Καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση
συνεχίζεται, οι οικονομίες των χωρών της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας, η μία
μετά την άλλη, βρίσκονται σε δυσκολία να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά
τους (του προϋπολογισμού και των εξωτερικών πληρωμών) ή/και να
«ανακεφαλαιοποιήσουν» το τραπεζικό τους σύστημα. Προφανώς, μεταξύ των
χωρών αυτών υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο που φτάνουν σ' αυτή τη
«δυσκολία», καθώς και στον τρόπο που επιχειρείται η «διάσωσή» τους.
Ομως υπάρχουν κοινά στοιχεία που καθιστούν ευάλωτες τις
οικονομίες, της Ισπανίας, της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας
και τελευταία της Κύπρου, τις οδηγούν στη δημιουργία οικονομικών
αδιεξόδων και τελικά τις αναγκάζουν να αναζητήσουν συνδρομή από τις
ισχυρότερες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης.
Τα βασικά κοινά χαρακτηριστικά όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας είναι ότι: α) ανήκουν στην Ευρωζώνη, έχουν δηλαδή κοινό νόμισμα με τις ισχυρές χώρες-μέλη, β) έχουν χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και γενικότερα χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικών δυνατοτήτων (λόγω της ιστορικής τους πορείας, σε σχέση με τις ισχυρές χώρες του Ευρωπαϊκού Κέντρου), γ) τα πολιτικά τους συστήματα είναι ευεπίφορα σε πελατειακού τύπου πρακτικές, δ) οι δημόσιες διοικήσεις τους δεν διακρίνονται πάντοτε για αποτελεσματικότητα και ε) ο δημόσιος τομέας τους καλύπτει συνήθως μεγάλο μέρος των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.
Ομοιότητες επίσης υπάρχουν στο γεγονός ότι οι οικονομίες των χωρών αυτών στα πρώτα χρόνια της συμμετοχής τους στην Ευρωζώνη επωφελήθηκαν σημαντικά, αυξάνοντας το συνολικό εγχώριο προϊόν τους και τα εισοδήματα των εργαζομένων τους, καθώς η υιοθέτηση του ευρώ προσέφερε τη δυνατότητα στο δημόσιο τομέα τους αλλά και στα τραπεζικά τους συστήματα να δανείζονται με χαμηλά επιτόκια από τις διεθνείς αγορές. Η δυνατότητα αυτή οδήγησε, άλλοτε στον εκτροχιασμό των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού τους, άλλοτε στην υπέρμετρη έκθεση του τραπεζικού τους συστήματος σε επισφαλείς πάσης φύσεως δανειοδοτήσεις ή και στα δύο. Ο Εθνικός Κρατικός Προϋπολογισμός έσπευσε να καλύψει τα ανοίγματα τραπεζών τους και έτσι διευρύνθηκαν ακόμη περισσότερο το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος πέρα από τα όρια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Ηδιόγκωση των οικονομιών των χωρών αυτών, μέσω της δημοσιονομικής χαλάρωσης ή/και της υπερβολικής δανειοδότησης, αύξησε τη ζήτηση κυρίως για κατανάλωση και κατοικίες, χωρίς να μπορεί το εγχώριο παραγωγικό σύστημα να ανταποκριθεί, λόγω της ιστορικής του καθυστέρησης, με αποτέλεσμα να διογκωθούν τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (εμπορικό έλλειμμα) και τα επισφαλή ανοίγματα στο τραπεζικό σύστημα.
Στη φάση αυτή της διόγκωσης των οικονομιών των χωρών της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας δεν μπορούσε να γίνει αύξηση του επιτοκίου, ώστε να περιοριστεί ο δανεισμός, ούτε υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να περιοριστεί το εμπορικό έλλειμμα. Η συμμετοχή των χωρών αυτών στην Ευρωζώνη έχει αφαιρέσει αυτή την ευχέρεια από τα εθνικά κράτη, αφήνοντάς τους μόνο τη δυνατότητα άσκησης περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής και ευελιξίας (μείωσης) των μισθών. Ομως σε καμιά σχεδόν από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας δεν υπήρξαν τέτοιες πολιτικές ούτε ήταν εύκολο να υπάρξουν μπροστά στην πίεση για αύξηση της κατανάλωσης από σχεδόν όλες τις κοινωνικές ομάδες και την αδυναμία των πολιτικών συστημάτων να αντισταθούν.
Ετσι, η διόγκωση του δημόσιου και του ιδιωτικού δανεισμού συνεχίστηκε μέχρι που οι διεθνείς αγορές, λόγω της παγκόσμιας κρίσης, σταμάτησαν να δανείζουν τα κράτη και τις τράπεζες των χωρών της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας. Οι «φούσκες» έσκασαν και χρειάζεται η συνδρομή των ισχυρών χωρών της Ευρωζώνης για τη διάσωσή τους. Η συνδρομή έρχεται καθυστερημένα και συνοδεύεται από όρους οικονομικά και κοινωνικά επώδυνους, χωρίς πραγματική ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, με τις συνέπειες που γνωρίζουμε σήμερα.