Του Μιχάλη Περσιάνη
Η έκθεση ασχολείται με την πολιτική για «έκτακτες μεταφορές» (extraordinary renditions) που υιοθέτησε η CIA κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Τζωρτζ Μπους. H CIA ήταν αντιμέτωπη με μια σειρά από περιορισμούς (π.χ. την δραστηριοποίησή της εντός των ΗΠΑ), ενώ την ίδια ώρα σοβαρό πρόβλημα αποτελούσαν για τις ΗΠΑ και τα δικαιώματα των συλληφθέντων κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Με σκοπό να αποφύγουν τέτοιες περιπλοκές, υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης Τζωρτζ Μπους κατέληξαν σε δύο κεντρικές επιλογές: Πρώτο, τη χρήση του στρατοπέδου X-ray στο Γκουαντάναμο, με την οποία οι ξένοι συλληφθέντες δεν θεωρούνται, ούτε αιχμάλωτοι πολέμου, ούτε και ύποπτοι εγκληματικών ενεργειών, αποκτώντας το ευφάνταστο καθεστώς του «μαχόμενου εχθρού» κάτω από το οποίο οι ΗΠΑ μπορούν να παραβιάζουν τα δικαιώματά τους.
Η δεύτερη επιλογή, στην οποία συμμετείχε και η Κύπρος, ήταν η «έκτακτη μεταφορά». Αιχμάλωτοι του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» μεταφέρονταν με πτήσεις της CIA σε χώρες όπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν βασανιστήρια και άλλες μέθοδοι που δεν επιτρέπονται εντός των ΗΠΑ. Στόχος ήταν, ουσιαστικά, η αξιοποίηση απάνθρωπων ανακριτικών μεθόδων.
Σε αυτή την πολιτική συμμετείχε και η Κύπρος, σύμφωνα με την έκθεση του Open Society Foundation, η οποία επικαλείται, τόσο την σχετική έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2007, όσο και σχετικά σημειώματα.
Συνολικά, έγιναν 57 πτήσεις στην Κύπρο μεταξύ 2002 και 2005, κατά την διάρκεια των οποίων μεταφέρθηκαν σειρά κρατουμένων. Η συμμετοχή ή όχι των εν λόγων κρατουμένων σε πράξεις τρομοκρατίας, δεν μπορεί να διακριβωθεί, αφού οι όποιες πληροφορίες έχουν εξασφαλιστεί, ήταν αποτέλεσμα βασανιστηρίων σε γειτονικές μας χώρες. Όπως διαφάνηκε πολλές φορές –ακόμα και στο Γκουαντάναμο- οι ύποπτοι είναι συχνά αθώοι, κάτι που συνήθως γίνεται παραδεκτό μόνο μετά από μακρόχρονη κράτηση και βασανιστήρια.
Εκτός από τις πτήσεις της CIA, η έκθεση αναφέρεται και σε έξι πτήσεις της Richmor Aviation, η οποία έχει συνδεθεί με επιχειρήσεις της CIA.
Η έκθεση ασχολείται με την πολιτική για «έκτακτες μεταφορές» (extraordinary renditions) που υιοθέτησε η CIA κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Τζωρτζ Μπους. H CIA ήταν αντιμέτωπη με μια σειρά από περιορισμούς (π.χ. την δραστηριοποίησή της εντός των ΗΠΑ), ενώ την ίδια ώρα σοβαρό πρόβλημα αποτελούσαν για τις ΗΠΑ και τα δικαιώματα των συλληφθέντων κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Με σκοπό να αποφύγουν τέτοιες περιπλοκές, υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης Τζωρτζ Μπους κατέληξαν σε δύο κεντρικές επιλογές: Πρώτο, τη χρήση του στρατοπέδου X-ray στο Γκουαντάναμο, με την οποία οι ξένοι συλληφθέντες δεν θεωρούνται, ούτε αιχμάλωτοι πολέμου, ούτε και ύποπτοι εγκληματικών ενεργειών, αποκτώντας το ευφάνταστο καθεστώς του «μαχόμενου εχθρού» κάτω από το οποίο οι ΗΠΑ μπορούν να παραβιάζουν τα δικαιώματά τους.
Η δεύτερη επιλογή, στην οποία συμμετείχε και η Κύπρος, ήταν η «έκτακτη μεταφορά». Αιχμάλωτοι του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» μεταφέρονταν με πτήσεις της CIA σε χώρες όπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν βασανιστήρια και άλλες μέθοδοι που δεν επιτρέπονται εντός των ΗΠΑ. Στόχος ήταν, ουσιαστικά, η αξιοποίηση απάνθρωπων ανακριτικών μεθόδων.
Σε αυτή την πολιτική συμμετείχε και η Κύπρος, σύμφωνα με την έκθεση του Open Society Foundation, η οποία επικαλείται, τόσο την σχετική έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2007, όσο και σχετικά σημειώματα.
Συνολικά, έγιναν 57 πτήσεις στην Κύπρο μεταξύ 2002 και 2005, κατά την διάρκεια των οποίων μεταφέρθηκαν σειρά κρατουμένων. Η συμμετοχή ή όχι των εν λόγων κρατουμένων σε πράξεις τρομοκρατίας, δεν μπορεί να διακριβωθεί, αφού οι όποιες πληροφορίες έχουν εξασφαλιστεί, ήταν αποτέλεσμα βασανιστηρίων σε γειτονικές μας χώρες. Όπως διαφάνηκε πολλές φορές –ακόμα και στο Γκουαντάναμο- οι ύποπτοι είναι συχνά αθώοι, κάτι που συνήθως γίνεται παραδεκτό μόνο μετά από μακρόχρονη κράτηση και βασανιστήρια.
Εκτός από τις πτήσεις της CIA, η έκθεση αναφέρεται και σε έξι πτήσεις της Richmor Aviation, η οποία έχει συνδεθεί με επιχειρήσεις της CIA.