία πολιτική πρόκληση. Ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να μετεξελιχθεί από μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σε μεγάλο κόμμα εξουσίας σε ελάχιστο χρόνο και στο εξαιρετικά δυσμενές τοπίο μιας πρωτοφανούς κρίσης. Μία τέτοια μετεξέλιξη απαιτεί μεγάλες ιδεολογικοπολιτικές υπερβάσεις πρώτα απ’ όλα από τον ίδιο τον Τσίπρα. Ακόμα, όμως, κι αν τις πραγματοποιήσει, είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει κλυδωνισμούς και πιθανότατα ρήξεις στον πολύχρωμο μικρόκοσμο της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Οι αντιφάσεις στον πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ οφείλονται στο γεγονός ότι συμπεριφέρεται ταυτοχρόνως και ως κόμμα του 5% και ως κόμμα του 27%. Ο Τσίπρας διαφοροποιείται και μετατοπίζει το κέντρο βάρους της ρητορικής του για να εκφράσει τους εκλογικούς πρόσφυγες από την Κεντροαριστερά και να διαμορφώσει πλειοψηφικό ρεύμα. Οι αντιφάσεις, όμως, θα αναβλύζουν συνεχώς όσο δεν δρομολογούνται διαδικασίες που θα αποσαφηνίσουν την ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία του «μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ». Οσο δεν συμβαίνει αυτό, ο καθένας θα θεωρεί ότι νομιμοποιείται να μιλάει όπως μιλάει και βεβαίως ο κυβερνητικός προπαγανδιστικός μηχανισμός και τα κατεστημένα ΜΜΕ θα θέτουν την αξιωματική αντιπολίτευση στη θέση του απολογούμενου. Το ερώτημα είναι εάν ο Αλέξης Τσίπρας έχει ολοκληρώσει τη δική του υπέρβαση, ώστε να μπορεί να μετεξελίξει ιδεολογικοπολιτικά το κόμμα του.
Η απουσία ενός ρεαλιστικού εθνικού σχεδίου, που θα πείσει ότι αποτελεί την εναλλακτική λύση στο μνημόνιο, ερμηνεύει την πολιτικοεκλογική στασιμότητά του. Δεν έχει σημασία εάν είναι μπροστά ή πίσω από τη Ν.Δ. κατά μία μονάδα. Το κρίσιμο είναι ότι δεν κεφαλαιοποιεί πολιτικοεκλογικά την πρωτοφανή συμπίεση που υφίσταται η μικρομεσαία θάλασσα από το μνημόνιο.