Με το να εξαρτά, λοιπόν, η Τουρκία τη βελτίωση των διμερών σχέσεων με το Ισραήλ από την εκπλήρωση των προαναφερθέντων «όρων», είναι προφανές ότι δεν επιθυμεί αλλαγή των σχέσεων, αλλά αντιθέτως, «εξυπηρετείται» από τον ανταγωνισμό που έχει δημιουργηθεί.
Από την άνοδο του ΑΚΡ το 2002, οι αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας στοχεύουν ολοένα και περισσότερο να ικανοποιήσουν την κοινή γνώμη. Παρόλο που οι αντίπαλοι του Erdogan κατακρίνουν πολλούς από τους χειρισμούς του – κυρίως αυτούς που αφορούν στην Συρία – ο ίδιος δεν έχει δεχτεί τη «δημόσια καταδίκη» για την εκτράχυνση των σχέσεων με το Ισραήλ. Οι μοναδικοί που φαίνεται να ανησυχούν για την επιδείνωση των σχέσεων των δύο χωρών, είναι οι τουρκικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο Ισραήλ. Δεδομένου, όμως, ότι το διμερές εμπόριο έχει αυξηθεί από τότε που οι διπλωματικές σχέσεις χειροτέρευσαν, ο Erdogan δεν έχει κανένα λόγο να αναμένει και να φοβάται κάποια αντίδραση από την εγχώρια επιχειρηματική κοινότητα. Επίσης, συμπληρωματικά και υποστηρικτικά προς τον Τούρκο Πρωθυπουργό, οι συντηρητικοί Ισλαμιστές της χώρας – ο πυρήνας του ΑΚΡ – υποστηρίζουν τις πολιτικές της κυβέρνησης σχετικά με το Ισραήλ.
Η στάση της Τουρκίας μπορεί να ερμηνευτεί και μέσα από το πρίσμα των φιλοδοξιών της Άγκυρας να «επενδύσει στο στρατηγικό βάθος» στον Αραβικό κόσμο. Παρόλο που η Τουρκία παραμένει σύμμαχος των Η.Π.Α., πολλές φορές έχει τολμήσει να διαφοροποιηθεί, επιδιώκοντας αυτονόμηση στην εξωτερική πολιτική, κάτι το οποίο έχει αποφέρει πολύτιμα ανταλλάγματα κατά την τελευταία δεκαετία. Μέσα από την ενίσχυση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, η Άγκυρα έχει καταφέρει να γεμίσει το κενό που αφήνει η καταρρέουσα αμερικανική επιρροή στον αραβικό κόσμο.
Παρόλο που η αμερικανική στάση απέναντι στο παλαιστινιακό πρόβλημα κάνει τον αραβικό κόσμο να δυσανασχετεί, η Άγκυρα προωθεί μια στάση που αντιπροσωπεύει σε μεγαλύτερο βαθμό την κοινή γνώμη στην ευρύτερη περιοχή. Οι εκκλήσεις του Erdogan προς το Ισραήλ να εγκαταλείψει τη χρήση πυρηνικών όπλων, να άρει τον αποκλεισμό της Γάζας και να αναγνωρίσει ένα κυρίαρχο Παλαιστινιακό κράτος, επικροτήθηκαν και βρίσκουν μεγάλους υποστηρικτές στον αραβικό κόσμο. Εξαιτίας αυτού, ο Erdogan έχει φτάσει να είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός αρχηγός στην Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική (ΜΕΝΑ). Η Τουρκία, ως η 17η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και λόγω των ιστορικών δεσμών της με τους κατοίκους της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως φαίνεται, έχει πλέον τα εχέγγυα να επεκτείνει την επιρροή της στη ΜΕΝΑ.
Και οι κακές σχέσεις με το Ισραήλ, όπως όλα δείχνουν, λειτουργούν ενισχυτικά προς το σκοπό αυτό.
Δεδομένου του «Αραβικού Χειμώνα» που εξελίσσεται ως απόρροια της αραβικής αφύπνισης και της απομόνωσης του, το Ισραήλ σίγουρα θα προσέβλεπε σε καλύτερες σχέσεις με την Τουρκία. Η απομόνωση του Ισραήλ είναι εμφανής και επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι οι παραδοσιακοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι του ψήφισαν υπέρ της αλλαγής του καθεστώτος της Παλαιστίνης σε παρατηρητή κράτους μη μέλους, ενώ το Κίνημα των Αδεσμεύτων ομόφωνα αναγνώρισε το δικαίωμα του Ιράν στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας.
Συρία και Ιράν
Παρόλο που η Τουρκία και το Ιράν ανταγωνίζονται να επεκτείνουν την επιρροή τους και να θέσουν υπό την σκέπη τους, τους ενεργειακούς διαδρόμους στην Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, τα αμοιβαία συμφέροντα της Άγκυρας και της Τεχεράνης πιθανότατα θα αποτρέψουν τη δημιουργία εχθρικού κλίματος από οποιονδήποτε εξωτερικό παράγοντα το προσπαθήσει. Από την άλλη, το κοινό συμφέρον Τουρκίας και Ισραήλ για μείωση της ιρανικής επιρροής στην Συρία δεν φαίνεται να επαρκεί για να φέρει κοντά τις δύο χώρες. Η Τουρκία δεν επιθυμεί την απομάκρυνση του Αλ-Άσαντ και/ή την αποδυνάμωση του Ιράν σε σχέση με την Συρία, και αυτό διότι, κάτι το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποβάθμιση των επιχειρηματικών σχέσεων με το Ιράν και σε αύξηση της ισραηλινής επιρροής στην περιοχή.
Παρόλο που η σχέση της Τουρκίας με τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό καταδεικνύει τη δέσμευση της Άγκυρας για ανατροπή του καθεστώτος Μπαάθ στην Συρία, το Ισραήλ θα αντιμετώπιζε κάτι τέτοιο με ιδιαίτερο δισταγμό παρά την επιθυμία του να αποδυναμώσει τον λεγόμενο «αντιστασιακό άξονα» Ιράν-Συρία-Χεζμπολλάχ.
Καθώς η Ουάσινγκτον είναι απασχολημένη με «ανοιχτά μέτωπα» – όπως ο τερματισμός του πολέμου στο Αφγανιστάν, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και ο συριακός εμφύλιος – μια παρέμβαση για προσέγγιση των δύο χωρών δεν αποτελεί προτεραιότητα για την αμερικανική κυβέρνηση. Αναλόγως, η Τουρκία είναι πιθανότερο ότι θα εστιάσει τις δυνάμεις και το ενδιαφέρον της στην Συρία και στη διασφάλιση μακροπρόθεσμων εμπορικών συμφερόντων. Το Ισραήλ πιθανότατα θα εστιάσει στα όλο και περισσότερα διλήμματα ασφαλείας και στην αντιπαράθεση με το Ιράν και το πυρηνικό του πρόγραμμα. Επομένως, η προσέγγιση Άγκυρας και Ιερουσαλήμ δεν αποτελεί προτεραιότητα για καμία από τις δύο πλευρές.
Δίαυλοι επικοινωνίας
Παράλληλα, οι πρόσφατες αναφορές καταγράφουν ότι οι Τούρκοι ηγέτες έχουν την πρόθεση να διατηρήσουν μια στοιχειώδη επικοινωνία με το Ισραήλ και να μην κόψουν κάθε δίαυλο επικοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Pillar of Defense, τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους, ο επικεφαλής της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών συναντήθηκε με τον Ισραηλινό ομόλογό του στο Κάιρο. Είναι φανερό ότι και οι δύο χώρες αντιλαμβάνονται ότι η οριστική διακοπή της μεταξύ τους επικοινωνίας δεν συμφέρει καμιά πλευρά. Καθώς η Αραβική αφύπνιση είναι γεμάτη εκπλήξεις και το Ιράν εξακολουθεί να επιδιώκει την ολοκλήρωση του πυρηνικού του προγράμματος, η Άγκυρα και η Ιερουσαλήμ κατανοούν ότι η διατήρηση της ψυχρότητας στη μεταξύ τους σχέση, μπορεί να φέρει μόνο ζημία στις δύο χώρες. Πολλοί μιλούν για την ανάγκη εύρεσης ενός κοινού τόπου αναφοράς και επικοινωνίας και της προσπάθειας για αποκατάσταση των σχέσεων. Οι οικονομικοί δεσμοί, αλλά και ο ενεργειακός χάρτης της περιοχής άλλωστε, έχουν φέρει τις δύο χώρες σε τακτική επικοινωνία «κάτω από το τραπέζι». Ίσως τελικά, μία τέτοια κατάσταση εξυπηρετεί και τις δύο πλευρές. Και ενώ όλοι νομίζουν πως μιλάμε για δύο «ορκισμένους εχθρούς», η αλήθεια της καθημερινής πρακτικής φανερώνει ακριβώς το αντίθετο…
Ομάδα Αναλύσεων e-afipnisi