Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
ΟΙ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ επιβεβαιώνουν
ότι η ασταθής ισορροπία ανάμεσα στη Ν.Δ. και στον ΣΥΡΙΖΑ παραμένει. Η
κρίση για την ΕΡΤ μπορεί να λειτούργησε ως καταλύτης για την αποχώρηση
της ΔΗΜΑΡ από τη συμπολίτευση και τον ανασχηματισμό, αλλά επηρέασε
οριακά τον εκλογικό συσχετισμό δυνάμεων. Οι «γαλάζιοι» διατηρούν την
πρώτη θέση, αλλά με προβάδισμα στα όρια του στατιστικού σφάλματος.Οι Σαμαράς και Βενιζέλος δηλώνουν ότι σκοπεύουν να εξαντλήσουν την
τετραετία, αλλά είναι διάχυτη η εκτίμηση ότι αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί
να πάει πιο μακριά από τις ευρωεκλογές του 2014. Δεν αποκλείεται,
μάλιστα, να μην καταφέρει να επιβιώσει μέχρι τότε.
Το κύριο πρόβλημα δεν
είναι τόσο η συρρικνωμένη κοινοβουλευτική βάση της. Πηγάζει από το
γεγονός ότι η πολιτική του μνημονίου αποδεικνύεται αδιέξοδη. Παρά τις
επανειλημμένες αντίθετες διαβεβαιώσεις, είναι κοινό μυστικό ότι, λόγω
των αποκλίσεων, η «γαλαζοπράσινη» κυβέρνηση θα υποχρεωθεί το φθινόπωρο
να λάβει νέα επώδυνα μέτρα.
Μία τέτοια εξέλιξη θα δοκιμάσει την αντοχή των βουλευτών της Ν.Δ., αλλά
πιθανόν να αποδειχθεί καταλυτική για την ενότητα του ΠΑΣΟΚ. Οι
αντιθέσεις έχουν προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Δεν είναι μόνο η
εσωκομματική αντιπολίτευση της ομάδας των παπανδρεϊκών. Πολλά στελέχη
κατηγορούν τον Βενιζέλο πως το μόνο που διαπραγματεύθηκε είναι τη δική
του θέση στο κυβερνητικό σχήμα, αφήνοντας όλα τα κρίσιμα χαρτοφυλάκια σε
«γαλάζια» χέρια. Οι «πράσινοι» συνειδητοποιούν ότι όταν η μάχη μεταξύ
της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ για την πρώτη θέση θα προκαλέσει συνθήκες
ακραίας πόλωσης, το ΠΑΣΟΚ θα απειληθεί με εκλογική σύνθλιψη. Η μετατροπή
του άλλοτε κραταιού Κινήματος σε δορυφόρο του Σαμαρά ενισχύει τη
διάχυτη εντύπωση ότι ο «πράσινος ήλιος» οδεύει προς τη δύση του. Σ’ αυτό
το κλίμα, είναι αρκετοί οι βουλευτές που δεν είναι διατεθειμένοι να
ψηφίσουν νέα μέτρα. Με άλλα λόγια, παρά τη μνημονιακή δέσμευση του
αρχηγού του, το ΠΑΣΟΚ μετατρέπεται στον αδύναμο κρίκο αυτής της
κυβέρνησης.
Εάν αυτό συνδυασθεί με την ανελαστικότητα της τρόικας, δεν αποκλείεται
το φθινόπωρο να προκύψουν εξελίξεις, οι οποίες να αποσταθεροποιήσουν την
κυβέρνηση, ακόμα και να προκαλέσουν εκλογές. Οι εκλογές, όμως, δεν
είναι λύση για την «παράταξη του μνημονίου». Ακόμα κι αν η Ν.Δ. κερδίσει
την πρώτη θέση και το πριμ των 50 εδρών, θα χρειασθεί κυβερνητικό
εταίρο. Λόγω της αναπόφευκτης εκλογικής του συρρίκνωσης, το ΠΑΣΟΚ δεν
είναι καθόλου σίγουρο ότι θα επαρκεί για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Ο πρωθυπουργός έχει εναποθέσει τις ελπίδες του στο «κούρεμα» του
ελληνικού χρέους, που βρίσκεται στα χέρια των χωρών-μελών της ευρωζώνης
και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το οποίο πιθανολογείται ότι θα
πραγματοποιηθεί μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Τίποτα,
ωστόσο, δεν είναι δεδομένο εάν κρίνουμε από τις αρνητικές δηλώσεις
Σόιμπλε. Αλλά ακόμα κι αν πραγματοποιηθεί αυτό το «κούρεμα», είναι
σίγουρο ότι θα συνδυασθεί με τη λήψη εξαιρετικά επώδυνων μέτρων στο
εσωτερικό, ίσως και με κάποιας μορφής φορολογία επί των καταθέσεων.
Το κρίσιμο είναι ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη πως η Γερμανία θα αλλάξει
γραμμή πλεύσης, χαλαρώνοντας ή -πολύ περισσότερο- εγκαταλείποντας την
πολιτική της μονοδιάστατης λιτότητας που επιβάλλει στην ευρωπαϊκή
περιφέρεια. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η αντίφαση της ευρωζώνης θα
συνεχίσει να οξύνεται και το κοινωνικό τοπίο στην Ελλάδα θα γίνεται
ολοένα και πιο εύφλεκτο.
Νέα διαχωριστική γραμμή και ασταθής ισορροπία
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ σήμερα συνεχίζει να διαμορφώνεται από την
αντιπαράθεση των δύο πολιτικοεκλογικών ρευμάτων που αναδείχθηκαν τον
Μάιο και συγκρούσθηκαν τον Ιούνιο του 2012:
Το πρώτο είναι το ρεύμα της οργής, το οποίο αποτελείται κυρίως από
ψηφοφόρους που έχουν πέσει ή είναι έτοιμοι να πέσουν στον γκρεμό. Με
άλλα λόγια, δεν έχουν πολλά να χάσουν. Στην πλειονότητά τους, ψήφισαν
τον ΣΥΡΙΖΑ σε αναζήτηση διεξόδου κι όχι επειδή ασπάσθηκαν τις
ιδεολογικοπολιτικές θέσεις του. Με άλλα λόγια, είναι κατά κανόνα
εκλογικοί πρόσφυγες.
Το δεύτερο είναι το ρεύμα του φόβου, το ρεύμα που θεωρεί το μνημόνιο
μονόδρομο, με την έννοια ότι η καταγγελία του θα οδηγούσε σε έξοδο της
Ελλάδας από την ευρωζώνη και σε μαζική εξαθλίωση. Αυτό το ρεύμα
συγκροτείται κυρίως από μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, τα
οποία πιέζονται, δυσφορούν, αλλά απέχουν από τον γκρεμό. Αυτά τα
στρώματα έχουν ακόμα να χάσουν και γι’ αυτό αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως
απειλή για τα συμφέροντά τους. Επειδή, μάλιστα, η «παράταξη του
μνημονίου» συρρικνώνεται, γι’ αυτό και συσπειρώνεται γύρω από τον
ισχυρότερο πόλο της, τη Ν.Δ., την οποία θεωρούν το μικρότερο κακό.
Οι εκλογές του 2012 χάραξαν μια νέα διαχωριστική γραμμή και παγίωσαν ένα
νέο διχαστικό κλίμα, οι πρωτογενείς ορίζουσες του οποίου είναι
πρωτίστως οικονομικο-κοινωνικές και δευτερευόντως ιδεολογικο-πολιτικές.
Στη συντριπτική πλειονότητά τους, οι Ελληνες είναι όχι μόνο
δυσαρεστημένοι από την πολιτική του μνημονίου, αλλά και τη θεωρούν
αδιέξοδη. Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει τη
διάχυτη λαϊκή οργή για να διαμορφώσει καθαρό πλειοψηφικό ρεύμα. Η
αδυναμία του αυτή προκύπτει κυρίως επειδή δεν έχει παρουσιάσει ένα
αξιόπιστο σχέδιο για την υπέρβαση της κρίσης, με αποτέλεσμα να μην
πείθει ότι αποτελεί εναλλακτική λύση. Μία μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων
θεωρεί ότι η άνοδός του στην εξουσία μπορεί να οδηγήσει σε
τυχοδιωκτισμούς και ως εκ τούτου σε χειρότερες περιπέτειες.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος (σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ν.Δ.
τροφοδοτείται από τον υπόλοιπο μνημονιακό χώρο) που η πολιτικοεκλογική
ισορροπία μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων σε γενικές γραμμές
διατηρείται μέχρι σήμερα. Για τον ίδιο λόγο ενισχύεται και η Χρυσή Αυγή,
η οποία εμφανίζει ανοδική πολιτικοεκλογική δυναμική. Η διάχυτη εντύπωση
ότι το εξαρτημένο εγχώριο πολιτικό σύστημα προδίδει την κοινωνία
ριζοσπαστικοποιεί μικρομεσαία στρώματα. Η ριζοσπαστικοποίηση ωθεί προς
τα αριστερά, αλλά ταυτοχρόνως τροφοδοτεί και την ανάπτυξη
αντιδημοκρατικών τάσεων, έστω κι αν αυτές οι τάσεις φαίνεται να έχουν
εκλογικό πλαφόν.