Του Κώστα Ράπτη
Δύο εξελίξεις σημαδεύουν το διεθνές στερέωμα τις τελευταίες εβδομάδες: η κάμψη του πολιτικού Ισλάμ και η ανησυχία, ιδίως στις αναδυόμενες οικονομίες, για τον διαφαινόμενο τερματισμό της ποσοτικής διευκόλυνσης από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Tayyip Erdoğan έχει το θλιβερό προνόμιο να βρίσκεται στο επίκεντρο και των δύο. Βέβαια συνετέλεσε και ο ίδιος στην εντονότερη διαπλοκή τους, αντιμετωπίζοντας το πρόσφατο κύμα των διαδηλώσεων αμφισβήτησής του με συνωμοσιολογικά σενάρια σχετικά με το περιβόητο “λόμπι των επιτοκίων” και αντίστοιχες έρευνες για “χειραγώγηση” του Χρηματιστηρίου: δηλαδή, ό,τι ακριβώς χρειαζόταν η Τουρκία για να εξανεμίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, τη στιγμή που επείγεται για εισροές κεφαλαίων.
Εντέλει οι απορίες διαλύθηκαν: το “λόμπι των επιτοκίων” επικράτησε – αφού “επικεφαλής” του δεν βρίσκεται παρά η ίδια η Τράπεζα της Τουρκίας... Όπως είχε προαναγγείλει ο κεντρικός τραπεζίτης Erdem Başçı από την προηγούμενη εβδομάδα, η νομισματική επιτροπή της Τράπεζας της Τουρκίας αποφάσισε την Τρίτη να αυξήσει, για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, το ημερήσιο επιτόκιο χορηγήσεων κατά 75 μονάδες βάσης στο 7,25%, διευρύνοντας τον “διάδρομο” με το επιτόκιο του εβδομαδιαίου repo, που παραμένει στο 4,5%. Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η ελαφρά ενίσχυση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου (από 1,9153 στο 1,9081) και η υποχώρηση της απόδοσης του 10ετούς τουρκικού ομολόγου στο 8,49% από 8,69%.
Ωστόσο, οι παράγοντες της αγοράς, που ανέμεναν μιαν αύξηση του βασικού επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας κατά 50 έως 100 μονάδες βάσης, δεν δείχνουν εντυπωσιασμένοι. Όχι μόνο διότι θεωρούν την κίνηση αυτή αναπόφευκτη, αλλά και γιατί έρχεται καθυστερημένα. Όσο και αν ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης και “τσάρος” της οικονομίας Ali Babacan υποστηρίζει ότι η (υπό... τον συμμαθητή του, Başçı) κεντρική τράπεζα λειτουργεί με πλήρη ανεξαρτησία, οι πάντες γνωρίζουν ότι η αύξηση των επιτοκίων ήταν κάτι που η κυβέρνηση προσπάθησε όσο μπορούσε να αποτρέψει.
Πέρα από τις θρυλούμενες ισλαμικές ευαισθησίες του πρωθυπουργού Erdoğan στο ζήτημα του τόκου, το κυριότερο δίλημμα των ιθυνόντων στην Άγκυρα αφορά στην επιλογή ανάμεσα στη στήριξη του νομίσματος και την εξασφάλιση, και μάλιστα σε προεκλογική χρονιά, των ρυθμών ανάπτυξης.
Από ένα σημείο και μετά δεν υπήρχε επιλογή: τις τελευταίες εβδομάδες η κεντρική τράπεζα εξάντλησε τη δυνατότητά της να παρεμβαίνει στην αγορά συναλλάγματος, διοχετεύοντας σε αλλεπάλληλες κινήσεις σχεδόν 7 δισ. δολάρια, ήτοι περίπου 10% των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, για την στήριξη του νομίσματος. Η λίρας έχει χάσει 9% της αξίας από τον Μάιο, εν μέσω μαζικών εκροών κεφαλαίων, ύψους 2,3 δισ. δολαρίων, την ίδια περίοδο, που συμπίπτει με την αλλαγή πολιτικής της Fed, αλλά και το ξέσπασμα των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων.
Αλλά ακόμη και η νομισματική πολιτική, ενδεχομένως να μη φανεί αρκετή, όπως δείχνει το παράδειγμα της Ινδονησίας, όπου η ρουπία συνέχισε να υποχωρεί αυτό τον μήνα, παρά τη μείωση του επιτοκίου κατά 50 μονάδες βάσης.
Ο Başçı δηλώνει έτοιμος και για νέες κινήσεις νομισματικής περιστολής. Σε κάθε περίπτωση, όπως υπενθυμίζουν οι Financial Times, η Τουρκία δεν έχει, σε αντίθεση με χώρες πλεονασματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, την πολυτέλεια περισσότερο ανορθόδοξων κινήσεων, όπως λ.χ. η Ουγγαρία που προχώρησε σε μείωση των επιτοκίων.
Το χρόνιο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας διαμορφώθηκε τον Απρίλιο στα 51,3 δισ. δολάρια (6% του ΑΕΠ) και αναμένεται να έχει φθάσει τα 59 δισ. στα τέλη του έτους. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τα 163 δισ. δολάρια βραχυπρόθεσμου χρέους, που θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν τους επόμενους 12 μήνες, προκύπτει ότι οι ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης της Τουρκίας φθάνουν το ιλιγγιώδες 28% του ΑΕΠ.
Την ίδια στιγμή ο Babacan προϊδεάζει ότι θα αναθεωρηθεί προς τα κάτω ο στόχος της κυβέρνησης για ανάπτυξη της τάξης του 4% φέτος, καθώς το πρώτο τρίμηνο του 2013, πριν καν την αύξηση του επιτοκίου, η τουρκική οικονομία έτρεξε με ρυθμό μόλις 3% - και αυτό οφειλόμενο κατά 2,9% του ΑΕΠ στις δημόσιες δαπάνες.
Αντίστοιχα, δεν αναμένεται να εκπληρωθεί ο στόχος για περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 2,2%, λόγω υψηλής ανεργίας των νέων, επικείμενου περιορισμού της ανάπτυξης άρα και των φορολογικών εσόδων, μικρότερες του αναμενόμενου απολαβές από ιδιωτικοποιήσεις (ήδη τα προηγούμενα επτά χρόνια συγκεντρώθηκαν 28 δισ. δολάρια) και βέβαια αυξημένων δαπανών σε προεκλογική χρονιά...
Δύο εξελίξεις σημαδεύουν το διεθνές στερέωμα τις τελευταίες εβδομάδες: η κάμψη του πολιτικού Ισλάμ και η ανησυχία, ιδίως στις αναδυόμενες οικονομίες, για τον διαφαινόμενο τερματισμό της ποσοτικής διευκόλυνσης από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Tayyip Erdoğan έχει το θλιβερό προνόμιο να βρίσκεται στο επίκεντρο και των δύο. Βέβαια συνετέλεσε και ο ίδιος στην εντονότερη διαπλοκή τους, αντιμετωπίζοντας το πρόσφατο κύμα των διαδηλώσεων αμφισβήτησής του με συνωμοσιολογικά σενάρια σχετικά με το περιβόητο “λόμπι των επιτοκίων” και αντίστοιχες έρευνες για “χειραγώγηση” του Χρηματιστηρίου: δηλαδή, ό,τι ακριβώς χρειαζόταν η Τουρκία για να εξανεμίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, τη στιγμή που επείγεται για εισροές κεφαλαίων.
Εντέλει οι απορίες διαλύθηκαν: το “λόμπι των επιτοκίων” επικράτησε – αφού “επικεφαλής” του δεν βρίσκεται παρά η ίδια η Τράπεζα της Τουρκίας... Όπως είχε προαναγγείλει ο κεντρικός τραπεζίτης Erdem Başçı από την προηγούμενη εβδομάδα, η νομισματική επιτροπή της Τράπεζας της Τουρκίας αποφάσισε την Τρίτη να αυξήσει, για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, το ημερήσιο επιτόκιο χορηγήσεων κατά 75 μονάδες βάσης στο 7,25%, διευρύνοντας τον “διάδρομο” με το επιτόκιο του εβδομαδιαίου repo, που παραμένει στο 4,5%. Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η ελαφρά ενίσχυση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου (από 1,9153 στο 1,9081) και η υποχώρηση της απόδοσης του 10ετούς τουρκικού ομολόγου στο 8,49% από 8,69%.
Ωστόσο, οι παράγοντες της αγοράς, που ανέμεναν μιαν αύξηση του βασικού επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας κατά 50 έως 100 μονάδες βάσης, δεν δείχνουν εντυπωσιασμένοι. Όχι μόνο διότι θεωρούν την κίνηση αυτή αναπόφευκτη, αλλά και γιατί έρχεται καθυστερημένα. Όσο και αν ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης και “τσάρος” της οικονομίας Ali Babacan υποστηρίζει ότι η (υπό... τον συμμαθητή του, Başçı) κεντρική τράπεζα λειτουργεί με πλήρη ανεξαρτησία, οι πάντες γνωρίζουν ότι η αύξηση των επιτοκίων ήταν κάτι που η κυβέρνηση προσπάθησε όσο μπορούσε να αποτρέψει.
Πέρα από τις θρυλούμενες ισλαμικές ευαισθησίες του πρωθυπουργού Erdoğan στο ζήτημα του τόκου, το κυριότερο δίλημμα των ιθυνόντων στην Άγκυρα αφορά στην επιλογή ανάμεσα στη στήριξη του νομίσματος και την εξασφάλιση, και μάλιστα σε προεκλογική χρονιά, των ρυθμών ανάπτυξης.
Από ένα σημείο και μετά δεν υπήρχε επιλογή: τις τελευταίες εβδομάδες η κεντρική τράπεζα εξάντλησε τη δυνατότητά της να παρεμβαίνει στην αγορά συναλλάγματος, διοχετεύοντας σε αλλεπάλληλες κινήσεις σχεδόν 7 δισ. δολάρια, ήτοι περίπου 10% των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, για την στήριξη του νομίσματος. Η λίρας έχει χάσει 9% της αξίας από τον Μάιο, εν μέσω μαζικών εκροών κεφαλαίων, ύψους 2,3 δισ. δολαρίων, την ίδια περίοδο, που συμπίπτει με την αλλαγή πολιτικής της Fed, αλλά και το ξέσπασμα των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων.
Αλλά ακόμη και η νομισματική πολιτική, ενδεχομένως να μη φανεί αρκετή, όπως δείχνει το παράδειγμα της Ινδονησίας, όπου η ρουπία συνέχισε να υποχωρεί αυτό τον μήνα, παρά τη μείωση του επιτοκίου κατά 50 μονάδες βάσης.
Ο Başçı δηλώνει έτοιμος και για νέες κινήσεις νομισματικής περιστολής. Σε κάθε περίπτωση, όπως υπενθυμίζουν οι Financial Times, η Τουρκία δεν έχει, σε αντίθεση με χώρες πλεονασματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, την πολυτέλεια περισσότερο ανορθόδοξων κινήσεων, όπως λ.χ. η Ουγγαρία που προχώρησε σε μείωση των επιτοκίων.
Το χρόνιο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας διαμορφώθηκε τον Απρίλιο στα 51,3 δισ. δολάρια (6% του ΑΕΠ) και αναμένεται να έχει φθάσει τα 59 δισ. στα τέλη του έτους. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τα 163 δισ. δολάρια βραχυπρόθεσμου χρέους, που θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν τους επόμενους 12 μήνες, προκύπτει ότι οι ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης της Τουρκίας φθάνουν το ιλιγγιώδες 28% του ΑΕΠ.
Την ίδια στιγμή ο Babacan προϊδεάζει ότι θα αναθεωρηθεί προς τα κάτω ο στόχος της κυβέρνησης για ανάπτυξη της τάξης του 4% φέτος, καθώς το πρώτο τρίμηνο του 2013, πριν καν την αύξηση του επιτοκίου, η τουρκική οικονομία έτρεξε με ρυθμό μόλις 3% - και αυτό οφειλόμενο κατά 2,9% του ΑΕΠ στις δημόσιες δαπάνες.
Αντίστοιχα, δεν αναμένεται να εκπληρωθεί ο στόχος για περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 2,2%, λόγω υψηλής ανεργίας των νέων, επικείμενου περιορισμού της ανάπτυξης άρα και των φορολογικών εσόδων, μικρότερες του αναμενόμενου απολαβές από ιδιωτικοποιήσεις (ήδη τα προηγούμενα επτά χρόνια συγκεντρώθηκαν 28 δισ. δολάρια) και βέβαια αυξημένων δαπανών σε προεκλογική χρονιά...