The New York Times
Τριάντα δύο χρόνια αφότου ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν ανακήρυξε ότι
«το κράτος είναι το πρόβλημα» και 17 χρόνια μετά τη συνθηκολόγηση του
προέδρου Μπιλ Κλίντον με τη δήλωση «η εποχή του υπερμεγέθους κράτους
έληξε», ο πρόεδρος Ομπάμα κατέθεσε πρόταση εγκατάλειψης της πολιτικής
λιτότητας.Στην ομιλία του για την κατάσταση του έθνους με έμφαση στα οικονομικά
θέματα, ο πρόεδρος υπογράμμισε ότι «δεν μπορούμε να βρούμε σύντομη οδό
προς την ευμάρεια», προτείνοντας μία πιο ισορροπημένη προσέγγιση, που
περιλαμβάνει την αποδοχή πως το κράτος έχει ζωτικό ρόλο στην οικονομική
ανάπτυξη και την τόνωση της μεσαίας τάξης.
Ξεκαθαρίζοντας τους τρόπους με τους οποίους το κράτος μπορεί να επιτύχει
αποδεκτό βαθμό δημοσιονομικής σταθερότητας μέσω περικοπών στο πρόγραμμα
υγειονομικής περίθαλψης Medicare και φορολογικών αυξήσεων, ο πρόεδρος
Ομπάμα πέτυχε περισσότερα από το να καθορίσει απλώς το πεδίο μάχης με
τους Ρεπουμπλικανους αντιπάλους του. Εθεσε τις βάσεις για ευρεία
συζήτηση με στόχο την απομάκρυνση από το δόγμα της μείωσης του κράτους
και την υιοθέτηση νέων αρχών, όπως η καταπολέμηση της ανισότητας και των
επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης.
Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος αναγνώρισε σαφώς τις πολιτικές και πρακτικές
δυσκολίες της στάσης του, αντιμέτωπος με ελλείμματα που υπερβαίνουν το 1
τρισ. δολάρια.«Επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι καμία από τις αποψινές μου προτάσεις δεν
θα αυξήσει το έλλειμμα. Δεν χρειαζόμαστε μεγαλύτερο κράτος, αλλά
εξυπνότερο κράτος, που θέτει προτεραιότητες και επενδύει στη μελλοντική
ανάπτυξη», είπε ο κ. Ομπάμα.
Η ομιλία του αποσκοπούσε επίσης στο να πείσει τους ακροατές ότι δεν
σκοπεύει να υποχωρήσει στις αφόρητες ρεπουμπλικανικές πιέσεις για
περικοπές δαπανών, επιμένοντας να αποσαφηνίσει δική του εκδοχή του
οικονομικού φιλελευθερισμού του 21ου αιώνα.
Η αποφασιστικότητα του προέδρου εκδηλώνεται και στη χρήση προεδρικού
διατάγματος για την αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής.
Την ίδια στιγμή, η ψήφιση νέου μεταναστευτικού νόμου και περιορισμένης
εμβέλειας νόμου για την οπλοκατοχή θα αποτελούσε σημαντική νίκη στην
οξύτατα διχασμένη Ουάσιγκτον.
Ο Μπαράκ Ομπάμα θαύμαζε ανέκαθεν την ικανότητα του Ρέιγκαν να μετακινεί
το ιδεολογικό κέντρο βάρος του έθνους, με μόνιμο τρόπο. Παρότι ο Ομπάμα
δεν μπορεί να θεωρηθεί οπαδός της πολιτικής Ρέιγκαν, παραδέχθηκε στην
προεκλογική εκστρατεία του 2008 ότι ο πρώην πρόεδρος «άλλαξε τον ρου της
αμερικανικής ιστορίας με τρόπο που ο Νίξον και ο Κλίντον δεν μπόρεσαν».
Για να επιτύχει αυτό το επίπεδο επιρροής προτού εγκαταλείψει τον Λευκό
Οίκο, ο Ομπάμα θα χρειαστεί να περάσει φιλόδοξα και αμφιλεγόμενα
νομοσχέδια από μία αρνητική νομοθετική εξουσία, αλλά και να πείσει τους
ψηφοφόρους να εγκαταλείψουν το συντηρητικό ιδεολόγημα που αποδίδει κάθε
δεινό στο τεράστιο, σπάταλο κράτος.
Ο πρόεδρος τελειοποιεί εδώ και χρόνια τα επιχειρήματά του αυτά,
επαναλαμβάνοντας ότι η αμερικανική ευμάρεια στηρίζεται εξίσου στη
συλλογική προσπάθεια, όσο και στις ικανότητες και πρωτοβουλίες του
ατόμου. «Οι Αμερικανοί δεν περιμένουν από το κράτος να λύσει το κάθε
πρόβλημά τους. Γνωρίζουν, όμως, ότι η Αμερική προχωρεί μπροστά μόνον
όταν οι πολίτες της είναι ενωμένοι, ενώ η ευθύνη της βελτίωσης της
Ενωσης ανήκει σε όλους μας».
Αντίθετα από τον Ρέιγκαν, ο κ. Ομπάμα δεν έχει αποκτήσει ηρωική υπόσταση
μεταξύ των ιδεολόγων του κόμματός του, που συνεχίζουν να τον θεωρούν
υπερβολικά «κεντρώο» και διστακτικό. Ο πρόεδρος αντιμετωπίζει με υγιή
θαυμασμό τις αγορές και την οικονομική ανάπτυξη, θεωρώντας τες δυνάμεις
του καλού. Την ίδια στιγμή, υιοθέτησε απόψεις που προήλθαν από
συντηρητικούς διανοητές και οικονομολόγους. Προσπάθησε να επιβάλει
αυξημένους ελέγχους στα σχολεία, με στόχο την ενίσχυση της ποιότητας
διδασκαλίας, ενώ πρότεινε το ίδιο και για την ανώτατη παιδεία.