28 Μαρτίου 2016

Η νέα διακυβέρνηση των κατεχομένων


print.php-2-655x360
Οι οικονομικοί σχεδιασμοί της Τουρκίας, τα πρωτόκολλα και το «σκιώδες υπουργικό συμβούλιο»
Ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ δήλωσε πρόσφατα ότι: «Δεν είμαστε ευχαριστημένοι από το σημερινό σχήμα της αντιπροσωπείας βοήθειας. Θα έπρεπε να έχει τα καθήκοντα μιας επιτροπής παρακολούθησης».
Ο πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος (ΡΤΚ) αναφερόταν στην αντιπροσωπεία βοήθειας που λειτουργεί στα πλαίσια της Πρεσβείας της Τουρκίας στα κατεχόμενα και που αναλαμβάνει μεταξύ άλλων τον έλεγχο της πορείας υλοποίησης των οικονομικών προγραμμάτων και της διάθεσης των κονδυλίων από την Άγκυρα. Ο Ταλάτ στη συνέχεια ήταν ακόμα πιο αποκαλυπτικός υπενθυμίζοντας ότι παλαιότερα ο τρόπος λειτουργίας της εν λόγω αντιπροσωπείας ήταν διαφορετικός και ότι εξαιτίας των αδυναμιών της τουρκοκυπριακής γραφειοκρατίας, σήμερα είναι ιδιαίτερα ενισχυμένος. Οι διαπιστώσεις του πρώην Τουρκοκύπριου ηγέτη είναι ορθές μέχρι ενός σημείου.

Όντως ο ρόλος της αντιπροσωπείας βοήθειας στο παρελθόν ήταν διαφορετικός. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι αδυναμίες της τουρκοκυπριακής δομής δημιουργούν περαιτέρω πεδία άμεσης παρεμβατικότητας και καθοδήγησης της οικονομίας των κατεχομένων από την τουρκική γραφειοκρατία. Όμως το βασικό στοιχείο που παραβλέπεται από τον Ταλάτ σε σχέση με τη λειτουργία της αντιπροσωπείας βοήθειας είναι οι βαθιές κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών στην ίδια την Τουρκία, οι οποίες με τη σειρά τους επηρέασαν καθοριστικά τον τρόπο που αντιμετωπίζει πλέον η Άγκυρα την Κύπρο και ιδιαίτερα την ίδια την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Με αφορμή λοιπόν τις σημερινές συζητήσεις για το νέο τρίχρονο οικονομικό πρωτόκολλο της περιόδου 2016-2018, θα ήταν σημαντικό να παρακολουθήσει κάποιος το ρόλο της τουρκικής γραφειοκρατίας στην οικονομική ανάπτυξη των κατεχομένων, τα νέα στοιχεία που προκύπτουν, καθώς και τις γενικές οικονομικές κατευθύνσεις που αναμένεται να επηρεάσουν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα την Τουρκοκυπριακή κοινότητα εάν δεν επιτευχθεί οριστική επίλυση του Κυπριακού.


Η πρώτη μεταπολεμική περίοδος του σχεδιασμού
Η αντιπροσωπεία βοήθειας δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση της Τουρκίας το 1975 με αρχικό στόχο να επιβλέπει και να συντονίζει τα έργα υποδομής που γίνονταν στην Κύπρο με χρηματοδότηση του τουρκικού κράτους. Η συγκεκριμένη δομή λειτουργούσε ως προέκταση της Επιτροπής Συντονισμού Κύπρου, η οποία βρισκόταν στην Άγκυρα με επικεφαλής τον Πρέσβη Ziya Müezinoğlu και είχε το καθήκον του συντονισμού της οικονομικής και τεχνικής βοήθειας της Τουρκίας για την επιτάχυνση της διαδικασίας χωριστής κρατικής οικοδόμησης. Η φιλοσοφία της δραστηριοποίησης της αντιπροσωπείας βοήθειας την τότε περίοδο, χαρακτηριζόταν από το συγκεκριμένο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η Άγκυρα και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία επιδίωξαν να θέσουν την οικονομική ανάπτυξη. Αυτή η πρώτη περίοδος μετά τον πόλεμο, χαρακτηρίστηκε από την εισαγωγή μιας σχεδιασμένης οικονομίας με τα γνωστά πεντάχρονα πλάνα ανάπτυξης. Ήταν ουσιαστικά ένας τύπος κρατικού καπιταλισμού με στόχο την οικοδόμηση ενός νέου περιβάλλοντος όπου θα ενισχυόταν το χωριστό τουρκοκυπριακό κεφάλαιο, ως συνέχεια της σχετικά αποτυχημένης προσπάθειας που ξεκίνησε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Με αυτό το σκεπτικό δημιουργήθηκαν κρατικές επιχειρήσεις σχεδόν σε όλους τους τομείς της οικονομίας των κατεχομένων. Κρατικές φάρμες, κρατικά εργοστάσια, κρατικές ξενοδοχειακές μονάδες, ήταν μεταξύ των πολλών οργανισμών-πυρήνων που αναδύθηκαν επί των ελληνοκυπριακών περιουσιών, αρχικά ως συνεταιρισμοί τουρκικού και τουρκοκυπριακού κεφαλαίου. Οι διευθύνσεις της πλειοψηφίας αυτών των μονάδων ήταν Τούρκοι και όχι Τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι, οι οποίοι έφτασαν στην Κύπρο ακριβώς ως το προσωπικό που θα αναλάμβανε το βάρος της εισαγωγής των νέων οικονομικών μεθόδων και του σχεδιασμού της πρώτης δύσκολης περιόδου.
Όντως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια σημαδεύτηκαν από τεράστια οικονομικά προβλήματα. Η λειτουργία των χωριστών δομών και το περιβάλλον μέσα στο οποίο προέκυψαν αναπαρήγαγαν αξεπέραστα κενά και αντιφάσεις, ιδιαίτερα στον τομέα της χρηματοδότησης τους. Ήδη από το 1975 ο προϋπολογισμός των κατεχομένων κατέγραψε ελλείμματα της τάξης των 4.3 εκατομμυρίων κυπριακών λιρών, τα οποία θα έπρεπε να καλύψει η Άγκυρα. Τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό, τελικά μετατράπηκαν ως ένα από τα κορυφαία εμπόδια προς την «ομαλοποίηση» της χωριστής κρατικής οικοδόμησης αφού ήταν μια σοβαρή ένδειξη της αδυναμίας εμφάνισης μιας αυτόνομης τουρκοκυπριακής συσσώρευσης κεφαλαίου. Καθόλη τη διάρκεια της πρώτης περιόδου μέχρι και το 1983 ο δανεισμός του «Τουρκοκυπριακού Ομόσπονδου Κράτους» που γινόταν με σκοπό να καλυφθεί το έλλειμμα του προϋπολογισμού ξεπέρασε τα 12 εκατομμύρια κυπριακές λίρες και επεκτάθηκε πέραν των τραπεζών σε ισχυρούς επιχειρηματικούς κύκλους της Τουρκίας.

Η αρχική προσπάθεια εισαγωγής ενός «τουρκικού» νεοφιλελευθερισμού
Μετά το πραξικόπημα του 1980 στην Τουρκία και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Τουργκούτ Οζάλ, οι προσανατολισμοί της οικονομίας των κατεχομένων αρχίζουν να αλλάζουν σε σημαντικό βαθμό. Ο Οζάλ έθεσε για πρώτη φορά και με ολοκληρωμένο τρόπο την ιδέα μετατροπής των κατεχομένων σε μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου. Στη βάση αυτού του σχεδιασμού έγιναν οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες για μια νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση, μέσα από πακέτα πολιτικών όπως η απελευθέρωση των τιμών, του εμπορίου και η εισαγωγή των ιδιωτικοποιήσεων. Ο ευρύτερος στόχος αυτής της πολιτικής ήταν η δραστική μείωση των ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό και η δημιουργία ενός χώρου εμπορικής και οικονομικής ενσωμάτωσης στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου, όμως σε συνθήκες μη επίλυσης του πολιτικού προβλήματος. Η ίδια στρατηγική επιδιώχθηκε και από την Τανσού Τσιλλέρ, παρόλο που τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα της ίδιας της Τουρκίας, οι οργανωμένες αντιδράσεις των τουρκοκυπριακού συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και η αυξανόμενη ένταση στο Κουρδικό τότε, δεν άφησαν να εξελιχθεί ομαλά η προσπάθεια συνολικής αναδιαμόρφωσης της τουρκοκυπριακής οικονομίας. Η συγκεκριμένη περίοδος ουσιαστικά τελειώνει με την τραπεζική κρίση και την οικονομική κατάρρευση της «ΤΔΒΚ» την περίοδο 1999-2001, μέσα από την οποία ενισχύθηκε το πολιτικό κίνημα των Τουρκοκυπρίων υπέρ της λύσης του Κυπριακού και της απομάκρυνσης Ντενκτάς, τότε οργανωμένο στην πλατφόρμα «Αυτή η χώρα είναι δική μας».

Η διαφορετικότητα της εξουσίας Έρντογαν
Μέχρι και το 1998 η οικονομική παρέμβαση της Τουρκίας στα κατεχόμενα γινόταν μέσα από διάφορα αναπτυξιακά πλάνα. Μετά την μεγάλη κρίση της περιόδου 1999-2001 και την ανάληψη της διακυβέρνησης της Τουρκίας από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στα τέλη του 2002, οι αλλαγές άρχισαν να εντατικοποιούνται. Η τακτική των αναπτυξιακών πλάνων και των αποσπασματικών νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων εγκαταλείφθηκε. Ιδιαίτερα μετά τα δημοψηφίσματα του 2004 στην Κύπρο και την σταθεροποίηση της οικονομικής ανάπτυξης στην Τουρκία, υιοθετήθηκαν τα τρίχρονα οικονομικά πρωτόκολλα που παράλληλα αποτέλεσαν και μια παραδειγματική στροφή στις σχέσεις Τουρκοκυπρίων-Τουρκίας. Ο κύριος στόχος των πρωτοκόλλων συνέχιζε να είναι η δραστική μείωση της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, όμως είναι γεγονός ότι τα εν λόγω κείμενα ήταν εξ αρχής ολοκληρωμένα προς την κατεύθυνση σημαντικών δομικών αλλαγών. Για παράδειγμα σύμφωνα με τις κατά καιρούς εκτιμήσεις της τουρκικής πρεσβείας στα κατεχόμενα τα σημαντικότερα προβλήματα που η νέα οικονομική στρατηγική θα έπρεπε να επιλύσει ήταν η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, η άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων για τις ξένες (βλέπετε τουρκικές) επενδύσεις, αλλά και ο περιορισμός της «πολιτικής αστάθειας» που διακρίνει το τουρκοκυπριακό πολιτικό σύστημα. Το τελευταίο σημείο είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό των προθέσεων της κυβέρνησης ΑΚΡ, η οποία δείχνει να μην έχει εξοικειωθεί καθόλου με την ύπαρξη του ιδεολογικού ανταγωνισμού εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η ικανότητα, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κινητοποιούν μάζες πέραν των αυστηρά συντεχνιακών αιτημάτων, η οργανωμένη έκφραση διεκδικήσεων αναφορικά με την ομοσπονδιακή επίλυση του Κυπριακού, καθώς και η έντονη υπογράμμιση της κυπριακότητας της κοινότητας στο δημόσιο-πολιτικό χώρο των κατεχομένων, είναι στοιχεία «ενοχλητικά» προς το ευρύτερο γεωπολιτικό όραμα της εξουσίας Έρντογαν. Ο ίδιος άλλωστε δε δίστασε επανειλημμένα να δηλώσει σε Τουρκοκύπριους δημοσιογράφους ότι «σας χρειάζεται ένα κόμμα όπως το δικό μας», εκφράζοντας έτσι την «ανησυχία» του για τη διατήρηση μιας αντιπολιτευτικής προς το Ισλάμ και εν πολλής αυτόνομης τουρκοκυπριακής πολιτικής γραμμής.
Οι προαναφερθείσες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές στην Τουρκία και στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, έσπρωξαν την Άγκυρα στην αναδιαμόρφωση του ρόλου της αντιπροσωπείας βοήθειας, με τρόπο που να προσαρμόζεται περισσότερο στις ανάγκες και τη φιλοσοφία των τρίχρονων οικονομικών πρωτοκόλλων. Τα δύο σημαντικότερα νέα στοιχεία που προέκυψαν ήταν ο τρόπος παραχώρησης των κονδυλίων από τον προϋπολογισμό του τουρκικού κράτους και οι αρμοδιότητες όσων αξιωματούχων στελεχώνουν σήμερα την αντιπροσωπεία βοήθειας στην πρεσβεία. Στο πρώτο θέμα, η νέα κατάσταση πραγμάτων επιβάλλει πρώτα την υιοθέτηση των μέτρων και νομοθεσιών που προβλέπονται από το πρωτόκολλο και μόνο τότε παραχωρούνται τα κονδύλια. Για παράδειγμα στο προηγούμενο οικονομικό πρωτόκολλο της περιόδου 2013-2015 προβλεπόταν ένα κονδύλι ύψους 495 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών για τις ιδιωτικοποιήσεις των λιμανιών, τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρισμού και νερού. Από αυτό το κονδύλι, ένα ποσό περίπου 195 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών προοριζόταν για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις των ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο όμως δεν παραχωρήθηκε ακριβώς γιατί τελικά επικράτησαν οι γνωστές αντιπαραθέσεις για το ζήτημα του νερού. Στο ίδιο πλαίσιο η Άγκυρα ανέστειλε την παραχώρηση διαφορετικών κονδυλίων αφού η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν είχε υλοποιήσει προγραμματικές ρήτρες σε σχέση με τη μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος, την αλλαγή του ωραρίου του δημόσιου τομέα, καθώς και αλλαγές αναφορικά με τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Οι αρμόδιοι του τουρκικού κράτους κατέγραψαν 98 επικεφαλίδες θεμάτων στα οποία οι Τουρκοκύπριοι δεν ακολούθησαν τα μέτρα του πρωτοκόλλου.

Το «σκιώδες υπουργικό συμβούλιο» και η παράλληλη πολιτική πραγματικότητα
Στο δεύτερο θέμα, αυτό της αναδιαμόρφωσης των αρμοδιοτήτων της αντιπροσωπείας βοήθειας, οι αλλαγές των τελευταίων χρόνων ήταν επίσης καταιγιστικές. Σήμερα η εν λόγω αντιπροσωπεία λειτουργεί ουσιαστικά ως ένα «σκιώδες υπουργικό συμβούλιο». Οι γραφειοκράτες που την αποτελούν επωμίζονται αρμοδιότητες «παράλληλων υπουργών», εμπλέκονται καθοριστικά στα ζητήματα διοίκησης και κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης των Τουρκοκυπρίων, ελέγχουν τα κονδύλια του πρωτοκόλλου. Όμως ως δημόσιοι υπάλληλοι του τουρκικού κράτους λογοδοτούν μόνο στη δική τους πολιτική εξουσία, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στην περαιτέρω αποξένωση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας από την τοπική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Η ηγεσία της αντιπροσωπείας βοήθειας αποτελείται από τον πρόεδρο που είναι ο εκάστοτε πρέσβης (σήμερα ο Derya Kanbay) και από τον συντονιστή. Τα υπόλοιπα έξι μέλη της είναι: ο αρμόδιος γραφειοκράτης για θέματα άμυνας, ασφάλειας, δικαιοσύνης και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο αρμόδιος για θέματα βιομηχανίας, εμπορίου, επικοινωνιών και δημόσιου τομέα, ο αρμόδιος για ζητήματα παιδείας, κουλτούρας και κοινωνικών υπηρεσιών, ο αρμόδιος για θέματα τουρισμού και συγκοινωνιών, ο αρμόδιος για θέματα περιβάλλοντος και γεωργίας και τέλος ένας γραφειοκράτης στη βαθμίδα του ειδικού συμβούλου.

Οι αλλαγές του επόμενου διαστήματος: Μια νέα «ΤΔΒΚ»
Όπως δείχνουν οι τελευταίες εξελίξεις, το νέο πρωτόκολλο για την περίοδο 2016-2018 θα είναι προσαρμοσμένο στις γενικές κατευθύνσεις των προηγούμενων προσπαθειών του ΑΚΡ, αλλά την ίδια στιγμή θα επιδιώκει εμβάθυνση των δομικών αλλαγών. Συγκεκριμένα, το προσχέδιο του πρωτοκόλλου ονομάστηκε «πρόγραμμα δομικού μετασχηματισμού» και καλύπτει λεπτομερώς τόσο τις αλλαγές που απαιτούνται στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Σε κάθε κεφάλαιο αναφέρονται πολύ συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια υλοποίησης, γεγονός που δίνει την πρώτη ένδειξη των νέων αντιπαραθέσεων. Το μεγαλύτερο βάρος που θα δώσει η τουρκική κυβέρνηση αφορά στην περαιτέρω ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, κάτι που στο συγκεκριμένο περιβάλλον σημαίνει την ενίσχυση της παρουσίας του ίδιου του τουρκικού κεφαλαίου. Ο τουρισμός, η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά κυρίως η συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων στους τομείς των λιμανιών, τηλεπικοινωνιών και ηλεκτρικής ενέργειας, αναμένεται να βρεθούν στο επίκεντρο των συζητήσεων.
Αναφορικά με τη δομή εξουσίας και το δημόσιο τομέα των κατεχομένων, το νέο πρωτόκολλο υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της έγκρισης της νέας νομοθεσίας περί δημοσίων υπαλλήλων, την πλήρη αναδιάρθρωση του ωραίου, των μισθών και των αδειών στο δημόσιο τομέα, τον περιορισμό των τουρκοκυπριακών δήμων, καθώς και την αλλαγή των καθηκόντων των «Υπουργείων» με τρόπο που να συγκεντρώνεται περαιτέρω η εκτελεστική εξουσία. Σε αυτό το πλαίσιο ξεχωρίζει η επιδίωξη για δημιουργία ενός «τμήματος ενέργειας», το οποίο θα είναι αρμόδιο για την υλοποίηση των αναγκαίων ρυθμίσεων ανοίγματος της αγοράς και ιδιωτικοποιήσεων. Το σημείο αυτό συνδέεται με τους προαναφερθέντες στόχους για ιδιωτικοποίηση στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, κάτι που αποτελεί άλλωστε και ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα αντιπαράθεσης μεταξύ Άγκυρας και Τουρκοκυπρίων. Δε θα πρέπει να αποτελέσει έκπληξη η πιθανή επιμονή της κυβέρνησης του ΑΚΡ για επιτάχυνση των σχεδιασμών υποθαλάσσιας μεταφοράς ηλεκτρισμού από την Τουρκία στα κατεχόμενα, διαμέσου ειδικού καλωδίου. Το συγκεκριμένο σχέδιο επανήλθε στην επικαιρότητα κατά τη διάρκεια των εργασιών ολοκλήρωσης του έργου υποθαλάσσιας μεταφοράς νερού και ακολουθεί περίπου την ίδια λογική. Οι πρόσφατες συμφωνίες μεταξύ Ελλάδας-Κυπριακής Δημοκρατίας-Ισραήλ που σχετίζονται με το ίδιο θέμα, φαίνεται ότι έχουν κινητοποιήσει για τα καλά τους αρμόδιους κύκλους στην Άγκυρα, με αποτέλεσμα το ζήτημα της υποθαλάσσιας μεταφοράς ηλεκτρισμού και της δημιουργίας ενός ενωμένου δικτύου Τουρκίας-κατεχομένων να βρεθεί στην προτεραιότητα των συνομιλιών των δύο πλευρών.

Υπό το φώς των πιο πάνω εξελίξεων φαίνεται ότι η επιδίωξη της κυβέρνησης της Τουρκίας για ένα ολοκληρωμένο μετασχηματισμό των δομών εξουσίας στα κατεχόμενα, συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Η μελέτη των οικονομικών πρωτοκόλλων των τελευταίων χρόνων δείχνει ένα χαρακτηριστικά αναβαθμισμένο ενδιαφέρον του ΑΚΡ για την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Οι όροι δημιουργίας των χωριστών δομών μετά το 1974, δείχνουν να μην προσαρμόζονται στο σημερινό στάδιο ανάπτυξης της ίδιας της Τουρκίας. Η αποικιοκρατικού τύπου μεταφορά των νέων δεδομένων στην Κύπρο, ενεργοποιεί ταυτόχρονα περίπλοκους μετασχηματισμούς και στις σχέσεις της Τουρκίας με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Όμως είναι γεγονός ότι η στασιμότητα στο Κυπριακό σε συνδυασμό με τους ρυθμούς των αλλαγών στην οικονομία των κατεχομένων, δημιουργούν παράλληλα νέους παράγοντες αναδιαμόρφωσης πτυχών του ίδιου του προβλήματος.

Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 27 Μαρτίου 2016