Ενενήντα χρόνια κλείνουν φέτος από
τη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, το 1923, και την υπογραφή της σύμβασης
υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και κεμαλικής Τουρκίας.
Το επιστέγασμα της πρωτοφανούς ανθρωπιστικής καταστροφής των Ελλήνων
ένα χρόνο πριν!
Στις 30 Ιανουαρίου του 1923 υπογράφτηκε μεταξύ της Ελλάδας και της κεμαλικής Τουρκίας το πρωτόκολλο της σύμβασης για υποχρεωτική ανταλλαγή ελληνικών και μουσουλμανικών πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών. Ισως και να 'χει ιδιαίτερη συμβολική σημασία το ότι το πρωτόκολλο -που ήταν το επιστέγασμα μιας πρωτοφανούς ανθρωπιστικής καταστροφής που είχε συμβεί λίγο πριν στη Μικρά Ασία- υπογράφτηκε μία μέρα μετά τη λήξη των εργασιών στο Μόναχο του πρώτου κομματικού συνεδρίου των Ναζί. Στο συνέδριο αυτό των Εθνικοσοσιαλιστών της Γερμανίας, που είχε ξεκινήσει με την παρέλαση των ταγμάτων εφόδου (S.Α.), ο Αδ. Χίτλερ είχε ζητήσει την κατάργηση της Συνθήκης των Βερσαλιών. Με μια έννοια, αυτό που ζητούσε ο Χίτλερ το είχε ήδη πετύχει στη Λωζάννη ο παλιός του σύμμαχος στον κοινό τους Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μουσταφά Κεμάλ Πασά.
Η σύμβαση της ανταλλαγής, που περιείχε 19 άρθρα, στην πραγματικότητα άρχισε να εφαρμόζεται στο τέλος του 1923. Ηδη η πλειονότητα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης είχαν υποχρεωθεί με εξαιρετικά βίαιο τρόπο από τους Τούρκους εθνικιστές να εγκαταλείψουν την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής την πατρίδα τους. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ανατολής είχαν υποστεί γενοκτονία από το 1914 και η μοίρα των επιζησάντων στη νέα εθνικιστική Τουρκία ήταν προδιαγεγραμμένη.
Ετσι, από έναν ελληνορθόδοξο πληθυσμό που τις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου αριθμούσε 2,2 εκατομμύρια άτομα υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα έφτασαν μετά την καταστροφή του '22 περί το 1,5 εκατομμύριο, για να καταμετρηθούν τελικά 1,25 εκατομμύρια πρόσφυγες το 1928.
Οι εναπομείναντες
Η διαδικασία της επίσημης ανταλλαγής αφορούσε, στην πραγματικότητα, περίπου 190.000 Ελληνες που είχαν παραμείνει στην κεμαλική Τουρκία και 355.635 μουσουλμάνους της Ελλάδας -διαφόρων εθνοτικών καταγωγών- που ήταν εγκατεστημένοι στις Νέες Χώρες (Μακεδονία, Ηπειρο, Θράκη) και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Η σύμβαση, όμως, ρύθμιζε οριστικά την τύχη των πληθυσμών που θεωρήθηκαν «ασύμβατοι» με τις κυρίαρχες ιδεολογικές και πολιτιστικές αρχές που καθόριζαν τα δύο κράτη. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης (περίπου 125.000) και των νησιών Ιμβρου και Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (νομοί Ξάνθης και Ροδόπης).
Η διοίκηση και η διαχείριση των περιουσιών περιέρχονταν στα κράτη. Στην Ελλάδα, στόχος της διαχείρισης της ανταλλάξιμης περιουσίας -δηλαδή αυτήν που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι οι οποίοι απελάθηκαν- ήταν η αποκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων. Υπολογίστηκε ότι οι ελληνικές περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν ήταν δεκαπλάσιες των αντίστοιχων μουσουλμανικών.
Οι συνομιλίες είχαν αρχίσει από το Νοέμβριο του 1922 στη Λωζάννη. Είχε προηγηθεί η συντριπτική ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία ως αποτέλεσμα εσωτερικών αντινομιών και προδοσιών, η ολοκληρωτική εγκατάλειψη από τη μοναρχική κυβέρνηση των Αθηνών των χριστιανικών πληθυσμών στο έλεος των νικητών, η συνειδητή παράδοση από τον Μουσταφά Κεμάλ των ανεπιθύμητων πληθυσμών της ιωνικής παραλίας στις εθνικιστικές συμμορίες, το ολοκαύτωμα της Σμύρνης και η μαζική έξοδος του επιζήσαντος πληθυσμού. Λίγο αργότερα, με τη Συμφωνία των Μουδανιών (Οκτώβριος 1922), οι Σύμμαχοι υποχρέωσαν την Ελλάδα -η οποία αποδέχθηκε τις αποφάσεις χωρίς την παραμικρή αντίδραση- να παραδώσει την Ανατολική Θράκη στους κεμαλικούς, μαζί με την Ιμβρο και την Τένεδο. Στις συνομιλίες για την τελική ειρήνευση και την αντικατάσταση της Συνθήκης των Σεβρών με μια νέα, αναθεωρητική, έλαβαν μέρος οι δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), η ηττημένη Ελλάδα, η νικήτρια κεμαλική Τουρκία, και από τα Βαλκάνια η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία. Επίσης συμμετείχαν το Βέλγιο, η Πορτογαλία, η Ιαπωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ως παρατηρητής, και η Σοβιετική Ενωση ειδικά για το θέμα του καθεστώτος των Στενών.
Το πρωτόκολλο της σύμβασης για την ανταλλαγή των πληθυσμών ενσωματώθηκε στην τελική συνθήκη και υπογράφτηκε από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη στις 24 Ιουνίου του 1923. Η Συνθήκη της Λωζάννης ρύθμιζε το σύνολο των θεμάτων που ήταν σε εκκρεμότητα, τόσο των ελληνοτουρκικών όσο και αυτών που σχετίζονταν με τη χρήση των Στενών και το διακανονισμό οικονομικών και δημοσιονομικών διαφορών κάποιων κρατών με την κεμαλική Τουρκία.
Η «τελευταία πράξη»
Η συνθήκη αυτή υπήρξε η τελευταία πράξη μιας διαδικασίας που είχε ξεκινήσει με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και κορυφώθηκε με την υπογραφή της ατυχούς Συνθήκης των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920. Η Συνθήκη της Λωζάννης, όπως και η Συνθήκη των Σεβρών, την οποία αντικαθιστούσε, ρύθμιζε τις μεταπολεμικές εκκρεμότητες σε σχέση με την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι δύο αυτές συνθήκες βρίσκονταν σε δύο αντιδιαμετρικά σημεία και εξέφραζαν δύο εντελώς διαφορετικές οπτικές για την πολιτική μοίρα του συγκεκριμένου χώρου. Η Συνθήκη των Σεβρών πρόσφερε τη χειραφέτηση στους υποταγμένους λαούς της πολυεθνικής μουσουλμανικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υλοποιούσε ένα μέρος των ελληνικών επιδιώξεων. Η Συνθήκη της Λωζάννης, αντιθέτως, επισφράγιζε τη νίκη του τουρκικού εθνικισμού και την οριστική πλέον εκδίωξη των χριστιανικών πληθυσμών από τον κοινό χώρο, που μετεξελισσόταν πια σε πλήρως εθνική επικράτεια των Τούρκων.
Παράλληλα, σε κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, οι Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάννης σημείωσαν τον τρόπο επίλυσης των μεγάλων εθνικών εκκρεμοτήτων που υπήρχαν στην περιοχή μας και εξέφρασαν το τέλος της μακράς και βασανιστικής διαδικασίας αντικατάστασης της πολυεθνικής αυτοκρατορίας από σύγχρονα εθνικά κράτη.
Με το άρθρο 12 αναγνωρίστηκε οριστικά από την Τουρκία η ελληνική κυριαρχία «επί των νήσων της ανατολικής Μεσογείου, Λήμνου, Σαμοθράκης, Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας». Με το άρθρο 13 η Ελλάδα υποχρεώθηκε να μην εγκαταστήσει ναυτικές βάσεις στα νησιά και να διατηρεί περιορισμένες μόνο στρατιωτικές δυνάμεις. Με το άρθρο 14 οριζόταν ειδικό καθεστώς για την Ιμβρο και την Τένεδο. Συγκεκριμένα, αναγραφόταν:
Τα νησιά Ιμβρος και Τένεδος
«Τα νησιά Ιμβρος και Τένεδος παραμένουν υπό τουρκική κυριαρχία. Θα απολαύσουν ειδικής διοικητικής οργάνωσης, η οποία θα αποτελείται από τοπικά στοιχεία. Θα παρέχει η οργάνωση αυτή κάθε εγγύηση στον αυτόχθονα μη μουσουλμανικό πληθυσμό όσον αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση και την προστασία των ατόμων και των αγαθών. Η τήρηση της τάξης θα διασφαλίζεται από αστυνομία η οποία θα προέρχεται από τον ντόπιο πληθυσμό, με φροντίδα και επιμέλεια της τοπικής διοίκησης, όπως προβλέπεται παραπάνω, στις διαταγές της οποίας θα υπακούει».