Τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που γίνεται αλλαγή σε Ελλάδα και Κύπρο σε επίπεδο διακυβέρνησης ή υπουργών που είχαν αρμοδιότητα σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, καταθέτω μέσω του Φιλελεύθερου, μια φαινομενικά ριζοσπαστική πρόταση, η υιοθεσία της οποίας θα μπορούσε με σωστή διαχείριση να απεγκλωβίσει την Κύπρο αλλά (και την Ελλάδα) από το νέο-αποικιακό καθεστώς των Συνθηκών Εγγύησης και Συμμαχίας του 1960.
Κατ’ αρχάς όλοι γνωρίζουμε, ή πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι Συνθήκες Εγγύησης και Συμμαχίας αποτέλεσαν τους διαύλους και τα νομιμοποιητικά εργαλεία μέσω των οποίων η Τουρκία και οι πάτρωνές της, οι Εγγλέζοι βασικά, ισχυρίζονται ότι όλα όσα έπραξε και πράττει η Τουρκία σήμερα, δηλαδή, η συνεχιζόμενη στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο και τα πολιτικά συνεπακόλουθά της είναι καθ’ όλα νόμιμα διότι προκύπτουν από τις παραπάνω διεθνείς συνθήκες. Ότι δηλαδή η Τουρκία δεν είναι κατοχική δύναμη αλλά μια χώρα που εξασκεί νόμιμα δικαιώματα για να διατηρεί την «ειρήνη και την ασφάλεια» στην Κύπρο.
Η θέση αυτή είναι νομικά εωλη και έχει τεκμηριωθεί ως τέτοια από τα διεθνή φόρα και τη διεθνή νομολογία. Πάνω σε αυτό μπορεί να οικοδομηθεί μια άλλη, εναλλακτική στρατηγική απεγκλωβισμού. Δεν αλλάζει ωστόσο την αντίληψη που έχει κυριαρχήσει στα δυτικά κέντρα εξουσίας και που, δυστυχώς, επιτρέπει στην Τουρκία να οικοδομεί όλο το προπαγανδιστικό της μηχανισμό. Και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει διότι οι μέχρι τώρα πρακτικές της Κύπρου και της Ελλάδας έναντι των Συνθηκών Εγγύησης και Συμμαχίας ενισχύουν δυστυχώς την τουρκική θέση και προπαγανδιστική αφήγηση.
Για να αλλάξει αυτή η κρατούσα αντίληψη χρειάζεται μια ριζοσπαστική στρατηγική απονομιμοποίησης (delegitimization) των Συνθήκων Εγγύησης και Συμμαχίας. Πρέπει δηλαδή να απονομιμοποιηθεί ο λεγόμενος «εγγυητικός ρόλος Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας έναντι της Κύπρου καθώς επίσης και αυτός της παρουσίας ξένων στρατευμάτων με οποιοδήποτε καθεστώς ή δικαιολογία.
Η μονομερής καταγγελία των Συνθηκών αυτών από την Κύπρο απεδείχθη αναποτελεσματική. Τέτοια καταγγελία έγινε το 1964 από την κυβέρνηση Μακάριου και με Υπουργό Εξωτερικών τον Σπύρο Κυπριανού με αφορμή τις τουρκικές απειλές και τους τούρκικους βομβαρδισμούς του ιδίου έτους. Η Κύπρος αναγκάσθηκε κάτω από τρομερή πίεση αλλά και αδυναμία της Ελλάδας να την υποστηρίξει, να εγκαταλείψει αυτή τη θέση. Ακόμη χειρότερα επί χούντας οι περιβόητοι χουντικοί διπλωμάτες Χρ. Ξανθόπουλος – Παλαμάς και Κ. Παναγιωτάκος, επαναβεβαίωσαν δημόσια την ισχύ της Συνθήκης Εγγύησης. Το έπραξαν αυτό στο πλαίσιο της πραξικοπηματικής πολιτικής και συνεργασίας τους με την αντίστοιχη χούντα του Νιχάτ Ερίμ στην Τουρκία (1971-1972). Στον τομέα αυτό οι χουντικοί δεν καινοτομούσαν. Απλά ανέσυραν και νεκρανάστησαν από τα συρτάρια του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών τον φάκελο των «χαμένων ευκαιριών» του διπλοενωσιτικού Σχεδίου Άτσεσον, στόχος του οποίου ήταν η πραξικοπηματική διχοτομική κατάλυση της Δημοκρατίας. Αναφέρομαι εδώ, στην επαίσχυντη χουντική περίοδο όταν η Κύπρος χαρακτηρίσθηκε από τον αρχηγό της χούντας Παπαδόπουλο ως η «πόρνη της Μεσογείου» για χατίρι της οποίας δεν έπρεπε να επηρεάζονται οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Αναφέρομαι επίσης στη συνεργασία της χούντας με τον κρυπτόμενο αρχηγό της ΕΟΚΑ Β’ Γ. Γρίβα, και για ένα ακόμα σχεδιαζόμενο πραξικόπημα στην Κύπρο υπό τις ευλογίες της αθηναϊκής χούντας και την ανοχή της τουρκικής αντίστοιχης, στις 14 Φεβρουαρίου και το οποίο απετράπη λόγω μια πολύ καλά οργανωμένης λαϊκής αντίδρασης.
Δημοκρατικές κυβερνήσεις σε Αθήνα και Λευκωσία μπορούν να επεξεργασθούν μια στρατηγική απεγκλωβισμού τους από τις διεθνείς δουλείες των ζυριχικών συμφωνιών μέσω μιας «έμμεσης στρατηγικής» απονομιμοποίησης των αναχρονιστικών και αποικιακών προνοιών τους.
Η αντίστροφη μέτρηση μια στρατηγικής απονομιμοποίησης των «δικαιωμάτων» των εγγυητριών δυνάμεων και του απεγκλωβισμού της Κύπρου από τις νεοαποικιακές δουλείες μπορεί να προκύψει με μια μονομερή δήλωση των Αθηνών. Μια τέτοια δήλωση από τον Πρωθυπουργό ή τον Υπουργό Εξωτερικών πρέπει να διακηρύττει ότι η Ελλάδα αποποιείται μονομερώς των όποιων επεμβατικών της δικαιωμάτων και ταυτόχρονα να καλεί Βρετανία και Τουρκία να πράξουν το ίδιο και να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από την Κύπρο.
Η ελληνική αυτή δήλωση ή διακήρυξη θα πρέπει να είναι προϊόν προσυνεννόησης, και απότοκο ενδελεχούς συνεργασίας μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας. Την δήλωση πρέπει ακολουθήσει και μια στρατηγική μονομερών κινήσεων που να θέτουν το νομικό πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των δυο κρατών σε μια καινούρια βάση διμερών συμφωνιών.
Η Αθήνα μπορεί να επικαλεσθεί πολλούς λόγους για τη μονομερή διακήρυξη και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να εξευρεθούν. Ο πιο απλός είναι να επικαλεσθεί ότι το Σύνταγμά της και τη συμμετοχή της στην ΕΕ δεν νομιμοποιούν τη συμμετοχή της σε εγγυητικό καθεστώς οποιασδήποτε μορφής για οποιαδήποτε χώρα, πόσω δε μάλλον μια ισότιμή της στην ΕΕ χώρα.
Τουρκία και Βρετανία θα διαμαρτυρηθούν και θα αγνοήσουν την ελληνική δήλωση. Ανεξάρτητα των όποιων κινήσεων και αντιδράσεων που θα είναι αναμενόμενες, Ελλάδα και Κύπρος θα πρέπει να κινηθούν σε διμερές επίπεδο με τη συνομολόγηση διμερών πολιτικο-στρατιωτικών συμφωνιών που θα θέτουν τις σχέσεις τους σε άλλο διεθνές νομικό πλαίσιο καθισττώντας έτσι τις συγκεκριμένες Συνθήκες Εγγύησης και Συμμαχίας ξεπερασμένες και ανενεργές. Θα πρέπει επίσης να γίνουν κινήσεις και σε συμβολικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα η αλλαγή ή κατάργηση ονόματος της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ).
Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα αλλάξει την ντε φάκτο στρατιωτική κατάσταση στην Κύπρο. Θα αλλάξει όμως ριζικά την πολιτική κατάσταση και τις πολιτικές ισορροπίες που διαμορφώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια με την στρατιωτική κατοχή και τις εκφυλισμένες ενδοκυπριακές συνομιλίες που δεν μπορούν να καταλήξουν σε τίποτα άλλο παρά στη διάλυση του κράτους, το οποίο κατά τη Συνθήκη Εγγύησης οι τρείς εγγυήτριες δυνάμεις δεσμεύονται να εγγυώνται.
Επανατονίζω. Το βασικό επιχείρημα της τουρκικής προπαγανδιστικής αφήγησης είναι ότι η Τουρκία και τα τουρκικά στρατεύματα βρίσκονται στην Κύπρο νόμιμα και εκτελούν υψίστης σημασίας λειτούργημα που είναι η διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Το επιχείρημα των Τούρκων ενισχύεται όλα αυτά τα χρόνια από την παθητική στάση της Αθήνας που συμπαρασύρει και την Κύπρο. Διότι για να αμφισβητηθεί η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή της Κύπρου και να επανέλθει το πρόβλημα ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής και όχι ως διακοινοτικό ή αλλιώς «ενδο-εθνοτικό» (ethnonationalist) όπως θέλει να πείσει η εξ εσπερίας κατευθυνόμενη νομενκλατούρα, πρέπει να κτυπηθεί και να απονομιμοποιηθεί η νομιμοποιητική της βάση. Και η βάση αυτή είναι οι επίμαχες συνθήκες.
Η όποια επίφαση νομιμότητας της Συνθήκης Εγγύησης στηρίζεται σε τρείς πυλώνες – τον βρετανικό, τον ελληνικό και τον τουρκικό. Εάν ένας αφαιρεθεί θα κτυπηθεί εκ του γεγονότος η νομιμοποιητική βάση της Συνθήκης. Και όσο ισχυρή και να είναι μια σύμβαση, κυρίως σύμβαση που αφορά σε κράτη, όταν ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη αποφασίζει ότι τα συμφέροντά του δεν εξυπηρετούνται, αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση αποδόμησης και απονομιμοποίησής της. Στην περίπτωση της Κύπρου μια τέτοια στρατηγική που μπορεί να προκύψει με μόνο μια δήλωση ή διακήρυξη από την Αθήνα, μπορεί να ανατρέψει όλο τον πολιτικό σχεδιασμό και τις μηχανορραφίες αυτών που δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με την ύπαρξη ενός αυτόνομου, αυτεξούσιου και δημοκρατικού κράτους, στην Ανατολική Μεσόγειο την Κυπριακής Δημοκρατία.
* Ο Μάριος Ευρυβιάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
http://e-afipnisi.gr