Η τελευταία σημαντική εξέλιξη στη μακρά νομική διαμάχη για τις γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις σημειώθηκε πριν από έναν χρόνο, περίπου. Στις 3 Φεβρουαρίου 2012 το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης απεφάνθη υπέρ της Γερμανίας στη διαμάχη της με την Ιταλία, σε μία απόφαση που αποτελεί αρνητική εξέλιξη και για την Ελλάδα. Η χώρα μας είχε παρέμβει υπέρ των Ιταλών, ζητώντας να γίνει δεκτή η εκτέλεση αποφάσεων επί ιταλικού εδάφους, αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων, που δικαίωναν τους Διστομίτες. Ένα πρώτο ερώτημα που ανακύπτει εδώ, είναι γιατί η Ελλάδα και η εγχώρια Δικαιοσύνη δεν επεχείρησαν να κάνουν εκτελεστές τις ίδιες αποφάσεις επί ελληνικού εδάφους τα προηγούμενα χρόνια; Πώς περιμένουμε, δηλαδή, να κατασχεθεί το κτίριο του γερμανικού Προξενείου Φλωρεντίας (τυχαίο παράδειγμα) για να αποζημιωθούν Έλληνες, ενώ δεν επιχειρούμε κάτι αντίστοιχο στην περιουσία του γερμανικού Δημοσίου επί ελληνικού εδάφους;
Στις διακρατικές σχέσεις υπάρχει ένας γενικός κανόνας. Εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, οι κυβερνήσεις επιδιώκουν να τις διατηρούν σε καλό και φιλικό επίπεδο. Αυτός είναι και ο λόγος που, μέχρι αυτή την εβδομάδα, οι 171 τόμοι του Αρχείου της υπόθεσης των γερμανικών επανορθώσεων ήταν “χαμένοι” σε κάποια υπόγεια υπουργείων. Τώρα, το υπουργείο Εξωτερικών τους έστειλε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Μπορούν εκεί να τους κλειδώσουν και να τους ξεχάσουν ή να δοθεί μία πολιτική εντολή για τα επόμενα βήματα.
Δεν ξέρω πώς ακριβώς, αλλά ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Στέλιος Περράκης, που εκπροσώπησε την Ελλάδα στην τελευταία δίκη στη Χάγη, έχει μία ιδέα και την παραθέτω αυτούσια (από άρθρο του στα “Επίκαιρα” την 1η Μαρτίου 2012). Ο ίδιος γράφει ότι, αν και το Διεθνές Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν μπορούν να εκτελεστούν σε ιταλικό έδαφος οι δικαστικές αποφάσεις εις βάρος της Γερμανίας, ζήτησε από τις δύο χώρες να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις, προκειμένου να αποζημιωθούν τα θύματα.
Αυτό ακριβώς, λέει ο Σ.Περράκης, πρέπει να κάνει και η Ελλάδα: “Οφείλει να αξιώσει την κάθαρση στην τραγωδία της γερμανικής Κατοχής του 1941-1944. Το επιβάλλει η εθνική αξιοπρέπεια και οι αγώνες του λαού της να καλέσει τη Γερμανία σε διαπραγματεύσεις. Κι αν αυτή αρνηθεί να προσέλθει ή ακολουθήσει παρελκυστική πολιτική, επικαλούμενη αβάσιμα και έωλα επιχειρήματα (το διάβα του χρόνου, το κλείσιμο του θέματος, την εκπλήρωση υποχρεώσεων και λοιπά), τότε ανοίγει ο δρόμος ούτως ώστε να στραφεί στα νομικά μέσα διεκδίκησης, τα οποία ασφαλώς η Γερμανία και δεν θα επιθυμεί”.
Ο καθηγητής εννοεί, όπως εξηγεί παρακάτω, ότι η δικαστική διεκδίκηση μπορεί να συνεχιστεί τελικά, ακόμη και σε γερμανικά δικαστήρια, που έχουν δικαιώσει στο παρελθόν θύματα του πολέμου.
Εδώ στην Ελλάδα πάλι, υπάρχουν τα κόμματα και οι πολιτικοί, οι οποίοι στη μεγάλη πλειοψηφία τους αντιμετωπίζουν (και) αυτό το θέμα με τη συνταγή του λαϊκισμού και της ευκολίας, που διακρίνει συχνά τις πολιτικές και τις αποφάσεις τους. Αντί να μιλούν για όσα δεν έχουν πράξει μέχρι σήμερα, τους έρχεται ευκολότερο να πουλούν παλικαριά έναντι του Σόιμπλε. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών πάει να τα μπουρδουκλώσει. Αμόλησε μία δήλωση, με ολίγη από πολεμικές επανορθώσεις και με μία από τις συνηθισμένες “συμβουλές” του, καλώντας μας να κάνουμε τη δουλειά μας και να μη νομίζουμε ότι θα ξεγλιστρήσουμε. Αν η ελληνική κυβέρνηση θέλει να απαντήσει στα σοβαρά, είναι απλό: ας αρχίσει μία μεθοδική προετοιμασία για να θέσει το ζήτημα στη Γερμανία και διεκδικώντας με επιχειρήματα -και όχι με συνθήματα- τις αποζημιώσεις. Εν προκειμένω, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Και η φτώχεια μας περισσεύει...