Με εργαλεία όπως ο μηχανισμός χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, το δημοσιονομικό σύμφωνο και η τραπεζική ένωση, οι πολιτικοί επιχειρούν να σταθεροποιήσουν το «ευρωοικοδόμημα». Αμφιβολίες διατυπώνουν οι οικονομολόγοι. Όταν ένα κράτος αντιμετωπίζει πρόβλημα υπερχρέωσης ένας τρόπος απεγκλωβισμού είναι το εργαλείο του πληθωρισμού: Τυπώνει νέο χρήμα, το καθιστά φθηνότερο κι έτσι μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη του. Το ενδεχόμενο μίας στάσης πληρωμών είναι σπανιότατο, ακόμη κι αν οι δανειστές δεν λάβουν πίσω το σύνολο των χρημάτων τους.Τη δυνατότητα αυτή, ωστόσο, δεν την έχει μία χώρα-μέλος μίας ένωσης κρατών με κοινό νόμισμα. Σε αυτήν την περίπτωση το υπέρογκο κρατικό χρέος αυξάνει τον κίνδυνο στάσης πληρωμών, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να απαιτούν υψηλότερα επιτόκια δανεισμού ή να αρνούνται να συνάψουν νέα δάνεια. Αυτή είναι τα τελευταία χρόνια η δραματική πραγματικότητα για πολλά κράτη της ευρωζώνης.
Η συμβολή του δημοσιονομικού συμφώνουΜία πραγματικότητα που αντικατοπτρίζει το κατασκευαστικό λάθος της ευρωζώνης σύμφωνα με τον Γιούργκεν φον Χάγκεν, διευθυντή του γερμανικού Ινστιτούτου για τη Διεθνή Οικονομική Πολιτική, ο οποίος θεωρεί ανεπαρκή το μηχανισμό χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ESM. Όπως λέει, «αυτός έχει οικοδομηθεί πάνω στην υπόθεση ότι μία κρίση χρέους στην Ευρώπη μπορεί να υπάρχει πάντα μόνο σε κάθε κράτος ξεχωριστά και αν είναι δυνατόν μάλιστα μόνο σε ένα μικρό κράτος».
Σε περίπτωση που απαιτούνταν η στήριξη μεγάλων οικονομιών όπως της Ιταλίας και της Ισπανίας, τα διαθέσιμα κεφάλαια του ESM θα εξαντλούνταν ταχύτατα. Τα κεφάλαια αυτά θα μπορούσαν θεωρητικά να αυξάνονται διαρκώς σε περίπτωση ανάγκης, ωστόσο αυτό θα οδηγούσε τελικά σε όξυνση της κρίσης χρέους στην Ευρώπη.
Οι αισιόδοξοι εκτιμούν, ωστόσο, ότι το παραπάνω σενάριο δεν θα επιβεβαιωθεί, επικαλούμενοι το ισχύον από την αρχή του χρόνου δημοσιονομικό σύμφωνο. Τα 25 ευρωπαϊκά κράτη-μέλη που το συνυπέγραψαν δεσμεύονται να τηρούν τους κανόνες δανεισμού που ορίζουν τα κριτήρια του Μάαστριχτ, αλλά και να εισαγάγουν στη νομοθεσία τους το λεγόμενο χρεόφρενο. Ο φον Χάγκεν παραμένει, ωστόσο, επιφυλακτικός: «Το δημοσιονομικό σύμφωνο βασίζεται στην ιδέα ότι γίνεται πιο αυστηρή η εποπτεία της δημοσιονομικής πολιτικής στα κράτη-μέλη. Αλλά, σε τελευταία ανάλυση, το αντικείμενο της εποπτείας δεν είναι η εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά ο σχεδιασμός της».
Από την πλευρά του ο Άχιμ Βάμπαχ, διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Κολωνίας προειδοποιεί ότι είναι λάθος να απορρίπτει κανείς το δημοσιονομικό σύμφωνο με το επιχείρημα ότι κανείς δεν πρόκειται να το εφαρμόσει. Όπως εξηγεί, «δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο, αλλά πάντα γκρι. Ακόμη και τα κριτήρια του Μάαστριχτ που δεν εφαρμόστηκαν, είχαν αποτέλεσμα. Ήταν πολιτικά επώδυνο να υπερβεί κανείς το 3% στο δημοσιονομικό έλλειμμα».
Δεν αποκλείεται το σενάριο εξόδου κάποιου «ισχυρού»
Κι αν το δημοσιονομικό σύμφωνο επέφερε κάποιες βελτιώσεις, ο τραπεζικός τομέας παραμένει μία σημαντική εστία προβληματισμού στην ευρωζώνη. Η σχεδιαζόμενη τραπεζική ένωση στοχεύει στο να περιορίσει τον κίνδυνο η χρεοκοπία μεμονωμένων τραπεζών να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την ευρωζώνη. Σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις ειδικών, η τραπεζική ένωση θα είναι έτοιμη να λειτουργήσει από το 2015.
Μέχρι τότε πολλοί εναποθέτουν τις ελπίδες τους για διατήρηση της συνοχής της ευρωζώνης στις δράσεις της ΕΚΤ. Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς με ασφάλεια τις εξελίξεις. Ο πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών Κλέμενς Φουστ πάντως δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο κάποια ισχυρή χώρα όπως η Φινλανδία να εγκαταλείψει το ευρώ, αρνούμενη να συνεχίσει να ενισχύει οικονομικά της χώρες της περιφέρειας του ευρώ. Ο Κλέμενς Φουστ εκτιμά μάλιστα ότι ένα τέτοιο σενάριο δεν θα προκαλούσε σοβαρά ρήγματα. Αντιθέτως, επισημαίνει, «ένα άλλο, πιο δύσκολο σενάριο θα ήταν τα κράτη της περιφέρειας να μην κατορθώσουν να προσαρμοστούν και μετά από τρία ακόμη χρόνια ύφεσης να πουν: αποχωρούμε, επειδή δεν έχουμε καμία ελπίδα».
http://www.dw.de/
Danhong Zhang / Άρης Καλτιριμτζής
Υπεύθ. σύνταξης: Δήμητρα Κυρανούδη