Της Ιωαννας Φωτιαδη
Υπάρχει διέξοδος από μια οικονομική κρίση; Ενα «success story» από την
άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τον Καναδά, προσφέρεται για γόνιμο
προβληματισμό. Ο καθηγητής δημοσιονομικής πολιτικής στο πανεπιστήμιο της
Οττάβα και πρόεδρος του Public Policy Forum του Καναδά, δρ David
Zussman, που διετέλεσε εισηγητής σημαντικών μεταρρυθμίσεων του δημόσιου
τομέα στον Καναδά τη δεκαετία του ’90, βρέθηκε στην Αθήνα ως ομιλητής
στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Υπενθυμίζεται ότι το 1995 ο Καναδάς ήρθε αντιμέτωπος με μια
σοβαρή οικονομική κρίση: το δημόσιο χρέος πλησίασε το 104%, το
δημοσιονομικό έλλειμμα έφτασε το 6% και οι κρατικές δαπάνες το 53% του
ΑΕΠ. Μετά τρία χρόνια άρχισε να «φαίνεται» φως στο τούνελ, ενώ σε επτά
χρόνια η χώρα ξεκίνησε να παρουσιάζει πλεόνασμα. Σήμερα, ο δείκτης
ανεργίας βρίσκεται στο 7%, καθιστώντας εντέλει τον Καναδά το Eλντοράντο
για τους άνεργους Ευρωπαίους.
Ποια ήταν η αρχή του κακού; «Ξοδεύαμε παραπάνω απ’ όσα άντεχε η τσέπη
μας για πάνω από δέκα χρόνια», απαντά αποστομωτικά ο καθηγητής.
Ακρογωνιαίο λίθος των μεταρρυθμίσεων αποτέλεσε η απόλυση 55.000 δημοσίων
υπαλλήλων, από τους συνολικά 260.000. «Αξιολογήσαμε ένα ένα τα
προγράμματα που υλοποιούσαν οι δημόσιοι φορείς και αποφασίσαμε ποια ήταν
αποτελεσματικά και επομένως απαραίτητα για τη χώρα και ποια όχι», λέει
στην «Κ» ο δρ Zussman. «Αυτή η διαδικασία δεν διήρκεσε πάνω από έξι
μήνες». Μεταξύ των προγραμμάτων που κόπηκαν ήταν η στήριξη της
επιχειρηματικότητας, η κοινωνική κατοικία, αλλά και οι στρατιωτικοί
εξοπλισμοί. «Οι μισθοί δεν κόπηκαν, αλλά πάγωσαν», διευκρινίζει ο ίδιος.
«Καταστήσαμε σαφές στον κόσμο ότι στόχος μας δεν ήταν να τους
αποδυναμώσουμε, απλώς δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για να
διατηρηθούν αυτές οι θέσεις». Από το πρόγραμμα λιτότητας εξαιρέθηκαν
μόνον τα επιδόματα προς τους αυτόχθονες πληθυσμούς, τους 500.000
Ινδιάνους.
Παρότι τα ανωτέρω μας ακούγονται οικεία, υπάρχει μεγάλη απόκλιση ανάμεσα
στην καναδική και την ελληνική «συνταγή». «Τα συνδικάτα εν πολλοίς
σιώπησαν, επειδή αντιλαμβάνονταν ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές αποτελούσαν
επιτακτική ανάγκη για τη χώρα». Αντίστοιχη συναίνεση εισέπραττε η
σοσιαλοδημοκρατική τότε κυβέρνηση Κρετιέν από τη δεξιά αντιπολίτευση,
«που επιθυμούσε να ληφθούν πιο “σκληρά” μέτρα». Και η κοινή γνώμη έδειξε
κατανόηση. «Ούτε οι Καναδοί εμπιστεύονται τους πολιτικούς τους,
τρέφουν, όμως, μεγάλη εμπιστοσύνη στους θεσμούς, όπως η δικαιοσύνη και η
αστυνομία».
Οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών δεν περιορίζονται μόνο στη νοοτροπία. Ο
Καναδάς διαθέτει ορυκτό πλούτο, ενώ έχει και δικό του νόμισμα. «Δεν
υποτιμώ ποτέ τον παράγοντα τύχη», ομολογεί ο καθηγητής, «η αύξηση των
εξαγωγών (αυτοκινήτων, πετρελαίου, ξυλείας) ειδικά προς τις ΗΠΑ συνέβαλε
αποφασιστικά στην ανόρθωση της οικονομίας μας». Και η χρονική συγκυρία,
όμως, ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή. «Την εποχή εκείνη ξεκίνησε η αλματώδης
ανάπτυξη της υψηλής τεχνολογίας, στην οποία η χώρα μας πρωτοστατεί: έτσι
πολλοί Καναδοί που στο μεταξύ είχαν μείνει άνεργοι απορροφήθηκαν στον
εν λόγω κλάδο». Οταν η οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται εκ νέου, ο τότε
πρωθυπουργός επέλεξε να «επενδύσει» το πλεόνασμα στην έρευνα και την
εκπαίδευση, με αποτέλεσμα σήμερα τα καναδικά πανεπιστήμια να θεωρούνται
κορυφαία παγκοσμίως.
«Το ζητούμενο στην αντιμετώπιση κρίσεων είναι η αλλαγή νοοτροπίας
πολιτών και πολιτικών», καταλήγει ο δρ Zussman, που έχει σπουδάσει
Ψυχολογία.