Του Τάσου Τσακίρογλου
Ισως ο κυρίαρχος μύθος του ακροδεξιού ρεβανσισμού τα τελευταία χρόνια, ο οποίος πρόσφατα υιοθετείται και από την ηγεσία της Ν.Δ. και τους πρωθυπουργικούς συμβούλους, είναι αυτός περί της ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς στη μεταπολίτευση. Ο βολικός αυτός ισχυρισμός αποτελεί τον βατήρα για το λογικό άλμα που οδηγεί σε ένα άλλο ιδεολόγημα: «Δεν είναι η Δεξιά και το αυταρχικό-πελατειακό κράτος που οικοδόμησε, δεν είναι οι δήθεν σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ που προσχώρησαν εδώ και χρόνια στον νεοφιλελευθερισμό υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάπτωση, παρακμή και χρεοκοπία (ηθική και οικονομική), αλλά η “κυρίαρχη” Αριστερά, αφού αυτή ήταν η πραγματική ηγεμονεύουσα δύναμη». Αρα; Αρα αυτή αποτελεί τον πολιτικό στόχο, όπου, δι’ αντιμεταθέσεως, θα μετακυλίσουμε το άγος και θα την εμφανίσουμε ως το «ιστορικό βάρος» από το οποίο πρέπει και οφείλει να απαλλαγεί η Ιστορία, προκειμένου να γίνουμε, επιτέλους, σύγχρονο κράτος.
Ομως πόσο κυρίαρχη σ’ επίπεδο ιδεών υπήρξε η Αριστερά; Και πριν απ’ αυτό, είχε ιδέες η Αριστερά, βάσει των οποίων έγινε, υποτίθεται, κυρίαρχη; Η αλήθεια είναι ότι η όποια κυριαρχία της υπήρξε περισσότερο πάνω σε ένα ιστορικό «ηθικό πλεονέκτημα» και λιγότερο σ’ επίπεδο πολιτικού προτάγματος ή κοινωνικοπολιτικής ανάλυσης, τέτοιας που να δίνει μια συνέχεια στο κεκτημένο του μαρξισμού ή, εν πάση περιπτώσει, να ακολουθεί το μονοπάτι των θεωρητικών αναζητήσεων που άνοιξαν εμβληματικές μορφές του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος. Το ηθικό της πλεονέκτημα αφορούσε το status του ηττημένου από μια άγρια, πρωτόγονη και υποταγμένη στα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα Δεξιά, της οποίας ο πολιτικός λόγος περιοριζόταν στον αντικομμουνισμό και στο αντίπαλό του δέος, το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, το οποίο αποτέλεσε αργότερα και τη βάση της ελληνοχριστιανικής υποκρισίας του Νεοέλληνα μικροαστού.
Με δεδομένη την πολιτική και θεωρητική καθυστέρηση της ελληνικής κοινωνίας, μεταπολιτευτικά η Αριστερά απέτυχε να συγκροτήσει πολιτικό λόγο, να αρθρώσει οργανωτικά σχήματα και να επεξεργαστεί αναλύσεις που θα την έκαναν ικανή όχι μόνο να διατηρήσει την ηθική υπεροχή, αλλά και να παρέμβει καταλυτικά στην αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών με ορίζοντα όχι έναν αφηρημένο «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» ή τη σταλινικής έμπνευσης «πραγματική αλλαγή», αλλά να αμφισβητήσει τις ίδιες τις βάσεις του καπιταλιστικού συστήματος.
Ετσι, το ιστορικό κύμα που έφερε στην κορυφή του το ΠΑΣΟΚ και τις νεφελώδεις υποσχέσεις του, οι οποίες αργότερα, ελέω ΕΟΚ, έγιναν και υλική δύναμη διανομής προνομίων και ευκαιριών «κοινωνικής αποκατάστασης», βρήκε απροετοίμαστη την Αριστερά και τους ηγέτες της. Βασικός λόγος υπήρξε και η εσωκομματική ζωή και οι συνήθειες, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα χρόνια της παρανομίας, σε κλειστούς κύκλους και σε καθεστώς διώξεων, ενώ καταλυτική ήταν και η επιρροή του γενικότερου κλίματος σταλινικής καχυποψίας προς οτιδήποτε αμφισβητούσε την κομματική ορθοδοξία. Με λίγα λόγια, ένα αντιχειραφετικό ιεραρχικό οργανωτικό μοντέλο, με τον μαρξισμό όχι επιστημονική μέθοδο, αλλά υποκατάστατο πίστης. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης ήταν η αναλυτική αδυναμία, η εχθρότητα προς τη θεωρία και η έλλειψη προοπτικής.
Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή: Οπως περιγράφει η Γιούτα Ντίτφουρτ στο βιβλίο της «Ζήσε άγρια και επικίνδυνα» (εκδόσεις Στάχυ), «λεγεώνες αστικοποιημένων φιλοσόφων και κοινωνιολόγων δαπάνησαν όλες τις πνευματικές τους δυνατότητες περιστρεφόμενοι αποκλειστικά γύρω από το πρόβλημα της όσο το δυνατό πιο πρωτότυπης λεκτικής αιτιολόγησης των δικών τους πολιτικών προσπαθειών προσαρμογής στις κυρίαρχες σχέσεις». Η αφομοίωση μέσω του Δημοσίου της συντριπτικής πλειονότητας των λεγόμενων διανοουμένων που προέρχονταν από την Αριστερά, στέρησε από την τελευταία κάθε δυνατότητα ανάπτυξης ανεξάρτητης θεωρίας μετασχηματισμού της κοινωνίας και άνοιξε τον δρόμο στους καιροσκοπικούς αυτοσχεδιασμούς στο πολιτικό πεδίο και στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Ζωτικής σημασίας καθήκον σήμερα για την Αριστερά είναι να αναγνωρίσει αυτά τα ελλείμματα και μεθοδικά να προσπαθήσει να τα αναπληρώσει, εάν επιθυμεί να γίνει πραγματικά ηγεμονεύουσα δύναμη, απέναντι σε μια Δεξιά που φλερτάρει με τον ακροδεξιό εξτρεμισμό και τον ρατσισμό και μια (πρώην) σοσιαλδημοκρατία που είναι μπαλαντέρ σε κάθε κυβερνητικό συνδυασμό με αποκλειστικό στόχο την παραμονή στην εξουσία.
Ισως ο κυρίαρχος μύθος του ακροδεξιού ρεβανσισμού τα τελευταία χρόνια, ο οποίος πρόσφατα υιοθετείται και από την ηγεσία της Ν.Δ. και τους πρωθυπουργικούς συμβούλους, είναι αυτός περί της ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς στη μεταπολίτευση. Ο βολικός αυτός ισχυρισμός αποτελεί τον βατήρα για το λογικό άλμα που οδηγεί σε ένα άλλο ιδεολόγημα: «Δεν είναι η Δεξιά και το αυταρχικό-πελατειακό κράτος που οικοδόμησε, δεν είναι οι δήθεν σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ που προσχώρησαν εδώ και χρόνια στον νεοφιλελευθερισμό υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάπτωση, παρακμή και χρεοκοπία (ηθική και οικονομική), αλλά η “κυρίαρχη” Αριστερά, αφού αυτή ήταν η πραγματική ηγεμονεύουσα δύναμη». Αρα; Αρα αυτή αποτελεί τον πολιτικό στόχο, όπου, δι’ αντιμεταθέσεως, θα μετακυλίσουμε το άγος και θα την εμφανίσουμε ως το «ιστορικό βάρος» από το οποίο πρέπει και οφείλει να απαλλαγεί η Ιστορία, προκειμένου να γίνουμε, επιτέλους, σύγχρονο κράτος.
Ομως πόσο κυρίαρχη σ’ επίπεδο ιδεών υπήρξε η Αριστερά; Και πριν απ’ αυτό, είχε ιδέες η Αριστερά, βάσει των οποίων έγινε, υποτίθεται, κυρίαρχη; Η αλήθεια είναι ότι η όποια κυριαρχία της υπήρξε περισσότερο πάνω σε ένα ιστορικό «ηθικό πλεονέκτημα» και λιγότερο σ’ επίπεδο πολιτικού προτάγματος ή κοινωνικοπολιτικής ανάλυσης, τέτοιας που να δίνει μια συνέχεια στο κεκτημένο του μαρξισμού ή, εν πάση περιπτώσει, να ακολουθεί το μονοπάτι των θεωρητικών αναζητήσεων που άνοιξαν εμβληματικές μορφές του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος. Το ηθικό της πλεονέκτημα αφορούσε το status του ηττημένου από μια άγρια, πρωτόγονη και υποταγμένη στα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα Δεξιά, της οποίας ο πολιτικός λόγος περιοριζόταν στον αντικομμουνισμό και στο αντίπαλό του δέος, το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, το οποίο αποτέλεσε αργότερα και τη βάση της ελληνοχριστιανικής υποκρισίας του Νεοέλληνα μικροαστού.
Με δεδομένη την πολιτική και θεωρητική καθυστέρηση της ελληνικής κοινωνίας, μεταπολιτευτικά η Αριστερά απέτυχε να συγκροτήσει πολιτικό λόγο, να αρθρώσει οργανωτικά σχήματα και να επεξεργαστεί αναλύσεις που θα την έκαναν ικανή όχι μόνο να διατηρήσει την ηθική υπεροχή, αλλά και να παρέμβει καταλυτικά στην αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών με ορίζοντα όχι έναν αφηρημένο «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» ή τη σταλινικής έμπνευσης «πραγματική αλλαγή», αλλά να αμφισβητήσει τις ίδιες τις βάσεις του καπιταλιστικού συστήματος.
Ετσι, το ιστορικό κύμα που έφερε στην κορυφή του το ΠΑΣΟΚ και τις νεφελώδεις υποσχέσεις του, οι οποίες αργότερα, ελέω ΕΟΚ, έγιναν και υλική δύναμη διανομής προνομίων και ευκαιριών «κοινωνικής αποκατάστασης», βρήκε απροετοίμαστη την Αριστερά και τους ηγέτες της. Βασικός λόγος υπήρξε και η εσωκομματική ζωή και οι συνήθειες, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα χρόνια της παρανομίας, σε κλειστούς κύκλους και σε καθεστώς διώξεων, ενώ καταλυτική ήταν και η επιρροή του γενικότερου κλίματος σταλινικής καχυποψίας προς οτιδήποτε αμφισβητούσε την κομματική ορθοδοξία. Με λίγα λόγια, ένα αντιχειραφετικό ιεραρχικό οργανωτικό μοντέλο, με τον μαρξισμό όχι επιστημονική μέθοδο, αλλά υποκατάστατο πίστης. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης ήταν η αναλυτική αδυναμία, η εχθρότητα προς τη θεωρία και η έλλειψη προοπτικής.
Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή: Οπως περιγράφει η Γιούτα Ντίτφουρτ στο βιβλίο της «Ζήσε άγρια και επικίνδυνα» (εκδόσεις Στάχυ), «λεγεώνες αστικοποιημένων φιλοσόφων και κοινωνιολόγων δαπάνησαν όλες τις πνευματικές τους δυνατότητες περιστρεφόμενοι αποκλειστικά γύρω από το πρόβλημα της όσο το δυνατό πιο πρωτότυπης λεκτικής αιτιολόγησης των δικών τους πολιτικών προσπαθειών προσαρμογής στις κυρίαρχες σχέσεις». Η αφομοίωση μέσω του Δημοσίου της συντριπτικής πλειονότητας των λεγόμενων διανοουμένων που προέρχονταν από την Αριστερά, στέρησε από την τελευταία κάθε δυνατότητα ανάπτυξης ανεξάρτητης θεωρίας μετασχηματισμού της κοινωνίας και άνοιξε τον δρόμο στους καιροσκοπικούς αυτοσχεδιασμούς στο πολιτικό πεδίο και στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Ζωτικής σημασίας καθήκον σήμερα για την Αριστερά είναι να αναγνωρίσει αυτά τα ελλείμματα και μεθοδικά να προσπαθήσει να τα αναπληρώσει, εάν επιθυμεί να γίνει πραγματικά ηγεμονεύουσα δύναμη, απέναντι σε μια Δεξιά που φλερτάρει με τον ακροδεξιό εξτρεμισμό και τον ρατσισμό και μια (πρώην) σοσιαλδημοκρατία που είναι μπαλαντέρ σε κάθε κυβερνητικό συνδυασμό με αποκλειστικό στόχο την παραμονή στην εξουσία.