07 Μαρτίου 2013

Ελληνοτουρκικές σχέσεις: Μεταξύ ρεαλισμού και υπέρβασης


Στον απόηχο της συνάντησης κορυφής Σαμαρά-Ερντογάν, επιβεβαιώνεται η στροφή του πρώτου προς τον ρεαλισμό. Από την υιοθέτηση του Μνημονίου και την υπαναχώρηση για την ΑΟΖ στην προσέγγιση με τη γείτονα, χάριν της απαιτούμενης (δεδομένων των συνθηκών) εξομάλυνσης, ο πρωθυπουργός έχει κάνει τη δική του «υπέρβαση» για να χρησιμοποιήσω μία δική του φράση από την εποχή της Πολιτικής Άνοιξης.

Βέβαια, ο ρεαλισμός στη σωστή εκδοχή του δεν συνεπάγεται υποχωρητικότητα ή ενδοτισμό αλλά ορθή θεώρηση των μέσων/εργαλείων που ένα κράτος έχει στη διάθεση του, έγκαιρη αξιολόγηση των διεθνών και περιφερειακών τάσεων, ανάπτυξη των κατάλληλων συμμαχιών, εκμηδενισμό αγκυλώσεων και εθνικών μύθων και ασφαλώς συνεχή επαγρύπνηση δεδομένου του άναρχου χαρακτήρα των διεθνών σχέσεων και των συνεχών μεταβολών.

Στον ρεαλισμό είναι αντιληπτό ότι τίποτα δεν χαρίζεις και τίποτα δεν σου χαρίζεται. Όπως και το ότι το εθνικό συμφέρον δεν ορίζεται από συναισθηματισμούς ή εθνικούς μύθους.

Δυστυχώς, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν πολλές φορές γίνει όμηρος δογματικών αντιλήψεων, έχοντας περιοριστεί στην εκδήλωση καλών προθέσεων. Το τελευταίο διάστημα η οικονομική κατάσταση της χώρας μας και ο μεσσιανισμός της Άγκυρας έχουν εν πολλοίς καθορίσει το πλαίσιο των διμερών σχέσεων. Αν σε αυτά προσθέσουμε την πρόσφατη εύρεση ικανών (κατά τα φαινόμενα) κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο εν συναρτήσει με την αντιφατικά εξωφρενική ρητορική της Τουρκίας (όπου το παράνομο μόρφωμα της Βορείας Κύπρου έχει δική του ΑΟΖ, η οποία, όμως, δεν αναγνωρίζεται στην Κυπριακή Δημοκρατία!) η κατάσταση περιπλέκεται.

Ο Ερντογάν φάνηκε να κάνει μισό βήμα μπροστά, προτρέποντας σε αμοιβαία επωφελείς ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, έχω τις εξής απορίες: Εντός ποιού ακριβώς πλαισίου; Με ή χωρίς την Κύπρο; Πριν ή μετά τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών; Με λύση πακέτο ή διευθέτηση ανεξαρτήτως ανοιχτών ζητημάτων; Η απόσταση από τις διθυραμβικές εξαγγελίες στην πραγματικότητα ενίοτε μπορεί να αποδειχθεί χαοτική, όπως μπορεί να του εξηγήσει και ο Έλληνας ομόλογος του.

Επίσης, τι εννοείται με τον όρο συνεκμετάλλευση; Μεταξύ ποιών; Στη βάση του διεθνούς δικαίου ή μίας διμερούς διευθέτησης; Πόσο εύκολο θα είναι όταν βγουν εκ νέου στην επιφάνεια οι διαφορές να μην προσφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο; Και πόσο θα δεσμεύσει την κάθε πλευρά η όποια απόφασή του; Πόσο χρόνο μπορούν οι εταιρείες που θα εμπλακούν να περιμένουν; Μήπως, εν τέλει, η συνεκμετάλλευση είναι ένα ανούσιο πυροτέχνημα ή ακόμη χειρότερα ένας τρόπος να μετατεθούν στο χρόνο οι εξελίξεις, δημιουργώντας στην αγορά ενέργειας την απαραίτητη, για τη μη συμμετοχή επενδυτών, σύγχυση;

Υπάρχουν, ασφαλώς, πιο ευφυείς και λιγότερο επιζήμιοι τρόποι να εκμεταλλευθούμε τον πλούτο που βρίσκεται στο ελληνικό υπέδαφος με βάση το διεθνές δίκαιο. Και βέβαια με πνεύμα συνεργασίας, ενδεχομένως και συνεργειών, όπου και αν κριθεί απαραίτητο.

Για πολλούς λόγους, κρατώ μικρό καλάθι από τα αποτελέσματα της συνάντησης κορυφής, χωρίς να παραγνωρίζω τη δυναμική που μπορεί να προσδώσει στις διμερείς σχέσεις η πληθώρα συμφωνιών. Εντούτοις, οι συμφωνίες χαμηλής πολιτικής, παρότι βελτιώνουν το κλίμα και δημιουργούν δειλά τις προϋποθέσεις μίας λειτουργικότερης σχέσης, δεν αρκούν να ανατρέψουν το κλίμα και να δημιουργήσουν νέα δεδομένα και κατ’ επέκταση τις βάσεις για ομαλές και «κανονικές» σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Για πόσο, επί παραδείγματι, θα παγώσουν οι διεκδικήσεις της Άγκυρας -για να κερδίσει χρόνο και εμπιστοσύνη η διμερής σχέση- προτού ένα γεγονός μας επαναφέρει στην πεζή και δύσκολη πραγματικότητα;

Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να αποσυνδέουμε την αρνητική τροπή στην πορεία ένταξης της Τουρκίας με τα ελληνοτουρκικά γιατί ενδέχεται να βρεθούμε προ εκπλήξεως.

Συνέπεια των παραπάνω, χρειάζονται προσωπικές και συνολικές υπερβάσεις αλλά και αλλαγή νοοτροπίας/φιλοσοφίας, ειδικότερα από τη γείτονα, η οποία προτάσσει το δίκαιο της ισχύος έναντι του ισχυρού του δικαίου. Στο προβλεπτό μέλλον, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, δεν θα καταφέρουμε να ξεφύγουμε από το φαύλο κύκλο της αντιπαράθεσης, πιθανόν με κάποιες μικρές (αλλά όχι αρκετές) δόσεις διαφοροποίησης προς το καλύτερο.
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Follow on Twitter: @confilis