21 Φεβρουαρίου 2013

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ


 Του ΒΑΣΙΛΗ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΦΟΥΣΚΑ**
Το κυπριακό ζήτημα είναι ένα από τα πιο πολύπλοκα ζητήματα στην ιστορία των διεθνών σχέσεων και της μελέτης των διεθνών διενέξεων. Ταυτόχρονα, είναι και πάρα πολύ απλό, ειδικά σε ότι αφορά μια από τις επίμαχες λύσεις του που ουδείς συζητά: Αν οι ΗΠΑ ή/και μερικές άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγνωρίσουν τα τετελεσμένα της Τουρκικής εισβολής και κατοχής στο νησί, δηλ. αν αναγνωρίσουν το τουρκοκυπριακό κρατίδιο στο Βορρά, τότε το κυπριακό θα έχει ουσιαστικά λυθεί. Ούτε η Ελλάδα ούτε η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορέσουν να αποτρέψουν το νέο τετελεσμένο τη αναγνώρισης, όπως η Σερβία και η Ρωσία δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το τετελεσμένο της αναγνώρισης του Κοσυφοπεδίου. Ωστόσο, αυτή η «απλή λύση» είναι πολύ δύσκολο να επέλθει για μια σειρά από λόγους που δεν προτιθέμεθα να εξηγήσουμε εδώ, αν και μερικοί από αυτούς αχνοδιαγράφονται από την παρουσίαση των θέσεων και του ιστορικού που καταγράφουμε. Ο μοναδικός σκοπός των θέσεων για το κυπριακό που παρουσιάζουμε εδώ είναι, κατά βάση, το ξεδιάλυμα της πολυπλοκότητάς του με βάση την ιστορική αλήθεια, από την οποία και πρέπει να αντλεί η Αριστερά τη πολιτική της για τέτια σύνθετα ζητήματα, τόσο από θέσεις αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο και από θέσεις εξουσίας.


Θέση 1. Η ανάπτυξη αυτού που ο Κώστας Δημαράς και ο Πασχάλης Κητρομιλίδης αποκάλεσαν “Νεο-ελληνικό Διαφωτισμό” είχε βάσεις και στη Κύπρο από το 18ο αιώνα, και ειδικά στη Λεμεσό, κέντρο των Ελλήνων διαφωτιστών, δηλαδή του ελληνικού εθνικισμού par excellence, ο οποίος και αναπτυσόταν σε όλο το τόξο του Ελλαδικού χώρου που μπορούσαν να εντοπιστούν Ελληνικές κοινότητες (Βαλκάνια, Πόντος, Αλεξάνδρεια, Κων/πολη, Ήπειρος, Σμύρνη, Αντιόχεια). Κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα, ακόμα και μέχρι το μεσοπόλεμο τον 20ό αιώνα, δεν μπορεί να γίνεται σοβαρός λόγος για ύπαρξη μαζικού τουρκοκυπριακού εθνικισμού, πόσο μάλλον εφόσον οι Μουσουλμάνοι της Κύπρου ήταν αντι-Κεμαλικοί και βαθύτατα θρησκομανείς. Άρα ο Ελληνικός εθνικισμός προηγείται κατά πολύ της διαμόρφωσης της Τουρκικής εθνικής συνείδησης στο νησί και, γεγονός εξίσου σημαντικό, δεν αντιστοιχεί σε καμμιά υπό-ανάπτυξη βιομηχανική επανάσταση και προλεταριοποίηση. Ο Ελληνοκυπριακός εθνικισμός, όπως και ο Τουρκοκυπριακός αργότερα, αντιστοιχούν σε μια αγροτική και βαθειά καθυστερημένη κοινωνία, το ίδιο όπως και ο Πολωνικός εθνικισμός το 19ο αιώνα – η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε απόλυτα δίκιο στη διαμάχη της με το Λένιν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα (Ο Λένιν είχε πάντοτε μια τάση να ταυτίζει την ανάπτυξη του εθνικισμού με τη βιομηχανική επανάσταση).

Θέση 2. Ο υποτελής και εξαρτημένος χαρακτήρας του νεο-ελληνικού κράτους δεν επέτρεψε ποτέ στις ελληνικές άρχουσες τάξεις τη σύσταση, σθεναρή εκπόνηση και εφαρμογή μιας εθνικά αυτόνομης και, κατά βάση, ιμπεριαλιστικής πολιτικής προσάρτησης της Κύπρου. Τουναντίον. Ήταν οι κυπριακές ηγεσίες τον 19ο και 20ό αιώνα, με αποκορύφωμα την αντι-αποικιοκρατική πολιτική του Μακαρίου τη δεκαετία του 1950 που επέμεναν στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, το ίδιο όπως ο Βενιζέλος σφυρηλάτησε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα – ας σημειωθεί ότι στη Κρήτη, σε αντίθεση με τη Κύπρο, το Μουσουλμανικό στοιχείο πλειοψηφούσε του Ελληνικού. Δεν υπάρχει αυτοδύναμη ελληνική κρατική πολιτική που να θέλει ή να προσπαθεί να επιβάλλει τη γραμμή της ένωσης. Όπου κι όταν αυτό συμβαίνει ιστορικά, αυτό δεν είναι, όπως πλείστες ιστορικές πηγές μαρτυρούν, παρά μια πολιτική υποκίνησης από τον Αγγλικό και, μετέπειτα, Αμερικανικό παράγοντα που επιθυμούσαν τη διχοτόμηση του νησιού μεταξύ δύο ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων: της Τουρκίας και της Ελλάδας.

Θέση 3. Η μαζικοποίηση του Τουρκοκυπριακού εθνικισμού στη Κύπρου λαμβάνει χώρα τη δεκαετία του 1950 και 1960 ως συνέπεια της Αγγλικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε». Η πολιτική αυτή έλαβε χώρα σε δύο αλληλένδετα επίπεδα. Στο κοινωνικό, με τη στρατολόγηση Μουσουλμάνων ως επιβοηθητικών σωμάτων ασφαλείας στον αποικιοκρατικό αγώνα των Άγγλων εναντίον της ΕΟΚΑ, γεγονός που σφυρηλάτησε τη καθυστερημένη αγροτική συνείδηση μετατρέποντας το Μουσουλμάνο σε Τουρκοκύπριο εθνικιστή. Στο πολιτικό, μεταξύ άλλων, με τη σύγκλιση της τριμερούς συνδιάσκεψης του Λονδίνου τον Ιούνιο του 1955, όπου, κατά παράβαση της συνθήκης της Λωζάνης, η Τουρκία, με πρόσκληση της Αγγλίας, αναγνωρίζεται ως ενδιαφερόμενο μέρος στη λύση του Κυπριακού. Αυτό δείχνει, για άλλη μια φορά, την αδυναμία της Ελληνικής αστικής πολιτικής τάξης – που, ας μην ξεχνάμε, έβγαινε από τον εμφύλιο – να κρατήσει μια ανεξάρτητη, πατριωτική στάση στο μείζον εθνικό της ζήτημα. Ταυτόχρονα, το Τουρκικό Κεμαλικό κατεστημένο διαμορφώνει τη πάγια στρατηγική του θέση στο Κυπριακό: «ελάσσονα θέση της χώρας γίνεται η πολιτική της διχοτόμησης του νησιού, ενώ μείζονα πολιτική της γίνεται η προσάρτηση ή/και ο στρατηγικός έλεγχος όλης της Κύπρου» (Νιχάτ Ερίμ). Η πολιτική της Τουρκίας έχει παραμείνει αμετάλαχτη από τότε μέχρι σήμερα, προσπαθώντας πάντοτε να εκφραστεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μέσα από στα διάφορα σχέδια επίλυσης του κυπριακού ζητήματος. Από τις συμφωνίες και το Σύνταγμα του 1959-60 και τα συνομωτικά σχέδια των Μπώλ και Άτσεσον το 1964-65, μέχρι τη «δέσμη Ιδεών Γκάλη» το 1992 και το/α Σχέδιο/α Ανάν τις αρχές τις δεκαετίας του 2000, τα πράγματα είναι πεντακάθαρα: o Δυτικός ιμπεριαλισμός, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των δικών του στρατηγικών συμφερόντων στο νησί, προσπαθούσε πάντα να εξυπηρετήσει κατά μείζονα λόγο τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας, η οποία και αυτοδίκαια εθεωρείτο ως δύναμη γεω-στρατηγικά πολύ πιο σημαντική (για το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ) απ’ ότι η Ελλάδα.

Θέση 4. Οι συμφωνίες που οδήγησαν στο Κυπριακό Σύνταγμα του 1960 και οι οποίες έδιναν ουσιαστικά προνόμια συγκυβέρνησης στο Τουρκοκυπριακό εθνικισμό στο νησί έγιναν παρά τη θέληση του Μακάριου. Διαβλέποντας ότι η πολιτική της «ένωσης» εντάσσει έμμεσα τη Τουρκία μέσω της Αγγλίας στο μοίρασμα της Κύπρου, ο Μακάριος, ήδη από το 1957-58 εγκαταλείπει ουσιαστικά τη γραμμή της «ένωσης», προωθώντας τώρα αυτή της «ανεξάρτητης και αδέσμευτης Κύπρου». Είναι ο υποκινούμενος από τις μυστικές υπηρεσίες της Ελλάδας και των ΗΠΑ εθνικισμός του ακροδεξιού Γρίβα που τορπιλίζει τη γραμμή του Μακαρίου ως προδοτική, παίζοντας έτσι το χαρτί της Αγγλίας, του ΝΑΤΟ και του Τουρκικού εθνικισμού για διχοτόμηση της νήσου. Σ’ αυτό το πνεύμα προτάθηκαν και τα σχέδια Μπωλ-Άτσεσον στο Γεώργιο Παπανδρέου, πάνω στα οποία οι συζητήσεις έγιναν όχι μόνο χωρίς συμμετοχή αλλά και χωρίς καν ενημέρωση του Μακάριου. Όπως έδειξαν οι πρωτοποριακές μελέτες του Μακάριου Δρουσιώτη, οι Αγγλικές αποικοιοκρατικές δυνάμεις γνώριζαν ανά πάσα στιγμή που κρυβόταν ο Γρίβας στο νησί κατά τη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ, αλλά ουδέποτε επιχείρησαν να τον συλλάβουν. Γιαυτούς, ήταν μια χρήσιμη εφεδρεία στην υπηρεσία της πολιτικής της διχοτόμησης.

Θέση 5. Λόγω της κατάχρησης του Τουρκοκυπριακού βέτου, ο Μακάριος δεν μπορούσε να κυβερνήσει, και λόγω των παρενοχλήσεων των Τουρκοκυπρίων από Ελληνοκύπριους εθνικιστές η Τουρκία έθετε συνεχώς ζήτημα ασφάλειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων. Όπως αποδεικνύεται από τεράστιο αρχειακό υλικό, η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων βουλευτών από τη κυβέρνηση και τα βουλευτικά έδρανα που ακολούθησαν τις περίφημες 13 προτάσεις του Μακάριου για Συνταγματικές αλλαγές, καθώς και η δημιουργία ένοπλων Τουρκοκυπριακών θυλάκων που παρότρυναν όλο το Τουρκοκυπριακό πληθυσμό να μετοικίσει σ’ αυτούς, όλα αυτά υποβοηθούσαν και γίνονταν σε συντονισμό με το ΝΑΤΟϊκό σχέδιο της διχοτόμησης του νησιού. Ακόμα, γεγονός εξίσου σημαντικό, η εγκατάσταση της Ελληνικής μεραρχίας στο νησί το 1964 εξυπηρετεί το στόχο της ΝΑΤΟϊκής διχοτόμησης. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ, φλέρταραν και με την ιδέα της παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα – αυτή ήταν ουσιαστικά η πρόταση του Γ. Παπανδρέου και της Ένωσης Κέντρου – μιας πιστής ΝΑΤΟϊκής δύναμης, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκαν να δώσουν όλη τη Κύπρο στη Τουρκία, ούτε και θα επέτρεπαν τη κατάληψη όλης της Κύπρου απ’ τη Τουρκία, εφόσον η Τουρκία θα γινόταν η υπερδύναμη της περιοχής και αυτό δεν επιθυμούσαν, κατά κύριο λόγο, ούτε η Αγγλία ούτε το Ισραήλ. Η Τουρκία, ωστόσο, δεν επέτρεψε, με σειρά από κινήσεις της – όπως για παράδειγμα η επαναθέρμανση των σχέσεών της με την ΕΣΣΔ μετά το γράμμα του Αμερικανού Προέδρου Τζόνσον στον Ινονού που μπλοκάρισε την προτεινόμενη εισβολή στο νησί – την επιβολή αυτής της δυσμενούς για τα συμφέροντά της πολιτικής. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, ιστορικά, η εθνικιστική Τουρκοκυπριακή ηγεσία κάνει λόγο για απομόνωση των Τουρκοκυπρίων από τότε, από τη δημιουργία δηλαδή των περιφρουρημένων στρατιωτικά Τουρκοκυπριακών θυλάκων, ζητώντας παράλληλα κρατική αναγνώριση από τον ΟΗΕ. Ωστόσο, η απόφαση 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το 1964 δικαιώνει το Μακάριο και αναγνωρίζει μόνο τη κυβέρνησή του ως τη μόνη νόμιμη πολιτική εξουσία στο νησί. Να γιατί στο βιβλίο του, Το Κυπριακό Τρίγωνο, ο Ντενκτάς προβάλλει ως εχθρό του το Μακάριο, όχι το Γρίβα, δηλαδή τον ακροδεξιό εθνικιστή που δολοφονούσε Τουρκοκύπριους. Στην ουσία, ο Γρίβας έπαιζε το χαρτί του, δηλαδή το χαρτί της διχοτόμησης.

Θέση 6. Ίσως να εκπλήσσει, αλλά οι μέχρι τώρα θέσεις μας για το Κυπριακό είχαν εκφραστεί απαράλλαχτες, και με τον δέοντα πολιτικό λόγο της εποχής, από πολιτικούς όπως οι Ηλίας Ηλιού και Ανδρέας Παπανδρέου τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, συντασσόμενος με το Μακάριο, διαφώνησε ρητά με τη ΝΑΤΟϊκή διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, όπως πρότειναν οι Μπωλ-Άτσεσον, και ενώ ο πατέρας του ήταν πρόθυμος να συναινέσει. Ο βασικός λόγος για τον οποίο ο Γεώργιος Παπανδρέου έστειλε κρυφά την Ελληνική μεραρχία στο νησί το 1964 ήταν για να εκθρονίσει το Μακάριο, να κυρήξει ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, προσκαλώντας παράλληλα τη Τουρκία να εγκαταστήσει τις προ-συμφωνηθείσες βάσεις της στο νησί: αυτή ήταν και η ουσία του ΝΑΤΟϊκού σχεδίου Άτσεσον που τελικά εφαρμόστηκε παραμορφωμένα τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1974. Επίσης, ο Ανδρέας Παπανδρέου στο βιβλίο του, Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα, διατυπώνει την εξής θέση την οποία μετέπειτα έγκυρες ιστορικές μελέτες, όπως αυτή του Αλέξη Παπαχελά, Ο Βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, ή η πολύ πιο πρόσφατη βιογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου από τον Stan Draenos, επιβεβαιώνουν στο ακέραιο: συγκεκριμένα, ότι τόσο η αποστασία του Κων/νου Μητσοτάκη από το κόμμα της Ένωσης Κέντρου, όσο και το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών του 1967 έγιναν με σκοπό, αφενός να μην γίνει ο Ανδρέας Παπανδρέου πρωθυπουργός και, αφετέρου, για να λυθεί το κυπριακό με βάση το ΝΑΤΟϊκό σχέδιο διχοτόμησης του Άτσεσον. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το βαθειά εξαρτημένο και αντι-πατριωτικό χαρακτήρα των κυρίαρχων πολιτικών και αστικών μερίδων της Ελλάδας, με εξαίρεση την αριστερά πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου. Θα πρέπει όμως ρητά να τονιστεί, ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου πήρε τις θέσεις που πήρε για το κυπριακό τη δεκαετία του 1960 για πολιτικούς λόγους: ήθελε να γίνει πρωθυπουργός. Όταν θα το πετύχαινε αυτό, όπως εξηγούσε στην Αμερικανική Πρεσβεία το 1966 και όπως δείχνει η δουλειά του Stan Draenos, τότε θα έπραττε διαφορετικά σ' αυτό και σε μια σειρά από άλλα ζητήματα (οικονομική πολιτική κλπ). Όμως η Πρεσβεία δεν τον πίστεψε και το πραξικόπημα έγινε. Οι πραξικοπηματίες της 21 Απριλίου ήταν εγγεγραμένοι στο μισθολόγιο της ΣΙΑ. Ήταν υπέρ-εθνικιστές στα λόγια και αντι-κομμουνιστές και αντι-πατριώτες στη πράξη, ότι δηλαδή ήταν και εξακολουθούν να είναι, τηρουμένων όλων των ιστορικών αναλογιών, όλες οι κυρίαρχες τάξεις και πολιτικοί φορείς στην Ελλάδα μέχρι τις μέρες μας.

Θέση 7. Το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου τον Ιούλιο του 1974 δεν έχει να κάνει με κανένα «ελληνικό επεκτατισμό» ή «εθνικισμό» της Ελλάδας στη Κύπρο. Στην ουσία, το 1974 έρχεται να ολοκληρώσει το 1964, δηλαδή ένα ΝΑΤΟϊκό σχέδιο διχοτόμησης της Κύπρου, το οποίο, βέβαια, δεν εφαρμόστηκε ακριβώς όπως θα το ήθελαν οι εμπνευστές του – ούτε η Ελλάδα «κατέχει το μερίδιό της», αλλά ούτε και η Τουρκία «περιορίστηκε στο μερίδιό της», εφόσον με τη δεύτερη επέλασή της στο νησί τον Αύγουστο του 1974, που με ευλάβεια γιορτάζουν κάθε χρόνο στα κατεχόμενα, κατέλαβε σχεδόν το 38% της νήσου και παρά τις Αμερικανικές συστάσεις. Στην αδυναμία και αδυνατότητα της ελληνικής αστικής τάξης να αντιπροσωπεύσει τα συμφέροντα του κράτους της στη Κύπρο να προστεθεί και το παράδοξο της εποχής, συγκεκριμένα, την περίοδο 1967-1974 ο Ελληνο-Αμερικανικός ελληνισμός ανθεί, με αξιώματα όπως αυτά του Αντι-προέδρου (Spiro Agnew), με επιχειρηματίες και χρηματοδότες όπως ο Tom Pappas, και με μεγαλο-εφοπλιστές όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Κανένας από αυτούς τους φιλοπάτριδες δεν μπόρεσε να αποσοβήσει το κυπριακό δράμα, όπως και τα δεκάδες υποκαταστήματα ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια και τη Κύπρο δεν θα μπορούσαν ποτέ να ορίσουν κάποια υποτιθέμενη εθνικιστική ή επεκτατική πολιτική της Ελληνικής άρχουσας τάξης στο Μακεδονικό ή το κυπριακό.

Θέση 8. Η λύση του κυπριακού σήμερα είναι εξαιρετικά επίπλοκη, αλλά και γιαυτό ίσως με περισσότερες ευκαιρίες για δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του ζητήματος. Οι παράγοντες που επηρεάζουν και καθορίζουν το Κυπριακό σήμερα έχουν ως εξής: Α) Αγγλικά, Τουρκικά, Γαλλικά, Ισραηλινά, Ρωσικά και Αμερικανικά συμφεροντα στο νησί ουδέποτε ταυτίζοταν, αλλά σήμερα, λόγω του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, της κατάστασης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και της σχετικής παρακμής των ΗΠΑ ως υπερδύναμης, αυτά τα συμφέροντα αποκλίνουν ακόμα περισότερο. Β) Η αυξημένη παρουσία του Ρωσικού και Ισραηλινού παράγοντα στη περιοχή με αμφότερες πρωτοβουλίες της ηγεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και των αντίστοιχων κρατών, ειδικά το τελευταίο διάστημα λόγω εύρεσης κοιτασμάτων φυσικού αερίου και χάραξης ΑΟΖ. Γ) Τη μη αποδοχή από τον κυπριακό λαό των σχεδίων Ανάν, τα οποία και ήταν εξ’ ολοκλήρου στο πνεύμα των ΝΑΤΟϊκών, ψυχροπολεμικών λύσεων. Δ) Η παγιοποίηση της διχοτόμησης στο νησί και η περιθωριοποίηση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας που αριθμεί, λόγω κυρίως της παρουσίας 200.000 και πλέον Τούρκων εποίκων, καθώς και της μη εύρεσης λύσης από το 1964, σε λιγώτερο από 80.000. Ε) Η πλημελή πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1964 μέχρι σήμερα προς τη Τουρκοκυπριακή κοινότητα, η οποία, με εξαίρεση την εμπνευσμένη πολιτική του Μακαρίου, αποτυγχάνει να δημιουργήσει κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς όρους επανένωσης του νησιού. Ζ) Την οικονομική κρίση που μαστίζει τη Κύπρο και την Ελλάδα, η οποία αδυνατεί τη διαπραγματευτική ισχύ τους σε δπλωματικό επίπεδο. Η)Τέλος, στην ιστορική αδυναμία των ελληνικών, κομπραδόρικων κυρίαρχων τάξεων να προτείνουν και να προτρέψουν, σε συνεργασία με το κυπριακό και τουρκικό λαό, μια τέτια λύση στο νησί, πέρα απ’ τους δοτούς ασύμετρους εθνικισμούς που εδράζονται στις δύο κοινότητες – ασύμετροι όχι μόνο για λόγους ιστορικής καταγωγής όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, αλλά και επειδή ο Τουρκοκυπριακός εθνικισμός των γκρίζων λύκων σήμερα είναι καταφανώς πιο ακραίος από τον εθνικισμό των Γριβικών κατάλοιπων στο νησί, αλλά ίσως όχι απ' το ρατσισμό της Χρυσής Αυγής. Εδώ εναπόκειται και το μέγιστο καθήκον της Ελληνικής Αριστεράς σήμερα στο να κάνει πειστική μια αυθεντική πολιτική λύση του κυπριακού που να πηγάζει απ’ τους ίδιους του Κύπριους. Τι πρέπει να εμπεριέχει αυτή η λύση?

Θέση 9. Όλο το μεταπολιτευτικό δικομματικό κατεστημένο της Ελλάδας στο παρελθόν, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, προσπαθούσε να αποσπάσει ωφέλη στο Αιγαίο με το να κάνει απαράδεκτες παραχωρήσεις στη Τουρκία στο κυπριακό. Σε επίπεδο διμερών σχέσεων (Ελλάδας-Τουρκίας) η Κύπρος ήταν πάντα στο πακέτο των «συναλλαγών», με την Ελλάδα να είναι πολύ πιο «σκληρή» στο Αιγαίο στο θέμα των παραχωρήσεων (π.χ. υφαλοκρηπίδα, FIR), και πολύ παραχωρητική στη Κύπρο (η Ελλάδα του δικομματισμού αποδέχτηκε στην ουσία τη θέση περί πολιτικής ισότητας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στη Κύπρο, θέση που οδηγεί ουσιαστικά σε δύο ρατσιστικά κρατίδια στο νησί). Αυτό η Αριστερά, τόσο από θέσεις αντιπολίτευσης όσο και από θέσεις εξουσίας, πρέπει να το ανατρέψει. Η αποδέσμευση του κυπριακού από το πακέτο συνομιλιών και διαφορών Ελλάδος-Τουρκίας είναι όρος εκ των ων ου άνευ για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του κυπριακού εκτός πλαισίου του ΝΑΤΟ. Επίσης, γεγονός εξίσου σημαντικό, είναι οι ίδιοι οι Κύπριοι μαζί με τους λαούς της Τουρκίας και της Ελλάδας, που πρέπει να βρουν τη λύση. Αλλά ποια πρέπει να είναι αυτή η λύση; Εδώ θα περιοριστούμε στο να αχνοδιαγράψουμε τις βασικές της παραμέτρους.

Θέση 10. Η θέση της Αριστεράς για το κυπριακό πρέπει να είναι η αποδέσμευση από ΝΑΤΟϊκές λύσεις διχοτόμησης και, ακόμα, από το πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ περί «πολιτικής ισότητας», οι οποίες εμφανίστηκαν μετά τη κατάρρευση της ΕΣΣΔ και υπηρετούν ΝΑΤΟϊκούς σκοπούς. Μετά τη κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το τέλος του Αραβικού εθνικισμού, οι μετα-ψυχροπολεμικές θέσεις του ΟΗΕ έχουν υιοθετήσει παντελώς ένα ΝΑΤΟϊκό, διχοτομικό προσανατολισμό, οι οποίες ευνοούν ρητά λύσεις υπέρ της Τουρκίας και της αναγνώρισης των τετελεσμένων του 1974. Γιαυτό και χρησιμοποιούνται σωρηδόν λογικές περί «απομόνωσης των τουρκοκυπρίων» – κάτι που, όπως είδαμε, δεν είναι καθόλου καινούργιες, καθώς αυτοί που επιθυμούσαν τη διχοτόμηση τις υποστήριζαν από το 1963 (ας διαβαστεί προσεκτικά το βιβλίο ντο Ντενκτάς εδώ). Μερικοί μάλιστα στην Αριστερά προσφεύγουν στη θέση του Λένιν περί «αυτοδιάθεσης των εθνών», ξεχνώντας ότι ο Λένιν, βαθύτατα πολιτικός και στρατηγικός νους, πρόβαλε αυτό το επιχείρημα - το οποίο και σωστά επέκρινε η Λούξεμπουργκ – για να εκμεταλλευτεί τον εθνικό πλουραλισμό των Δυτικών ιμπεριαλιστικών κρατών και αυτοκρατοριών της εποχής του με σκοπό το διαμελισμό τους. Μ’ αυτή την έννοια, η Ελληνική Ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να χαράξει μια νέα πολιτική για το κυπριακό που να αντλεί από τους ακόλουθους άξονες: α) άμεση αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από τη Κύπρο και παραχώρηση των Βρεττανικών βάσεων στη Νέα Κυπριακή Δημοκρατία, όπως ορίζουν οι Συμφωνίες 1959-60 και τα παραρτήματα/προσθήκες τους που επιτεύχθηκαν έκτοτε β) αυτοδιάλυση και των δύο κρατικών οντοτήτων στη προοπτική μιας επανίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας επί της βάση της αρχής “one citizen one vote γ) άμεση επικοινωνία και συντονισμός με το Τουρκικό και Τουρκοκυπριακό λαό και τις ριζοσπαστικές του οργανώσεις προκειμένου να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα της δεξιάς πολιτικής των κρατικών «ρεαλισμών» και εθνικισμών. Ως εκ τούτου, απαιτείται μια νέα Συντακτική συνέλευση που να εκκινεί από τους Κύπριους, η οποία δηλαδή να αντλεί από τον Κύπριο και τη Κύπρια όχι ως υποκείμενα μιας εθνικής κοινότητας, αλλά ως υποκείμενα του σοσιαλιστικού κόσμου της εργασίας και του κοινού κυπριακού και Μεσογειακού πολιτισμού ανά τους αιώνες. Η έννοια της «διζωνικής» δεν έχει θέση στο πολιτικο-ιεδολογικό οπλοστάσιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Κύπρου, καθώς επιτείνει τη διχοτόμηση, εκτρέφει ρατσισμό και λειτουργεί ευνοϊκά για τα ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στη περιοχή. Επίσης, η Κύπρος η Αριστερά θα πρέπει να απεγκλωβιστεί και απ' τη λογική μιας δι-κοινοτικής λύσης. Η επίτευξη αυτών των στόχων, επαναλαμβάνω, θα πρέπει να τεθεί σε ένα πολιτικό πλαίσιο εκτός ΝΑΤΟ και, ακόμα, εκτός μετα-Ψυχροπολεμικών αποφάσεων και σχεδίων ΟΗΕ, όπου γίνονται αναφορές για πολιτική ισότητα δύο κοινοτήτων στη βάση γεωγραφικού διαχωρισμού, ειδάλλως ουδεμία ευνοϊκή και μόνιμη λύση πρόκειται να επιτευχθεί – μια τέτοια λύση έχει αχνοδιαγραφεί στι μελέτες μου για το κυπριακό, δες για παράδειγμα, Ο Καρλ Μαρξ στη Λευκωσία, Θεμέλιο, 2010)

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Richmond του Λονδίνου, ιδρυτής και αρχισυντάκτης της επιστημονικής επιθεώρησης, Journal of Balkan and Near Eastern Studies (Routledge, quarterly) και συγγραφέας, με Κώστα Δημουλά του βιβλίου Ελλάδα, Παγκοσμιοποίηση και ΕΕ. Η Πολιτική Οικονομία του Χρέους και της Κοινωνικής Καταστροφής (κυκλοφορεί από Palgrave-Macmillan το Σεπτέμβριο)
Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013