Του Αριστου Δοξιαδη*
«Αυτό που κατέστησε ισχυρή την Αγγλία είναι ότι, από την εποχή της
Ελισάβετ, όλες οι πλευρές συμφωνούσαν ότι πρέπει να υποστηρίξουν το
εμπόριο. Η ίδια Βουλή που αποκεφάλισε τον βασιλιά ασχολιόταν με τους
υπεράκτιους εμπορικούς σταθμούς σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Αχνιζε ακόμα
το αίμα του Καρόλου Α΄ όταν η Βουλή αυτή, που αποτελείτο σχεδόν μόνο
από φανατικούς, ψήφισε τον ναυτικό νόμο του 1650».Αυτά έγραφε ο
Βολταίρος έναν αιώνα αργότερα, στο «Δοκίμιο περί των ηθών και του
πνεύματος των εθνών», ζηλεύοντας τη συσπείρωση των Αγγλων γύρω από ένα
κοινό συμφέρον.
Στην Ελλάδα ζούμε έναν νέο Διχασμό. Μνημονιακοί
και αντι-μνημονιακοί, ευρωπαϊστές και εθνoλαϊκιστές ανταλλάσσουν βαριές
κατηγορίες, σε ένα πλαίσιο οργής, καχυποψίας, απογοήτευσης. Και όμως, θα
μπορούσαμε να χτίσουμε μια νέα συναίνεση, όπως έκαναν οι Αγγλοι την
εποχή του δικού τους διχασμού, για πολιτικές που θα βάλουν την οικονομία
σε αναπτυξιακή τροχιά.
Οι κοινωνίες πάντα στηρίζονται σε μια
σιωπηρή συναίνεση στη βάση, δηλαδή σε ορισμένες σταθερές που τις
αποδέχονται όλοι χωρίς συζήτηση – αλλιώς καταρρέουν. Στην Ελλάδα
καταφέραμε επί δεκαετίες να αυξάνονται τα εισοδήματα, να βρισκόμαστε
μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, να σπουδάζουμε παιδιά και να χτίζουμε σπίτια.
Δεν ήταν όλα απόρροια του υπερδανεισμού και της απάτης. Είχαμε την
έφεση για μόρφωση, την εμπορικότητα και την ευρηματικότητα, τις πολλές
μικρές περιουσίες, τη σκληρή δουλειά υπό πίεση, την αλληλεγγύη στους
κοντινούς μας, την προσωρινή μετανάστευση, τη διασπορά και τη ναυτιλία.
Μαζί βέβαια με καιροσκοπισμό, απειθαρχία, ατομισμό. Με αυτό το μείγμα
μπορούμε πάλι να πορευτούμε, αν συμφωνήσουμε σε κατάλληλες πολιτικές για
να το αξιοποιήσουμε.
Αυτό που λείπει είναι η ειλικρίνεια: να
τεθούν σοβαρά στον δημόσιο λόγο οι άτυπες παραδοχές μιας συναίνεσης.
Ποιες πολιτικές ταιριάζουν στις πραγματικές μας αξίες; Για παράδειγμα,
θέλουμε ειλικρινά ένα δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα; Αν ναι, γιατί δεν
εξοργιζόμασταν όταν η γειτόνισσά μας έπαιρνε σύνταξη από τα πενήντα της;
Ισως δεν μας ένοιαζε επειδή ο καθένας νόμιζε ότι έχει βρει λύση για τον
εαυτό του. Εναλλακτικά, μπορεί να μην καταλαβαίναμε πόσο άδικο ήταν το
σύστημα, γιατί δεν έχουμε μάθει να κάνουμε τους υπολογισμούς.
Στις
πιο επιτυχημένες οικονομίες η σιωπηρή συναίνεση είναι συνειδητή,
συζητιέται, κρίνεται, μεταφράζεται σε πολιτικά προγράμματα και σε
δημόσιες πολιτικές που συμβαδίζουν με τις αξίες της κοινωνίας. Οι
επίσημοι και οι άτυποι θεσμοί αλληλοσυμπληρώνονται, και πάνω σε αυτήν τη
θεσμική βάση χτίζεται αίσθημα κοινού συμφέροντος, παραγωγικές μονάδες
και εθνικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
Σε προβληματικές όμως
οικονομίες, όπως η δική μας, η σιωπηρή συναίνεση στη βάση δεν
μεταφράζεται σε αντίστοιχη δημόσια πολιτική. Αλλα θέλουμε και άλλα
δηλώνουμε. Νόμοι ψηφίζονται, δημόσιες πολιτικές εξαγγέλλονται, και την
ίδια στιγμή όλοι ξέρουμε ότι οι πολιτικοί δεν τις εννοούν και οι
πολιτικές δεν θα εφαρμοστούν. Τούτη η υποκρισία διαπερνά τόσο το
πολιτικό σύστημα όσο και τους ψηφοφόρους. Και καθιστά εξαιρετικά δύσκολο
να χαραχθούν πολιτικές που θα αναδείξουν τα πραγματικά ισχυρά στοιχεία
της κοινωνίας.
Παράδειγμα υποκρισίας, η στάση του κράτους και της
κοινωνίας απέναντι στις «παραγωγικές επενδύσεις». Συρρικνώνονται συνεχώς
επί τριάντα χρόνια, αλλά έχουν πάντα την τιμητική τους στον πολιτικό
λόγο. Ολοι λέμε ότι τις θέλουμε. Αν όμως πρόκειται για μεγάλες μονάδες
δεν τους δίνουμε άδεια να εγκατασταθούν πουθενά. Αν πρόκειται για
μικρές, τις φορτώνουμε με τέτοιο βάρος γραφειοκρατίας, που δεν μπορούν
ποτέ να βγάλουν κέρδη. Αν πράγματι θέλουμε επενδύσεις, αυτά πρέπει να
αλλάξουν. Αλλιώς, ας αποδεχθούμε ότι θα ζήσουμε πιο φτωχά.
Συναφές
παράδειγμα, η στάση μας απέναντι στους κανόνες. Ολοι ξέρουν ότι οι
περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα έκλειναν αν έπρεπε να
συμμορφωθούν με τους πάμπολλους αυστηρότατους κανόνες του ελληνικού
κράτους. Αντί να τους αλλάξουμε, κάνουμε τα στραβά μάτια. Δεν είναι μόνο
η μίζα που προστατεύει τους παρανομούντες. Είναι και το πλήθος τους,
είναι και ότι κατά βάθος όλοι ξέρουν πως αυτοί οι κανόνες είναι
ανεφάρμοστοι.
Το ίδιο ανεφάρμοστος θα αποδειχθεί και ο νέος
διακηρυγμένος εθνικός στόχος για αύξηση των φορολογικών εσόδων. Κατά 3
δισ. το χρόνο λέει η κυβέρνηση (1,5% του ΑΕΠ), κατά 8 δισ. λέει η
αξιωματική αντιπολίτευση (4% του ΑΕΠ). Θέτουν τον στόχο ενώ διαπιστώνουν
(με τα ίδια λόγια οι κ. Σαμαράς και Τσίπρας) ότι ο κόσμος δεν πρόκειται
να πληρώσει. Τα μη φορολογημένα εισοδήματα μέσα στην Ελλάδα είναι στην
πλειονότητα αμοιβές των αυτοαπασχολούμενων (γιατρών και υδραυλικών),
κέρδη μικροεργοδοτών (μπουτίκ, φαναρτζίδικα και ταβέρνες) και αδήλωτα
μεροκάματα. Δεν υπάρχει περίπτωση, εκλεγμένο κόμμα να εγκαθιδρύσει την
παραβίαση της ιδιωτικότητας και το αστυνομικό κράτος που θα απαιτηθεί
για να συλλάβουν όλη αυτή τη φορολογητέα ύλη, ιδίως όταν αφορά σε
εκατοντάδες χιλιάδες πρόσωπα και ιδίως μέσα στην κρίση.
Οι
στερεότυπες συνταγές, είτε των πολιτικών παρατάξεων είτε των ξένων
εμπειρογνωμόνων, αντί να αξιοποιούν τα στοιχεία της σιωπηρής συναίνεσης
στη βάση της κοινωνίας, τα αγνοούν και τα απαξιώνουν. Σήμερα όμως δεν
έχουμε την πολυτέλεια ούτε για ανεφάρμοστες φανφάρες ούτε για σπατάλες
πόρων. Ας συζητήσουμε για δημόσιες πολιτικές που ταιριάζουν με τις δικές
μας αξίες και τις δικές μας συμπεριφορές.
*Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι οικονομολόγος και στέλεχος εταιρείας venture capital.