«Αυτό που δεν μπορέσαμε εγκαίρως να
αντιληφθούμε ήταν η απροθυμία του κόσμου να μας ακολουθήσει στο
επονομαζόμενο δεύτερο αντάρτικο. Επειτα από τετράχρονη Κατοχή και
στερήσεις, οι άνθρωποι -και λογικό ήταν- δεν είχαν διάθεση για νέο
αγώνα. Ηθελαν απλώς να ξαναστήσουν τη ζωή τους. Η άλλη πλευρά ήταν σε
θέση να το εγγυηθεί -με τα χρήματα των Αμερικάνων φυσικά- αυτό. Κρατούσε
στα χέρια της το μαχαίρι και το πεπόνι. Εμείς όχι».
Η εκτίμηση ανήκει στον αλλοτινό γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Γρηγόρη
Φαράκο, και τη διατύπωσε σε συνέντευξη που παραχώρησε κάποτε στη
γράφουσα (το ηχητικό ντοκουμέντο υπάρχει).
Η πρώτη σημαντική άνοδος που πέτυχε η Αριστερά, ως προς την απήχησή της σε ευρύτερα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού, σημειώθηκε τη δεκαετία του 1930 (με τον όρο «Αριστερά» τη συγκεκριμένη περίοδο δεν εννοούμε παρά τον πρώτο και κύριο πυρήνα της, το ΚΚΕ). Ο λόγος που συνέβη αυτό είναι απλός. Σε μια κατεστραμμένη από συνεχείς πολέμους οικονομία, χτυπημένη και από τη διεθνή κρίση, με χιλιάδες εξαθλιωμένους πρόσφυγες -συνέπεια της Μικρασιατικής Καταστροφής- οι κοινωνικές ανάγκες ήταν τεράστιες.
Το πολιτικό σύστημα που διαχειρίστηκε την κατάσταση κατάφερε να δώσει λύσεις, αλλά όχι αρκετά ικανοποιητικές. Είναι γεγονός ότι το σύνολο των κυβερνήσεων του '30 στήριξε την παραγωγική δραστηριότητα, τις εγχώριες επιχειρήσεις και επεδίωξε διαμέσου αυτής της οδού την οικονομική αυτάρκεια της χώρας. Δεν έκανε όμως πολλά πράγματα για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το παράδοξο: ανάκαμψη των οικονομικών δεικτών από τη μια, χαμηλά μεροκάματα, ανέχεια και ανεργία από την άλλη. Κάπου εκεί, λοιπόν, ήρθε η Αριστερά και ανέλαβε ρόλο διεκδικητή στοιχειωδών εργατικών δικαιωμάτων.
Στα χρόνια της Κατοχής, το αριστερό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (εδώ η έννοια της Αριστεράς είναι πιο διευρυμένη και δεν αφορά μόνο το ΚΚΕ), με την πολυποίκιλη αντιστασιακή του δράση, απέκτησε πλέον βαθιές, ουσιαστικές ρίζες στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας.
Με όλες αυτές τις περγαμηνές ανά χείρας, θα περίμενε κανείς την Αριστερά να αναλαμβάνει μεταπολεμικά ενεργό ρόλο στο παιχνίδι εξουσίας, να συμμετέχει δυναμικά στο κοινοβουλευτικό σύστημα της χώρας, να διατυπώνει πρόταση διακυβέρνησης. Αντ' αυτών, η στοίχιση πίσω από αποφάσεις διεθνών κομμουνιστικών διασκέψεων οδήγησαν σε ολέθρια σφάλματα, με αποτέλεσμα να τεθεί εκτός πολιτικής πραγματικότητας.
Η επιλογή της ένοπλης σύγκρουσης κατέδειξε την αδυναμία αρκετών ηγετικών στελεχών της Αριστεράς να μετεξελιχθούν και να βαδίσουν στο υπό διαμόρφωση νέο περιβάλλον.
Ο κόσμος όμως που είχε συνδεθεί μαζί της περίμενε κάτι παραπάνω από ένα κίνημα αντίδρασης ή διαμαρτυρίας. Ζητούσε μια χείρα βοηθείας για να αντιμετωπίσει τη ζοφερή του καθημερινότητα και ένα δίαυλο για να ακουστεί η φωνή του. Πολύ λίγο ενδιαφερόταν, πολύ δε περισσότερο αγνοούσε τις θεωρητικές νόρμες του κομμουνισμού (του έλλειπε σε μεγάλο βαθμό και το γνωστικό υπόβαθρο) και ελάχιστα επεδίωκε την εφαρμογή τους. Γι' αυτό και από κάποιο σημείο και έπειτα γύρισε την πλάτη κι ασχολήθηκε με την εξασφάλιση του επιούσιου.
Η «εθνικόφρων» πλευρά φάνηκε πιο πονηρή και εκμεταλλεύτηκε την αγωνία για επιβίωση του «νοικοκυραίου». Του πέταξε ψίχουλα, αυτός «τσίμπησε» και έδωσε συγχωροχάρτι σε μια πολιτική κάστα που ευθυνόταν εν πολλοίς για την κατάντια του.
Τα παθήματα έγιναν άραγε μαθήματα;