Του Κώστα Ράπτη
Η αίσθηση του timing που έχει ο Τούρκος πρωθυπουργός Tayyip Erdogan είναι, το λιγότερο, παράδοξη. Διότι τί άλλο από παράδοξο μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο ηγέτης του ΑΚΡ χρησιμοποίησε το βήμα του 5ου Φόρουμ της Συμμαχίας των Πολιτισμών, που διοργάνωσε ο ΟΗΕ την περασμένη εβδομάδα στη Βιέννη, προκειμένου να προβάλλει την ιδέα ότι η ισλαμοφοβία αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας “όπως και ο σιωνισμός, ο φασισμός και ο αντισημιτισμός”, ξεσηκώνοντας τις επικρίσεις του γ.γ. του ΟΗΕ, του Λευκού Οίκου και του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών.
Η δήλωση αυτή προηγήθηκε κατά ένα 24ωρο της πρώτης επίσκεψης στην Τουρκία του νέου υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, John Kerry, ενώ ο απόηχός της συμπίπτει με την ετήσια σύνοδο της AIPAC, της κυριότερης οργάνωσης του φιλοϊσραηλινού λόμπι στη Ουάσιγκτον. Πρόκειται για μία διοργάνωση η οποία συγκεντρώνει το σύνολο του αμερικανικού πολιτικού προσωπικού, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου: ό,τι πρέπει δηλ. για να βρει τον μέγιστο αντίκτυπο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού η εικόνα ενός “φανατικού ισλαμιστή Erdogan” και να τραυματισθεί θανάσιμα η πάγια προπαγάνδα περί της Τουρκίας ως ιστορικού συμμάχου των Εβραίων από τα οθωμανικά χρόνια.
Η δήλωση Erdogan μοιάζει να χρονολογείται από το 1975 οπότε μια πλειοψηφία σχηματισμένη από τις χώρες του αραβικού κόσμου και του τότε ανατολικού μπλοκ, υιοθέτησε στην Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το περιβόητο ψήφισμα 3379 το οποίο χαρακτήριζε τον σιωνισμό ως μία μορφή ρατσισμού. Το ψήφισμα αυτό ανακλήθηκε το 1991, μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την Διάσκεψη της Μαδρίτης και την ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο στο Μεσανατολικό.
Για τους φίλους του Ισραήλ το γεγονός ότι σε διακηρύξεις αυτού του τύπου απομονώνεται και καταγγέλλεται ενός μόνο λαού η “εθνική ιδέα” είναι αυταπόδεικτα ρατσιστικό. Με δεδομένη πάντως την επίσημη γραμμή της Άγκυρας υπέρ μιας λύσης “δύο κρατών” στην ιραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, θα ήταν παράδοξο αν ο Erdogan αρνούνταν συνολικά τον σιωνισμό ως την επιδίωξη δημιουργίας μιας “εβραϊκής εθνικής εστίας” στην ιστορική Παλαιστίνη.
Προφανώς, ο Τούρκος πρωθυπουργός με την επίμαχη αποστροφή του αναφέρεται σε κάτι περισσότερο προσδιορισμένο από την εσωτερική συζήτηση της Τουρκίας: τον σιωνισμό ως επιδίωξη δημιουργίας ενός “μεγάλου Ισραήλ” εις βάρος των γειτόνων και τη συνομωσιολογία του τύπου των “πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών”.
Δεν πρόκειται ωστόσο (μόνο) για προσωπικές εμμονές του Erdogan, αλλά για κάτι βαθύτερο: η πύρινη ρητορική κατά του Ισραήλ αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο τόσο της απήχησης του ΑΚΡ στην τουρκική πολιτική ζωή (δεδομένων των ευαισθησιών του πληθυσμού για το Παλαιστινιακό πρόβλημα) όσο και της προβολής της “μαλακής ισχύος” της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο.
Επιπλέον, το timing των δηλώσεων Erdogan αποκτά νόημα σε συσχετισμό προς την διακριτική “επίθεση φιλίας” που εξαπολύει το τελευταίο διάστημα το Ισραήλ, επιδιώκοντας, στις νέες συνθήκες της συριακής κρίσης, την “επούλωση” του τραύματος που δημιούργησε η επιδρομή στο τουρκικό πλοίο Mavi Marmara. Σύμφωνα με τα διεθνή δημοσιεύματα χρονικό ορίζοντα αυτής της αποκατάστασης των σχέσεων αποτελεί η επίσκεψη Obama στο Ισραήλ εντός του Μαρτίου. Μάλιστα, κατά τις ίδιες πηγές, η Τουρκία φέρεται διατεθειμένη να μην επιμείνει στο όρο της άρσης του αποκλεισμού της Λωρίδας της Γάζας, ενώ το Ισραήλ αναζητά νομικούς τρόπου ικανοποίησης των άλλων δύο τουρκικών όρων για το κλείσιμο της υπόθεσης (υποβολή συγγνώμης, αποζημίωσης των οικογενειών των θυμάτων του Μavi Μarmara).
Παραδόξως όμως, και διαψεύδοντας τον ίδιο τον υπουργό του των Εξωτερικών, ο Erdogan επιμένει το τελευταίο διάστημα ότι δεν υφίσταται κανάλι επικοινωνίας με το Ισραήλ.
Πολύ περισσότερο από “γκάφα”, συνεπώς, η δήλωση του Τούρκου Πρωθυπουργού αποτελεί κίνηση ακύρωσης της όποιας επαναπροσέγγισης - όπως και αρκετές άλλες αντίστοιχες δηλώσεις στο πρόσφατο παρελθόν σε αντίστοιχες καμπές της διαπραγμάτευσης.
Η αίσθηση του timing που έχει ο Τούρκος πρωθυπουργός Tayyip Erdogan είναι, το λιγότερο, παράδοξη. Διότι τί άλλο από παράδοξο μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο ηγέτης του ΑΚΡ χρησιμοποίησε το βήμα του 5ου Φόρουμ της Συμμαχίας των Πολιτισμών, που διοργάνωσε ο ΟΗΕ την περασμένη εβδομάδα στη Βιέννη, προκειμένου να προβάλλει την ιδέα ότι η ισλαμοφοβία αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας “όπως και ο σιωνισμός, ο φασισμός και ο αντισημιτισμός”, ξεσηκώνοντας τις επικρίσεις του γ.γ. του ΟΗΕ, του Λευκού Οίκου και του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών.
Η δήλωση αυτή προηγήθηκε κατά ένα 24ωρο της πρώτης επίσκεψης στην Τουρκία του νέου υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, John Kerry, ενώ ο απόηχός της συμπίπτει με την ετήσια σύνοδο της AIPAC, της κυριότερης οργάνωσης του φιλοϊσραηλινού λόμπι στη Ουάσιγκτον. Πρόκειται για μία διοργάνωση η οποία συγκεντρώνει το σύνολο του αμερικανικού πολιτικού προσωπικού, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου: ό,τι πρέπει δηλ. για να βρει τον μέγιστο αντίκτυπο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού η εικόνα ενός “φανατικού ισλαμιστή Erdogan” και να τραυματισθεί θανάσιμα η πάγια προπαγάνδα περί της Τουρκίας ως ιστορικού συμμάχου των Εβραίων από τα οθωμανικά χρόνια.
Η δήλωση Erdogan μοιάζει να χρονολογείται από το 1975 οπότε μια πλειοψηφία σχηματισμένη από τις χώρες του αραβικού κόσμου και του τότε ανατολικού μπλοκ, υιοθέτησε στην Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το περιβόητο ψήφισμα 3379 το οποίο χαρακτήριζε τον σιωνισμό ως μία μορφή ρατσισμού. Το ψήφισμα αυτό ανακλήθηκε το 1991, μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την Διάσκεψη της Μαδρίτης και την ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο στο Μεσανατολικό.
Για τους φίλους του Ισραήλ το γεγονός ότι σε διακηρύξεις αυτού του τύπου απομονώνεται και καταγγέλλεται ενός μόνο λαού η “εθνική ιδέα” είναι αυταπόδεικτα ρατσιστικό. Με δεδομένη πάντως την επίσημη γραμμή της Άγκυρας υπέρ μιας λύσης “δύο κρατών” στην ιραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, θα ήταν παράδοξο αν ο Erdogan αρνούνταν συνολικά τον σιωνισμό ως την επιδίωξη δημιουργίας μιας “εβραϊκής εθνικής εστίας” στην ιστορική Παλαιστίνη.
Προφανώς, ο Τούρκος πρωθυπουργός με την επίμαχη αποστροφή του αναφέρεται σε κάτι περισσότερο προσδιορισμένο από την εσωτερική συζήτηση της Τουρκίας: τον σιωνισμό ως επιδίωξη δημιουργίας ενός “μεγάλου Ισραήλ” εις βάρος των γειτόνων και τη συνομωσιολογία του τύπου των “πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών”.
Δεν πρόκειται ωστόσο (μόνο) για προσωπικές εμμονές του Erdogan, αλλά για κάτι βαθύτερο: η πύρινη ρητορική κατά του Ισραήλ αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο τόσο της απήχησης του ΑΚΡ στην τουρκική πολιτική ζωή (δεδομένων των ευαισθησιών του πληθυσμού για το Παλαιστινιακό πρόβλημα) όσο και της προβολής της “μαλακής ισχύος” της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο.
Επιπλέον, το timing των δηλώσεων Erdogan αποκτά νόημα σε συσχετισμό προς την διακριτική “επίθεση φιλίας” που εξαπολύει το τελευταίο διάστημα το Ισραήλ, επιδιώκοντας, στις νέες συνθήκες της συριακής κρίσης, την “επούλωση” του τραύματος που δημιούργησε η επιδρομή στο τουρκικό πλοίο Mavi Marmara. Σύμφωνα με τα διεθνή δημοσιεύματα χρονικό ορίζοντα αυτής της αποκατάστασης των σχέσεων αποτελεί η επίσκεψη Obama στο Ισραήλ εντός του Μαρτίου. Μάλιστα, κατά τις ίδιες πηγές, η Τουρκία φέρεται διατεθειμένη να μην επιμείνει στο όρο της άρσης του αποκλεισμού της Λωρίδας της Γάζας, ενώ το Ισραήλ αναζητά νομικούς τρόπου ικανοποίησης των άλλων δύο τουρκικών όρων για το κλείσιμο της υπόθεσης (υποβολή συγγνώμης, αποζημίωσης των οικογενειών των θυμάτων του Μavi Μarmara).
Παραδόξως όμως, και διαψεύδοντας τον ίδιο τον υπουργό του των Εξωτερικών, ο Erdogan επιμένει το τελευταίο διάστημα ότι δεν υφίσταται κανάλι επικοινωνίας με το Ισραήλ.
Πολύ περισσότερο από “γκάφα”, συνεπώς, η δήλωση του Τούρκου Πρωθυπουργού αποτελεί κίνηση ακύρωσης της όποιας επαναπροσέγγισης - όπως και αρκετές άλλες αντίστοιχες δηλώσεις στο πρόσφατο παρελθόν σε αντίστοιχες καμπές της διαπραγμάτευσης.