Στην πραγματικότητα, η συνεχιζόμενη στήριξη του καθεστώτος από την πλειοψηφία του σώματος των αξιωματικών ήταν απόλυτα προβλέψιμη, όπως ήταν, ως εκ τούτου, και υψηλή η πιθανότητα ότι η εξέγερση δεν θα πετύχει. Μια εξωτερική παρέμβαση δεν θα αλλάξει τώρα τους υπολογισμούς τους - εκτός από το να τους κάνει, ίσως, ακόμη πιο αποφασισμένους υποστηρικτές του Άσαντ - πράγμα που σημαίνει ότι οι ελπίδες της Ουάσιγκτον για μια ταχεία λήξη του πολέμου κατά πάσα πιθανότητα θα παραμείνουν ανεκπλήρωτες.
Αν και δεν είμαστε καλοί στην πρόβλεψη για το πότε μπορεί να ξεσπάσουν εξεγέρσεις, ξέρουμε όμως ένα πολύ σημαντικό πράγμα για αυτές: από τη στιγμή που ξεκινούν, δεν μπορούν να επιτύχουν χωρίς την υποστήριξη των μοχλών καταναγκασμού που διαθέτει το καθεστώς, πιο συγκεκριμένα τον τακτικό στρατό. Τι είναι αυτό, λοιπόν, που καθορίζει τη στάση των στρατηγών σε μια επανάσταση; Όπως υποστήριξα τον περασμένο Απρίλιο στην Journal of Democracy, είναι δυνατόν να κάνουμε μια εικασία με βάση την εμπειρία και την γνώση.
Ένας στρατός στηρίζεται σε τέσσερις διακριτές πηγές πληροφοριών, καθώς διαμορφώνει την αντίδρασή του σε μια επανάσταση. Με έντονη κριτική διάθεση, οι στρατηγοί αξιολογούν την συνοχή και την σύνθεση των ενόπλων δυνάμεων που υπηρετούν κάτω από αυτούς: Μήπως υπάρχουν εθνο-θρησκευτικές διαιρέσεις, διαιρέσεις μεταξύ των ελίτ και των τακτικών μονάδων, μεταξύ των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, μεταξύ των εθελοντών και των αξιωματικών; Δεύτερον, αξιολογούν το καθεστώς, την συμπεριφορά του απέναντι στις ένοπλες δυνάμεις, το ιστορικό της διακυβέρνησης και τις οδηγίες του προς τον στρατό κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Το τρίτο κομμάτι των πληροφοριών που οι στρατιωτικοί ηγέτες λαμβάνουν υπόψη τους αφορά στην κοινωνία, ιδίως στις σχέσεις μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων και της κοινωνίας, την δημοτικότητα της εξέγερσης και τα βασικά χαρακτηριστικά των διαμαρτυριών, όπως το μέγεθός τους και την σύνθεσή τους. Τέλος, ο στρατός εξετάζει την διεθνή κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της απειλής μιας εξωτερικής παρέμβασης.
Σίγουρα, αυτοί οι παράγοντες δεν έχουν την ίδια βαρύτητα: μερικοί είναι σημαντικότεροι από άλλους στο να εξηγήσουν τη θέση των ενόπλων δυνάμεων απέναντι στην επανάσταση. Επιπλέον, διάφορες μεταβλητές που μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντικές σε μια περίπτωση - ας πούμε, θρησκευτικές διαιρέσεις στο σώμα των αξιωματικών - μπορεί να είναι ασήμαντες σε άλλες. Στην περίπτωση της Αραβικής Άνοιξης, όμως, το να διαβλέψει κανείς τον ρόλο του στρατού δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Εξετάζοντας τις πρόσφατες αραβικές εξεγέρσεις, για παράδειγμα, κανείς ο οποίος έχει έστω και μια μικρή εξοικείωση με το Μπαχρέιν δεν θα εκπλαγεί που ο επανδρωμένος εξολοκλήρου με σουνίτες κλάδος της ασφάλειας του Μπαχρέιν συντάχθηκε με τις άρχουσες ελίτ των σουνιτών εναντίον των κυρίως σιιτών ανταρτών. Η πρόβλεψη ότι ο στρατός της Τυνησίας θα υποστηρίξει την επανάσταση ήταν κάπως πιο δύσκολη, αλλά όχι αδύνατη, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν άκρως επαγγελματικό στρατό κληρωτών που ποτέ δεν ενεπλάκη στην πολιτική, ότι ήταν μια περιθωριοποιημένη συνιστώσα του κλάδου ασφαλείας τού προέδρου Ζινέ ελ-Αμπιντίν Μπεν Αλί, ότι το καθεστώς είχε λίγη νομιμοποίηση στα μάτια των στρατιωτών του και στον πληθυσμό, και ότι η εξέγερση ήταν εξαιρετικά δημοφιλής.
Οπότε, τι γίνεται με τη Συρία; Σε αυτή την περίπτωση, επίσης, το να γίνει μια εμπεριστατωμένη εικασία ότι ο στρατός θα συνταχθεί με τους ηγέτες του δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Εδώ, η θρησκευτική σύνθεση των συριακών ενόπλων δυνάμεων ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας. Ακόμα κι αν χιλιάδες επιστρατευμένοι στρατιώτες και κυρίως χαμηλότερου επιπέδου αξιωματικοί λιποτάκτησαν ή προσχώρησαν στην εξέγερση, οι κορυφαίοι αξιωματικοί - με ελάχιστες εξαιρέσεις - και το μεγαλύτερο μέρος του σώματος των αξιωματικών συνέχισαν να συντάσσονται με το καθεστώς.
Η συριακή ηγεσία, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αραβική Δημοκρατία, έχει πλήρη επίγνωση των απειλών οι οποίες μπορούν να την ανατρέψουν. Μεταξύ 1949 και 1970 έγιναν τουλάχιστον δέκα πραξικοπήματα στη Δαμασκό, συχνά με διάφορες στρατιωτικές φατρίες να πολεμάνε η μια την άλλη. Ο πατέρας Άσαντ, ο πρόεδρος Χαφέζ αλ-Άσαντ, ένας πρώην πτέραρχος, συμμετείχε σε τουλάχιστον τρία από αυτά (1962, 1966, 1970) και συνειδητοποίησε την αναγκαιότητα να θωρακίσει το καθεστώς του από πραξικοπήματα. Μόλις ήρθε στην εξουσία, ο Άσαντ έκανε το στρατό δικό του, κατόρθωσε να ενοποιήσει τις διάφορες φατρίες των αξιωματικών, και δημιούργησε μια σειρά δομών εσωτερικής ασφαλείας – οι οποίες υπόκειντο άμεσα σε αυτόν - που κατασκοπεύουν η μια την άλλη καθώς και τις τακτικές ένοπλες δυνάμεις, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσει την αφοσίωση του στρατού. Κατά κυριολεξία, η οικογένεια Άσαντ σε όλη της την πολιτική καριέρα προετοιμαζόταν για μια λαϊκή εξέγερση.
Εν τω μεταξύ, το Σώμα των Σύρων αξιωματικών κυριαρχείται από τη σέκτα της μειονότητας των Αλεβιτών (στην οποία ανήκουν οι Άσαντ) τουλάχιστον από το 1955, όταν οι Αλεβίτες κυριάρχησαν στο στρατιωτικό τμήμα του κόμματος Μπάαθ. Σήμερα, περίπου τα τέσσερα πέμπτα του σώματος των αξιωματικών, καθώς και οι διοικητές πολλών υπηρεσιών πληροφοριών, είναι Αλεβίτες. Η σέκτα δεν περιλαμβάνει ολόκληρο το προσωπικό των αξιωματικών, φυσικά, αλλά οι Αλεβίτες κατέχουν σχεδόν όλες τις ευαίσθητες και σημαντικές θέσεις. Υπάρχουν περίπου μια δεκαριά παραστρατιωτικές δυνάμεις στην χώρα, και όλες τους ελέγχονται από έμπιστους της οικογένειας Άσαντ ενώ αποτελούνται από μαχητές υψηλών κινήτρων, πιστούς στο καθεστώς. Ο αδελφός του Μπασάρ, ο Μαχέρ, ταξίαρχος στο βαθμό, είναι ο διοικητής της Προεδρικής Φρουράς, καθώς και της Τέταρτης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας που ανήκει στην ελίτ του στρατού. Αυτές οι δύο ειδικές μονάδες, μαζί με τη μυστική αστυνομία της Συρίας, αποτελούν τον στενό πυρήνα των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας.
Για να πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, αν και οι περισσότεροι Σύριοι πιλότοι της Πολεμικής Αεροπορίας ήταν Σουνίτες, η δύναμη της αεράμυνας που ελέγχει την επιμελητεία και την επικοινωνία ήταν κυρίως Αλεβίτες, οι οποίοι εμπόδιζαν τους πιλότους να παίξουν παιχνίδια εξουσίας. Επιπλέον, πολλά τμήματα που αποτελούνταν κυρίως από στρατολογημένους Σουνίτες στρατιώτες είτε έχουν μειωθεί σε μέγεθος, καθώς οι κληρωτοί αυτομόλησαν, είτε δεν έχουν χρησιμοποιηθεί καν για να καταστείλουν την εξέγερση. Αντ' αυτού, το καθεστώς έχει στραφεί περισσότερο στην Τρίτη και Τέταρτη Μεραρχία του στρατού, στις ειδικές δυνάμεις, και στους ατάκτους, οι οποίοι συχνά αποκαλούνται Σαμπιχά (shabiha), και είναι σε μεγάλο βαθμό Αλεβίτες ή ανήκουν σε άλλες μειονότητες συμπαθούντων του καθεστώτος.
Όπως συμβαίνει συχνά στους στρατούς αυταρχικών κρατών, o συριακός στρατός έχει επίσης υποστεί σε μεγάλο βαθμό πλύση εγκεφάλου - ο πολιτικός επιστήμονας Κένεθ Πόλακ στο βιβλίο του «Άραβες σε πόλεμο», τον θεωρεί τον πιο πολιτικοποιημένο στρατό στον αραβικό κόσμο - και η πίστη στο καθεστώς συχνά αντισταθμίζει την επαγγελματική αξία και προσδιορίζει το ποιός παίρνει προαγωγή.
Ως αποτέλεσμα, η κορυφή θεωρεί ότι η εξουσία του Άσαντ και το κόμμα Μπάαθ είναι απολύτως νομιμοποιημένα, και γνωρίζουν πολύ καλά ότι θα τους συμβούν τα χειρότερα σε περίπτωση που η αντιπολίτευση έρθει τελικά στα πράγματα. Επιπλέον, ο στρατός μπορεί να αισθάνεται βέβαιος, όπως είναι και ορισμένοι σχολιαστές, ότι η εξέγερση δεν αντιπροσωπεύει τη λαϊκή βούληση. Σύμφωνα με ένα δοκίμιο τού Μούσα αλ-Γκάρμπι, σε ένα πρόσφατο τεύχος του Middle East Policy, η συντριπτική πλειοψηφία των Σύρων είναι αμφίθυμοι ή αντίθετοι με την εξέγερση. Με άλλα λόγια, οι Αλεβίτες - και άλλοι υποστηρικτές της εξουσίας του Άσαντ - δεν θα έχουν τίποτα να κερδίσουν αλλά θα έχουν να χάσουν τα πάντα αν η κυβέρνηση ανατρέπονταν. Ως εκ τούτου, θα δώσουν τον αγώνα μέχρις εσχάτων, όπως έχουν επανειλημμένα δηλώσει.
Όσον αφορά το διεθνές πλαίσιο, παρ’ όλο που η Συρία έχει άφθονους εχθρούς στην περιοχή, μερικοί από τους οποίους έχουν βοηθήσει τους αντάρτες, δεν είναι με κανένα τρόπο ένα κράτος – παρίας, όπως η Λιβύη του Καντάφι. Η στενή σχέση του με το στρατιωτικό σκέλος της Χεζμπολάχ στο Λίβανο απέφερε σημαντική στρατιωτική βοήθεια. Και η συμμαχία της Συρίας με το Ιράν μπορεί να είναι η πιο ανθεκτική στη Μέση Ανατολή. Η Επαναστατική Φρουρά του Ιράν και η επίλεκτη Δύναμη Quds δεν έχουν εκπαιδεύσει μόνο τους Σύριους στρατιώτες, αλλά έχουν πολεμήσει μαζί τους. Τόσο η Χεζμπολάχ όσο και η Επαναστατική Φρουρά έχουν ορκιστεί να συνεχίσουν να πολεμούν εναντίον των ανταρτών στη Συρία, ακόμη και αν ο Άσαντ ανατραπεί. Το καθεστώς των Άσαντ έχει μια μακρά φιλία με τη Ρωσία, η οποία, μαζί με το Ιράν, συνέχισε να την προμηθεύει με όπλα, συμπεριλαμβανομένων εξελιγμένων νέων πυραυλικών συστημάτων.
Η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα να οπλίσει τους αντάρτες της Συρίας είναι απίθανο να επιδράσει ιδιαίτερα στους στρατηγούς τού Άσαντ και τους ανώτερους αξιωματικούς. Είναι τόσο βαθιά εμπλεγμένοι με την προστασία του καθεστώτος που η αλλαγή πλευράς μετά από περισσότερο από δύο χρόνια σκληρών μαχών αποτελεί μια απωθητική επιλογή. Στην πραγματικότητα, η απόφαση της Ουάσινγκτον μπορεί να ενισχύσει τη δέσμευση τόσο των Σύριων αξιωματικών όσο και των συμμάχων της Δαμασκού να σώσουν το καθεστώς του Άσαντ. Έτσι, για το λόγο αυτό, ο πόλεμος μάλλον θα συνεχιστεί.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.