Στη Γαλλία, ενώ οι δαπάνες καθηλώνονται, στην εκπαίδευση και την υγεία αυξάνονται κατά 3%.
Ο υπουργός ομολογεί «οξύ συναισθηματικό πρόβλημα» και «απώλεια ύπνου», όμως το ζήτημα δεν είναι προσωπικό, αλλά έχει άμεσες επιπτώσεις στη συνολική οικονομία. Οσο οι απολύσεις αυξάνονται τόσο εξασθενίζει η ενεργός ζήτηση και συνεπώς η οικονομία.
Το κλείσιμο υπηρεσιών και επιχειρήσεων, οι απολύσεις δεν συμβιβάζονται με την επαγγελλόμενη αναθέρμανση της οικονομίας, αλλά τροφοδοτούν περαιτέρω επιδείνωση της ύφεσης, στην οποία εκ των άνω εξωθείται η ελληνική οικονομία την τελευταία τριετία. Ενώ η χώρα μας έχει ήδη υποστεί απώλεια εθνικού εισοδήματος 25%, με την ανεργία σε εκρηκτικά ύψη, οι δήθεν «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» δεν ανακόπτουν την πτώση, αλλά την επισπεύδουν.
Οι απολύσεις στη χώρα μας αιτιολογούνται με ειδυλλιακές, εκτός τόπου και χρόνου, αναφορές σε «αξιοκρατία», «διαφάνεια», «δικαιοσύνη» και στα «αιτήματα των καιρών». Ωστόσο, ένα το ποιος απολύεται, άλλο ότι οι απολύσεις αποσταθεροποιούν την οικονομία. Ουδεμία οικονομική θεωρία προβάλλει τις απολύσεις ως μέθοδο ανάκαμψης. Αντίθετα, η επέκταση της ανεργίας αναγνωρίζεται από όλες τις σχολές ως «μακάβριος δείκτης» αποτυχίας του οικονομικού συστήματος, όχι μόνον για τις ανθρώπινες πλευρές, αλλά κυρίως για τις άμεσες επιπτώσεις στην προς τα κάτω κλιμάκωση της ύφεσης και υπολειτουργίας της οικονομίας.
Τόσο η κεϊνσιανή πολιτική όσο και η φιλελεύθερη, από τα αποτελέσματά τους στο επίπεδο της ανεργίας και της απασχόλησης κρίνονται. Αυτό που αποτελεί «κοινό τόπο» στην Αμερική, στη Γαλλία και στον υπόλοιπο κόσμο, στη χώρα μας αγνοείται ακόμη και ως πρόβλημα, ενώ παράλληλα η βαθύτερη ύφεση παρουσιάζεται ως δήθεν μονόδρομος για ανάπτυξη.
Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο στην οποία η ανεργία να μη θεωρείται «μάστιγα» και ουδείς αρμόδιος παρουσιάζει ως «επιτυχία» την αύξησή της, αλλά αντίθετα, εάν αυτό συμβαίνει, οι μέρες του θεωρούνται μετρημένες. Εκτός από τις δικές του μέρες, θεωρούνται επίσης μετρημένες αυτές του οικονομικού συστήματος, που φαντάζεται ότι θα μπορέσει μέσω απολύσεων να σταθεροποιηθεί και να ανακάμψει.
Οσάκις η οικονομία καταποντίζεται, κάθε είδους απασχόληση, ακόμη και πλασματική, ακόμη και επιδοτούμενη από το κράτος, χρησιμοποιείται ως «δίχτυ ασφαλείας» για να αποσοβείται η περαιτέρω πτώση, να διασώζεται το επίπεδο λειτουργίας της οικονομίας, προκειμένου να αποτρέπεται ανεπανόρθωτη ανθρώπινη, κοινωνική και οικονομική καταστροφή. Αντίθετα, σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης, επικρατεί ο νόμος της αδράνειας και ουδεμία μεταρρύθμιση είναι εφικτή. Οπωσδήποτε, οι μεταρρυθμίσεις επιβάλλονται, όμως οι πραγματικές και όχι οι ψευδεπίγραφες. Προαπαιτούμενο για αυτές είναι η επανεκκίνηση της οικονομίας, ώστε να βελτιώνεται η ικανότητα προσαρμογής της. Αντ' αυτού, η κυβέρνηση θεωρεί «δίκαιο και αποτελεσματικό» να κατανέμει την ανεργία σε πλείονες εργαζομένους, με άμεση συνέπεια τη διακοπή κάθε λειτουργίας και επιχειρηματικής πρωτοβουλίας.
Ενόσω η συνολική ζήτηση αποδυναμώνεται, δεν προσέρχονται νέες επενδύσεις, αλλά και αυτές που από το παρελθόν υπήρχαν αποσύρονται, η μια μετά την άλλη. Η έκρηξη της ανεργίας σε 1,5 εκατομμύριο εργαζομένων συνδυάζεται την τελευταία τριετία με υποχώρηση επενδύσεων κατά 40%.
Η μαζική ανεργία δεν είναι μόνον συνέπεια της ύφεσης, αλλά με τη σειρά της αποβαίνει αιτία για όλο και δραματικότερη επιδείνωσή της. Πρέπει να είναι κανείς πολύ «φευγάτος» για να μη βλέπει το «φαύλο κύκλο» της λιτότητος: οι περικοπές δαπανών σε συνθήκες ύφεσης δεν σταθεροποιούν την οικονομία, τροφοδοτούν περαιτέρω ύφεση, με συνέπεια πρόσθετες «μαύρες τρύπες» στα αναμενόμενα έσοδα.
Οι νομπελίστες Κρούγκμαν και Στίγκλιτς υπογραμμίζουν ότι σε περίοδο ύφεσης δεν συγχωρούνται περικοπές δαπανών, αλλά απαιτείται επέκταση αυτών. Αντίθετα, οι περικοπές θα είχαν νόημα σε περίοδο αυξητικών ρυθμών, ώστε να μην πλήττεται η ανάπτυξη, να εξοικονομούνται πόροι για χρηματοδότηση δαπανών που επιβάλλονται στην περίοδο της ύφεσης. Εάν αυτό δεν εξασφαλίστηκε στο παρελθόν, σήμερα είναι η χειρότερη στιγμή για να επιχειρείται. Εάν ο υπουργός, αντί θριαμβολογίας, ομολογούσε ότι εφαρμόζει στα τυφλά «φρικτές και αδιέξοδες» αξιώσεις των δανειστών, θα γινόταν περισσότερο πιστευτός.