Για μία περιοχή που, όπως μας υπενθυμίζεται συχνά, παρήγαγε περισσότερη ιστορία από όση μπορεί να απορροφήσει, μια δεκαετία δεν είναι μία μακρά χρονική περίοδος για τα Δυτικά Βαλκάνια. Ωστόσο, στη δεκαετία που έχει περάσει από την σύνοδο ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 2003, έλαβαν χώρα σημαντικές εξελίξεις που σημάδεψαν μια κρίσιμη καμπή στην τύχη της περιοχής. Οι εξελίξεις αυτές δε θα ήταν δυνατές χωρίς τη διαδικασία, η οποία είναι γνωστή ως η ατζέντα της Θεσσαλονίκης, που υιοθετήθηκε κατά την προαναφερθείσα σύνοδο, η οποία επιβεβαίωσε την προοπτική ένταξης στην ΕΕ για τις χώρες της περιοχής. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν σαφέστατη: «το μέλλον των Βαλκανίων βρίσκεται εντός της ΕΕ».
Η ατζέντα καθόρισε λεπτομερώς την προσέγγιση της ΕΕ
στην προετοιμασία των χωρών της περιοχής για ένταξη στην ΕΕ,
επιβεβαιώνοντας τη διαδικασία σταθεροποίησης και σύνδεσης, η οποία
ξεκίνησε κατά την προηγούμενη σύνοδο κορυφής ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων στο
Ζάγκρεμπ το Νοέμβριο του 2000, ως το πλαίσιο για την «Ευρωπαϊκή πορεία
των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη μελλοντική
τους προσχώρηση».
Μετά το προβάδισμα των Σκοπίων, που ήταν η πρώτη χώρα που υπέγραψε μια συμφωνία σταθεροποίησης και σύνδεσης (SAA) το 2001, οι περισσότερες από τις άλλες χώρες ξεκίνησαν με την ίδια διαδικασία κατά τα επόμενα έτη, με το Κοσσυφοπέδιο να είναι πιθανότατα η τελευταία προσθήκη που περιμένει το πράσινο φως από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον προσεχή Ιούνιο για να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις.
Εν τω μεταξύ, η Κροατία, η οποία ήταν η δεύτερη χώρα που υπέγραψε SAA στα τέλη του 2001, πρόκειται να γίνει το 28ο μέλος της ΕΕ, ενώ οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις έχουν ήδη ξεκινήσει με το Μαυροβούνιο και αναμένεται να ξεκινήσουν σύντομα με τη Σερβία, μετά την ιστορική συμφωνία που επετεύχθη κατά τη διάρκεια του δια μεσολάβησης διαλόγου της ΕΕ μεταξύ Πρίστινας και Βελιγραδίου.
Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν μια επιπλέον απόδειξη της θετικής δυναμικής που δημιουργείται από την ατζέντα της Θεσσαλονίκης και της συνεχιζόμενης έλξης της προοπτικής ένταξης στην ΕΕ, παρά το τρέχον δυσμενές οικονομικό κλίμα στην ΕΕ.
Αυτό που είχε ίσως τη μεγαλύτερη επίδραση από την άποψη των απτών οφελών για τους πολίτες της περιοχής, καθώς επίσης και που τους έδωσε την αίσθηση ότι ανήκουν στην οικογένεια της ΕΕ ήταν η έγκριση ταξιδιών χωρίς βίζα στο χώρο της Σένγκεν. Στους πολίτες των Σκοπίων, του Μαυροβουνίου και της Σερβίας επετράπησαν τα ταξίδια χωρίς βίζα τον Δεκέμβριο του 2009, ενώ επετράπη το ίδιο στους πολίτες της Αλβανίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ένα χρόνο αργότερα.
Αυτό δεν ήταν μια αυτόματη διαδικασία. Χρειάστηκε ένα λεπτομερή οδικό χάρτη των θεσμικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με την ενίσχυση του κράτους δικαίου, την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, της διαφθοράς και της παράνομης μετανάστευσης, καθώς και την ενίσχυση του ελέγχου των συνόρων και εγγύηση της ασφάλειας των εγγράφων ταυτότητας και ταξιδιού. Η επιτυχία αυτής της άσκησης καταδεικνύει ότι οι χώρες της περιοχής αυτής έχουν τη διοικητική ικανότητα να πετύχουν εάν επικεντρωθούν στην εργασία που τους έχει ανατεθεί και τους έχουν δοθεί σαφείς και λεπτομερείς όροι που πρέπει να πληρούνται σε αντάλλαγμα για τη χορήγηση των συμφωνημένων παροχών.
Στο πολιτικό μέτωπο, η πρόσφατη συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ του Κοσσυφοπεδίου και της Σερβίας καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη δυναμική της προοπτικής ολοκλήρωσης της ΕΕ. Η συμφωνία αντιπροσωπεύει μια καθοριστική στιγμή στην κληρονομιά της Υπάτης Εκπροσώπου Ashton, καθώς κι ένα άξιο αποτέλεσμα για τις πολλές ώρες που αφιέρωσε στη μεσολάβηση μεταξύ των δύο ηγετών, οι οποίοι λίγα χρόνια πριν ήταν ορκισμένοι εχθροί.
Αποδεικνύει επίσης την αποτελεσματικότητα της «ήπιας δύναμης» της ΕΕ, εάν αυτή χρησιμοποιείται με συνεπή τρόπο. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο δε μπορεί να σημειωθεί παρόμοια πρόοδος σε άλλο σημείο των Βαλκανίων, όπως στη Βοσνία Ερζεγοβίνη η οποία απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή αλλά που η παρουσία της ΕΕ παραμένει αδύναμη και δεν είναι τόσο αποτελεσματική όσο θα μπορούσε να είναι.
Εδώ έγκειται το δίλημμα που αντιμετωπίζει η ΕΕ στην τρέχουσα στρατηγική διεύρυνσής της στα Βαλκάνια, δέκα χρόνια μετά τη Θεσσαλονίκη.
Αρχικά εξαναγκάστηκε να επικεντρωθεί κυρίως στα θέματα ασφαλείας με την επιτυχή ανάπτυξη μερικών από τα νεοσύστατα εργαλεία εξωτερικής πολιτικής της (τη στρατιωτική αποστολή της ΕΕ στα Σκόπια το 2003 και οι αστυνομικές αποστολές της ΕΕ στη Βοσνία και στην Ερζεγοβίνη κι εν συνεχεία στα Σκόπια).
Η προσοχή μετατοπίστηκε σταδιακά από τη σταθεροποίηση, στη σύνδεση, και η σημερινή έμφαση δίνεται στη δημιουργία θεσμών, στο κράτος δικαίου, καθώς και στις οικονομικές και άλλες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την ενοποίηση της ΕΕ. Η σημερινή προτεραιότητα για το δικαστικό σύστημα, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη δικαιοσύνη, την ελευθερία και την ασφάλεια τοποθετεί τα ζητήματα του κανόνα δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος, στο επίκεντρο της πολιτικής της διεύρυνσης της ΕΕ.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις σε
ορισμένες από τις χώρες της περιοχής τονίζουν την ύπαρξη θεμελιωδών
αδυναμιών, όπως την έλλειψη μιας κουλτούρας πολιτικού διαλόγου και
δημιουργίας συναίνεσης, που εξακολουθούν να υπονομεύουν τις προοπτικές
για μακροπρόθεσμη σταθερότητα και δεν μπορούν να αγνοηθούν. Αυτή είναι
σίγουρα η περίπτωση της Αλβανίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και των
Σκοπίων. Το γενικότερο κλίμα επηρεάζει επίσης η ύπαρξη άλυτων
συνταγματικών ζητημάτων στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη.
Οι διεθνοτικές εντάσεις, που επιδεινώνονται σε ορισμένες περιπτώσεις από τη βαθιά ριζωμένη εθνικιστική πολιτική των κυβερνόντων κομμάτων, καθώς και τα ζητήματα σχετικά με τα δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες (τομέας όπου, δυστυχώς, ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ δε δίνουν το καλό παράδειγμα) συνεχίζουν να επικρατούν.
Οι διμερείς διαφωνίες όπως αυτή που χωρίζει την Ελλάδα και τα Σκόπια έχουν επίσης αρνητικό αντίκτυπο στη διαδικασία διεύρυνσης, εκτρέποντας την προσοχή από τις πραγματικές ελλείψεις μεταρρύθμισης και καταναλώνοντας πάρα πολύ ενέργεια η οποία θα μπορούσε να είναι πιο χρήσιμη εάν ξοδευθεί αλλού. Πράγματι η μέχρι τώρα αποτυχία για την επίλυση των διμερών διαφορών έχει τροφοδοτήσει τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης στις πληγείσες χώρες, συχνά με την ενθάρρυνση της ανάλογης κυβέρνηση, σε αυτό που, καλώς ή κακώς, εκλαμβάνεται ως έλλειψη αμεροληψίας και διπλών μέτρων και σταθμών της ΕΕ και ορισμένων εκ των κρατών μελών της.
Αυτά είναι υπενθυμίσεις του πόσο η κληρονομιά της ταραχώδους ιστορίας των Βαλκανίων συνεχίζει να επιβαρύνει την περιοχή και του πόσο εύκολο είναι για τις θετικές τάσεις να αντιστραφούν. Αυτές δε πρέπει να υποτιμώνται από την ΕΕ.
Το θετικό επακόλουθο της μίας ημέρας μπορεί να γίνει το εφιαλτικό σενάριο της επομένης. Το 2005, τα Σκόπια θεωρήθηκαν ως ένα success story με την αντιμετώπιση των διεθνικών εντάσεων και την προώθηση θαρραλέων μεταρρυθμίσεων, μια προσπάθεια που η ΕΕ αντάμειψε με τη χορήγηση καθεστώτος υποψηφιότητας για προσχώρηση στην ΕΕ. Σήμερα είναι μια χώρα που χαρακτηρίζεται από την πολιτική αστάθειά της, την έλλειψη πολιτικού διαλόγου, τη βαθιά δυσπιστία μεταξύ των εθνοτικών κοινοτήτων και εις βάθος διαιρεμένη κοινωνία που θέτει σε κίνδυνο τις προοπτικές ένταξης στην ΕΕ, τον μοναδικό στόχο που ενώνει ολόκληρη τη χώρα.
Η απάντηση στο δίλημμα αυτό απαιτεί μια πιο αποφασιστική και συνεκτική πολιτική από την ΕΕ. Η πολιτική σταθερότητα και η ασφάλεια, καθώς και η επίλυση των μεγάλων συνταγματικών ζητημάτων θα πρέπει να παραμείνουν στο επίκεντρο της προσοχής της ΕΕ.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ θα πρέπει να συνειδητοποιήσει πως οι υπερβολικές καθυστερήσεις στην έγκριση της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ή η ομηρία της διαδικασίας εξ αιτίας διμερών καταγγελιών ορισμένων κρατών μελών, που υπονομεύουν το στοιχείο της αμεροληψίας κατά την αρχή της υπό όρους, τροφοδοτεί τις εθνικιστικές ατζέντες και κάνει τη διαδικασία μεταρρύθμισης δυσκολότερη. Επίσης μειώνει τη χρησιμότητα της ίδιας της διαδικασίας σταθεροποίησης και σύνδεσης.
Τα κράτη μέλη της ΕΕ θα είναι οι πρώτοι που θα συμφωνήσουν πως η ενοχλητική φύση της διαδικασίας ένταξης και οι αυστηρές απαιτήσεις για το άνοιγμα και το κλείσιμο κεφαλαίων δίνει στην ΕΕ μεγαλύτερη δύναμη για να κρατήσει τη διαπραγματευόμενη χώρα στο σωστό δρόμο, για να χαλιναγωγεί τις εθνικιστικές τάσεις και να διασφαλίσει τα καλύτερα αποτελέσματα από την μεταρρυθμιστική ατζέντα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει εν τω μεταξύ να διατηρήσει την αυστηρή αντικειμενικότητα στις ετήσιες εκτιμήσεις που περιέχονται στις εκθέσεις της για κάθε χώρα. Η αποτυχία στη διατήρηση της αυστηρής προσέγγισης με την προσπάθεια μείωσης των αδυναμιών της μεταρρύθμισης θα υπονομεύσει την όποια μόχλευση έχει.
Ο καλύτερος τρόπος για να σηματοδοτήσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τη δέκατη επέτειο της ατζέντας της Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο θα είναι να λάβει τολμηρές αποφάσεις που θα μπορούσαν να δώσουν νέα ώθηση στην διαδικασία της διεύρυνσης, όπως:
- Να καθορίσει ημερομηνία για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Σερβία, καθώς και για την έναρξη διαπραγμάτευσης SAA με το Κοσσυφοπέδιο. Αυτό θα ήταν μια αναγνώριση των προσπαθειών τόσο της Πρίστινα, όσο και του Βελιγραδίου για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την κατανομή εξουσίας στις κοινότητες της σερβικής πλειοψηφίας στο Κοσσυφοπέδιο, καθώς κι ενθάρρυνση για τη συνέχεια των μεταρρυθμίσεων και την περαιτέρω εξομάλυνση των σχέσεων.
- Να καθορίσει ημερομηνία για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια, με αυτόν να είναι ο μόνος τρόπος διατήρησης των φιλοδοξιών της ΕΕ να κρατήσει τη χώρα σε μία σωστή πορεία και να την εμποδίσει να βουλιάξει όλο και περαιτέρω στην αστάθεια. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Επιτρόπου Štefan Füleπροδίδουν την απογοήτευσή του με μια πολιτική ηγεσία που αγνοεί τη ζημιά που δημιουργεί στην εικόνα της χώρας της.
- Να επιτρέψει την τυπική διαδικασία ελέγχου να ξεκινήσει τόσο για τα Σκόπια, όσο και για την Αλβανία. Παρά το γεγονός ότι είναι ουσιαστικά μια πολύ τεχνική διαδικασία, η «αναλυτική εξέταση του κοινοτικού κεκτημένου» (που συνήθως καλείται «screening»), είναι παραδοσιακά το πρώτο βήμα που γίνεται με την επίσημη έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Εξετάζει με κάθε λεπτομέρεια κάθε πτυχή του επιπέδου ετοιμότητας της χώρας για την εκπλήρωση των ενταξιακών απαιτήσεων και είναι ένας εξαιρετικός τρόπος κλειδώματος μιας χώρας στη δύσκολη και απαιτητική πειθαρχία της ενταξιακής διαδικασίας.
- Να ενθαρρύνει πιο εντατική συμμετοχή των θεσμικών οργάνων της ΕΕ με τους πολιτικούς αρχηγούς και τους θεσμούς στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη που έχει στη διάθεσή της η ΕΕ, προκειμένου να επιλύσουν τα εκκρεμή συνταγματικά θέματα και να προωθήσει ένα πνεύμα συναίνεσης.
- Να ασχοληθεί πιο συστηματικά με την κοινωνία των πολιτών, εξασφαλίζοντας άμεση πρόσβαση στην κοινοτική χρηματοδότηση της ΕΕ στο πλαίσιο απλουστευμένων διαδικασιών. Η ενίσχυση του ρόλου της κοινωνίας των πολιτών πρέπει ν’ αποτελεί βασικό καθήκον της ΕΕ σε ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων. Αυτή είναι μια επένδυση για το μέλλον που εξασφαλίζει μια προφύλαξη από τις κυβερνήσεις με αυταρχικές τάσεις, καθώς κι ένα μεγαλύτερο buy-in για την κοινωνία γενικότερα στην ενταξιακή διαδικασία της ΕΕ. Η κοινωνία των πολιτών διαδραματίζει επίσης κρίσιμο ρόλο στην προώθηση της συμφιλίωσης και τη βοήθεια συμβιβασμού με το ταραχώδες παρελθόν της περιοχής.
• Να ενισχύσει την αλληλεπίδραση με οργανισμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και τον OSCE η αποδεδειγμένη εμπειρία των οποίων στην ελευθερία των ΜΜΕ και στα θέματα των μειονοτήτων, που είναι απούσα από την ΕΕ, θα φέρει μια προστιθέμενη αξία στην αποτελεσματικότητα της δράσης της ΕΕ κι έτσι θα εξασφαλίσει μια πιο συντονισμένη προσπάθεια.
Η 100η επέτειος των δραματικών γεγονότων στο Σεράγεβο το επόμενο έτος θα φέρει ατελείωτες συζητήσεις και άφθονες ψυχικές αναζητήσεις σχετικά με τη θέση της περιοχής των Βαλκανίων στην ιστορία της Ευρώπης. Η απόδοση νέας δυναμικής τώρα στην ευρωπαϊκή προοπτική για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων θα συμβάλει στη θετική διαμόρφωση αυτής τη συζήτησης. Το συμπέρασμα της Διεθνούς Επιτροπής του 2005 στα Βαλκάνια είναι τόσο έγκυρο σήμερα, όσο ήταν και τότε: «... η λογική για περαιτέρω διεύρυνση είναι επιτακτική: χωρίς τα Βαλκάνια στην ΕΕ, η διαδικασία της ενοποίησης θα παραμείνει ελλιπής».
Πηγή:www.capital.gr