Η
συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ - Ιράν σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του
τελευταίου, σηματοδοτεί μία σημαντική αλλαγή στα γεωπολιτικά δεδομένα
της Μέσης Ανατολής. Παρόλο που η συμφωνία ήταν αναμενόμενη, ιδιαίτερα
έπειτα από την εκλογή του Ρουχάνι στο πρωθυπουργικό αξίωμα του Ιράν, η
κατά τα φαινόμενα οριστικοποίηση της προσέγγισης του Ιράν με τη Δύση
επισφραγίζει έναν νέο γεωπολιτικό χάρτη.
Το μεγάλο παιχνίδι μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας Συγκεκριμένα, οριστικοποιείται το μέτωπο που θα διαμορφώσει τις
ισορροπίες στη Μέση Ανατολή για τα επόμενα χρόνια, δεδομένης και της
διαφοροποίησης της αμερικανικής εμπλοκής στο χώρο (από την άμεση
προσέγγιση των τελευταίων δεκαετιών παρατηρούμε μία σταδιακή και
συντονισμένη μετάβαση σε έμμεση εμπλοκή με ελαχιστοποίηση των ευθείων
παρεμβάσεων). Ιράν και Σαουδική Αραβία είναι οι δύο βασικοί παίκτες γύρω
από τους οποίους στοιχίζονται οι υπόλοιπες δυνάμεις.
Μέχρι πριν την κατάρρευση του Ιράκ, λειτουργούσε ένα γεωπολιτικό τρίγωνο αποτελούμενο από το Ιράν, το Ιράκ και τη Σαουδική Αραβία το οποίο παρουσίαζε τα χαρακτηριστικά της εξωτερικής εξισορρόπησης. Κάθε φορά που κάποια από τις τρεις δυνάμεις έτεινε να ισχυροποιηθεί με τρόπο τέτοιο που να καθίσταται απειλητική για τις άλλες δύο, οι τελευταίες συσπειρώνονταν εναντίον της. Η εισβολή στο Ιράκ το 2003 σηματοδότησε την αρχή του τέλους αυτού του μηχανισμού και έφερε το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία σε τροχιά σύγκρουσης.
Αναλύσεις αμερικανών αναλυτών εστιάζουν στο ενδεχόμενο η συμφωνία να πυροδοτήσει μία κούρσα εξοπλισμών στην Μέση Ανατολή, με τη Σαουδική Αραβία να αποκτά πυρηνικά, ακολουθούμενη ταχύτατα από Αίγυπτο και Τουρκία. Είναι δεδομένο ότι η στενή συνεργασία – στρατηγικού χαρακτήρα – της Σαουδικής Αραβίας με το πυρηνικό Πακιστάν της εξασφαλίζει πρόσβαση στην απαραίτητη τεχνολογία και της επιτρέπει να πυρηνικοποιηθεί σε σύντομο διάστημα.
Σε αυτή τη φάση, το πρώτο που παρατηρούμε είναι ότι ο ανταγωνισμός λαμβάνει έναν κατ'επίφαση θρησκευτικό χαρακτήρα με τα σουνιτικά κράτη, τόσο του Κόλπου (Κουβέιτ, Μπαχρέιν, ΗΑΕ, Ομάν και ενδεχομένως το Κατάρ) όσο και του ευρύτερου χώρου (Αίγυπτος, Ιορδανία) να συνασπίζονται γύρω από την Σαουδική Αραβία, αποδεχόμενα την οικονομική της ενίσχυση και την στρατιωτική της παρουσία έναντι του σιιτικού Ιράν, το οποίο έχει εδαφικές διαφορές με τα κράτη του Κόλπου ενώ η χρηματοδότηση σιιτικών οργανώσεων ενέχει για όλες τις χώρες τον κίνδυνο της εσωτερικής αστάθειας. Βασικοί σύμμαχοι του Ιράν στον Αραβικό κόσμο είναι η Χεζμπολά στο Λίβανο και το καθεστώς Άσσαντ στη Συρία ενώ σημαντικό υποστηρικτικό ρόλο έχει η Ρωσία.
Είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι πρόκειται για κατ' επίφαση θρησκευτικό χαρακτήρα εφόσον η θρησκεία, παρόλο που χρησιμεύει ως μία διαιρετική τομή την οποία επικαλούνται οι δυνάμεις για να διαλέξουν συμμάχους, δεν παύει να είναι ένας από τους πολλούς παράγοντες που καθορίζουν τις εξελίξεις. Τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα διατηρούν σταθερά τον πρωταρχικό τους ρόλο στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, απλώς ενδύονται τον θρησκευτικό μανδύα για να μπορέσουν να αντλήσουν νομιμοποίηση και να κινητοποιήσουν μαζικά τους πληθυσμούς ως κοινό σημείο αναφοράς.
Βασικοί άξονες της Εξωτερικής Πολιτικής Σαουδικής Αραβίας -Ιράν
Η σημασία της σύγκρουσης στην Υεμένη
Η σύγκρουση στην Υεμένη αποτελεί το πρώτο γεωπολιτικό συμβάν μετά τη συμφωνία και είναι δηλωτικό των προθέσεων των βασικών δρώντων. Η συγκεκριμένη επέμβαση έλαβε χαρακτήρα σουνιτικής συστράτευσης εναντίον σιιτικού επαναστατικού μετώπου και ενέχει το χαρακτήρα “war by proxies” (πολέμου δια αντιπροσώπων) μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας. Για να δούμε το συσχετισμό του πολέμου στην Υεμένη με το ζήτημα της συμφωνίας, απλώς να σημειώσουμε ότι είναι από τις λίγες φορές που οι σουνιτικές Αραβικές χώρες εμφανίζουν ενιαίο μέτωπο παραγνωρίζοντας τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς για να αντιμετωπίσουν έναν κοινό εχθρό, τους σιίτες Χούθι. Προέκυψε ως αναγκαία παρέμβαση από πλευράς Σαουδικής Αραβίας υπό το πρόσχημα την εξασφάλιση των συνόρων της. Σημειολογικά, επιβεβαιώνει την ισχύ της στο χώρο, υπενθυμίζοντας εμπράκτως στους Δυτικούς τη σημασία της ως πρόθυμος και δραστήριος στρατηγικός εταίρος. Στη μάχη των εντυπώσεων στον ευρύτερο (σουνιτικό) χώρο, καταφέρνει να πείσει τις φίλιες δυνάμεις ότι έχει τη δυνατότητα να διεξάγει (επιτυχημένες) στρατιωτικές επιχειρήσεις και να εξασφαλίσει την υποστήριξη των μεγάλων παικτών.
Συγκεκαλυμένη ευκαιρία για την Αίγυπτο
Για τους ευρύτερους σχηματισμούς, εξέλιξη καθοριστικής σημασίας αποτέλεσε η επιλογή της Αιγύπτου να συστρατευτεί με την Σαουδική Αραβία. Η χρονική στιγμή κατά την οποία ένας παραδοσιακά ανταγωνιστικός δρων για επιρροή στο σουνιτικό περιβάλλον επιλέγει να συστρατευτεί με την Σαουδική Αραβία για ένα θεωρητικά μειωμένης σημασίας ζήτημα δεν είναι καθόλου τυχαίος.
Η Αίγυπτος βρίσκεται σε δύσκολη θέση λόγω των εσωτερικών της ζητημάτων και παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες του Στρατηγού Al- Sisi να εγκαθιδρύσει ένα στρατιωτικό καθεστώς παρόμοιο με αυτό του Μουμπάρακ, η κατάσταση στο εσωτερικό δεν έχει σταθεροποιηθεί, χρηματοδότηση δεν έχει εξασφαλιστεί ενώ τα σύνορά της απειλούνται: Τρομοκρατικές επιθέσεις στο Σινάι, μεταφορά τζιχαντιστών από το Σουδάν, η Λιβύη που μετατρέπεται σε failed state και τζιχαντιστικό προπύργιο, σύγκρουση στην Υεμένη. Η Αίγυπτος έχει ήδη ξεκινήσει με τη συνεργασία των Λιβυκών μετριοπαθών ισλαμιστικών ομάδων να διενεργεί επιθέσεις εναντίον στόχων τζιχαντιστών και ακραίων ισλαμιστών στην Λιβύη. Αναφορικά με την Υεμένη τώρα, η Αίγυπτος δεν θα μπορούσε να παραμείνει αδρανής και να αφήσει τη Σαουδική Αραβία να έχει τον πρώτο λόγο στις σχετικές επιχειρήσεις. Πέραν της άμεσης συνοριακής εγγύτητας της χώρας με την Υεμένη και του ενδεχομένου να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο ο τζιχαντιστικός κίνδυνος (η γεωγραφία μετράει και πάλι: βρίσκεται απέναντι από τη Σομαλία και υπάρχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια σχετικός δίαυλος επικοινωνίας τρομοκρατικών ομάδων), υπάρχει και ο ιστορικός παράγων: η Αίγυπτος επί Νάσερ είχε εμπλακεί στον εμφύλιο της Υεμένης (1962-1970) επομένως δεν θα μπορούσε να μην αναλάβει δράση εκ νέου σε μία σύγκρουση στην χώρα αυτή. Η τελευταία εξέλιξη που συνηγορεί υπέρ της ως άνω προσέγγισης είναι η δανειοδότηση 6 δις δολαρίων που εξασφάλισε η Αίγυπτος από Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ και ήρθε ως δείγμα καλής θελήσεως από τα τρία κράτη για την υποστήριξη του καθεστώτος Al-Sisi στις επιχειρήσεις στην Υεμένη.
Να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση Al- Sisi υποδέχτηκε τη συμφωνία με το Ιράν θετικά, δηλώνοντας ότι θα συνεισφέρει στην σταθερότητα στην Μέση Ανατολή. Κατά μία έννοια, η επανένταξη του Ιράν στο διεθνές σύστημα και η άρση του σχετικού αποκλεισμού του, θα δημιουργήσει μία νέα τριαδική σχέση στον ευρύτερο χώρο με Σαουδική Αραβία, Ιράν και Τουρκία να εμφανίζονται ως οι βασικοί δρώντες, αφήνοντας παράλληλα στην Αίγυπτο περισσότερα περιθώρια ελιγμών και εξασφάλισης κερδών.
Διπλωματική περιθωριοποίηση και οικονομικά οφέλη για την Τουρκία
Από την πλευρά της η Τουρκία καλωσόρισε τη σχετική συμφωνία εφόσον υποστηρίζει το ειρηνικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ειδικά επί πρωθυπουργίας Ερντογάν – η οποία συνέπιπτε με την περίοδο διακυβέρνησης Αχμαντινετζάντ, η Τουρκία είχε αναλάβει διπλωματικές και πολιτικές πρωτοβουλίες για να φέρει το Ιράν και τις P5+1 στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων χωρίς όμως να εξασφαλιστεί κάποιο απτό αποτέλεσμα. Όμως η ενεργός διπλωματία της Τουρκίας επί του θέματος δεν πρέπει να αποσιωπάται (ούτε και να μεγενθύνεται). Από άποψη γειτνίασης, η Τουρκία είχε πληγεί αρκετά από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο Ιράν εφόσον αναγκάστηκε να περιορίσει (φαινομενικά) τις εισαγωγές φυσικών πόρων από το Ιράν. Η μαύρη αγορά πετρελαίου, φυσικού αερίου καθώς επίσης και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος (Ιρανοί μεγαλοκεφαλαιούχοι διατηρούσαν λογαριασμούς σε Τουρκικές τράπεζες με τα χρήματα να μεταφέρονται σε κουτιά παππουτσιών) είχαν λάβει μεγάλες διαστάσεις στην εγχώρια πολιτική σκηνή της Τουρκίας και χρησιμοποιήθηκαν από αντιπολιτευτικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένου του στρατού και του γενικότερου “βαθέως κράτους”) εναντίον της κυβέρνησης Ερντογάν.
Από πλευράς άμεσου οικονομικού οφέλους, η σταδιακή άρση των κυρώσεων εις βάρος του Ιράν θα επιτρέψει στην Τουρκία να εξάγει εκ νέου στη γειτονική της χώρα και ελπίζει στη μείωση των τιμών του πετρελαίου, παρατηρώντας ορθά ότι η επανένταξη του δεύτερου μεγαλύτερου παραγωγού φυσικού αερίου και του τρίτου σε πετρέλαιο, θα επιφέρει αλλαγές στην ενεργειακή σκακιέρα, πιέζοντας τις τιμές προς τα κάτω. Περαιτέρω, σε επίσκεψή του στις 7 Απριλίου 2015 στην Τεχεράνη, ο Ερντογάν σημείωσε ότι το φυσικό αέριο που αγοράζει η Τουρκία από το Ιράν είναι το ακριβότερο και ότι στην περίπτωση που το Ιράν κατέβαζε την τιμή θα μπορούσαν να προβούν σε σημαντικές αυξήσεις στην ποσότητα που προμηθεύονται από αυτό. Το φυσικό αέριο είναι το βασικό αγαθό εμπορικής συναλλαγής μεταξύ των δύο χωρών. Η Τουρκία αγοράζει 10 δις κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως. Η Τουρκία έχει υποβάλλει σε διεθνή διαιτησία τη σχετική συμφωνία με το Ιράν, ζητώντας μείωση της τάξεως του 25%. Η Τουρκία αγοράζει προς 487 δολ για 1.000 κμ από το Ιράν ενώ για την ίδια ποσότητα από τη Ρωσία πληρώνει 418 δολ.
Το μείζον ζήτημα βέβαια είναι ότι το Ιράν θα χρειαστεί την Τουρκία στην περίπτωση που αποφασίσει να στείλει φυσικούς πόρους στην Ευρώπη, που παραμένει μία αξιόπιστη αγορά. Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για ενδεχόμενη συμμετοχή του Ιράν στον αγωγό TANAP, με δεδομένη και την απομάκρυνση του ενδεχομένου κατασκευής του αγωγού Πακιστάν-Ινδίας (που είχε εξαγγελθεί επί προεδρίας Αχμαντινετζάντ).
Υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ
Ο δρων που επηρεάζεται άμεσα προφανώς είναι το Ισραήλ το οποίο αντιλαμβάνεται την απειλή για την ύπαρξή του ως κράτος να αναζωπυρώνεται. Το Ισραήλ δια στόματος Νετανιάχου, ο οποίος έχει έντονη εσωτερική αντιπολίτευση από τους συντηρητικούς κύκλους εντός του Ισραήλ, αμφισβητεί την δέσμευση των ΗΠΑ να προασπίζουν τα ισραηλινά συμφέροντα. Το Ιράν γίνεται αντιληπτό ως η απόλυτη απειλή για την ύπαρξή του και η συμφωνία στην οποία κατέληξαν Ιράν – ΗΠΑ ερμηνεύεται ως μία εν δυνάμει αλλοίωση της στρατηγικής θέσης του Ισραήλ. Λίγο πριν τις πρόσφατες εκλογές στο Ισραήλ –που ανέδειξαν εκ νέου νικητή τον Νετανιάχου, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ κατάφερε να εξασφαλίσει ψήφισμα με την σύσσωμη στήριξη της Αμερικανικής Γερουσίας (100/100) με το οποίο δεν αναγνωρίζεται ως δεσμευτική για τις ΗΠΑ η συμφωνία με το Ιράν. Σε κάθε περίπτωση, η ρητορική του Ισραήλ έχει οξυνθεί εναντίον των ΗΠΑ και ειδικά απέναντι στον Ομπάμα παρά τις διαβεβαιώσεις του τελευταίου ότι οι ΗΠΑ μένουν πιστές στη δέσμευσή τους για προάσπιση του Ισραήλ. Ο Νετανιάχου απαιτεί, στην οποιαδήποτε συμφωνία επιτευχθή, το Ιράν να αναγνωρίζει το Ισραήλ ως κράτος, αιτίαση που ο Ομπάμα απορρίπτει σχεδόν κατηγορηματικά, εφόσον μία τέτοια απαίτηση θα αποξένωνε το Ιράν αλλά και το σύνολο του Αραβικού κόσμου καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολη την πρόσβαση και αποδοχή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, σε μία περίοδο που ο αντιαμερικανισμός βρίσκεται σε δυσθεώρητα επίπεδα.
Οι ανησυχίες του Ισραήλ είναι βάσιμες στην εξής λογική: η συμφωνία μεταξύ Ιράν-ΗΠΑ επετεύχθη από ένα μετριοπαθές καθεστώς και (με απόλυτη βεβαιότητα) τη στήριξη του Ανώτατου Άρχοντα, Αλί Χομεϊνί. Τι θα γίνει όμως στην περίπτωση που αυτή η κατά τα φαινόμενα στρατηγική αλλαγή του Ιράν αναιρεθεί από επόμενη κυβέρνηση; Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η συμφωνία που επετεύχθη θα δώσει τη δυνατότητα στο Ιράν, στην περίπτωση που αποφασίσει να προχωρήσει σε εμπλουτισμό ουρανίου, μέσα σε ένα χρόνο να αποκτήσει πυρηνικό όπλο. Αυτός ο χρόνος δίνει τη δυνατότητα ανάληψης στρατιωτικού πλήγματος εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων πριν το Ιράν καταστεί άμεσα απειλητικό για την ύπαρξη του Ισραήλ.
Το πραγματικό πρόβλημα στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η συμφωνία θέτει υπό ευθεία αμφισβήτηση τη στρατιωτική υπεροπλία και μονοκρατορία του Ισραήλ στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής. Αυτό το καθεστώς της στρατιωτικής υπεροχής στηρίζεται στην ικανότητά του να απειλεί μεγάλα κράτη, όπως το Ιράν, και να τα αναγκάζει να υποτάσσονται στη βούλησή του, να τα περιορίζει στρατιωτικά και να τα αποτρέπει από το να επεκτείνουν την επιρροή τους πέρα από τα σύνορά τους. Το μονοπώλιο του Ισράηλ στα πυρηνικά όπλα – έχει τουλάχιστον 200 πυρηνικές κεφαλές, οι οποίες δεν υπάγονται σε κανενός είδους έλεγχο από την διεθνή κοινότητα- του έχει εξασφαλίσει τον ρόλο του περιφερειακού ηγεμόνα. Το Ιράν και η συμφωνία που επετεύχθη θέτει σε αμφισβητήση αυτόν του τον ρόλο. Σε μία πιο μακροπρόθεσμη ανάλυση και με δεδομένο το ιστορικό προηγούμενο της στρατηγικής σχέσης Ιράν- ΗΠΑ επί Σάχη, το Ισραήλ φοβάται ότι μπορεί να απωλέσσει τη στρατηγική σχέση που έχει με τις ΗΠΑ ως η μόνη πυρηνική δύναμη στην Μέση Ανατολή και ο πλέον αξιόπιστος συνομιλητής και να αντικατασταθεί από το Ιράν.
Με ένα πυρηνικά οπλισμένο Ιράν, το Ισραήλ κατά πρώτον περιορίζεται σημαντικά στα περιθώρια ανάληψη δράσης εναντίον των περιφερειακών συμμάχων της Τεχεράνης και ειδικά την Χεζμπολά στο Λίβανο. Δευτερευόντως, μειώνονται σημαντικά τα περιθώρια επιλογών του σε πολιτικό επίπεδο, δεδομένου ότι ελαχιστοποιείται η αποτρεπτική του ισχύς (ο κατ'εξοχήν λόγος διατήρησης πυρηνικού οπλοστασίου από έναν δρώντα είναι η αποτροπή και στη συνέχεια η χρήση του).
Στρατιωτική επίθεση εναντίον του Ιράν αυτή την περίοδο δεν προκρίνεται. To πλέον αναμενόμενο είναι πως οι δύο δυνάμεις θα αναλωθούν σε πόλεμο φθοράς (κυβερνοεπιθέσεις, δολοφονίες επιστημόνων κοκ). Αναμένεται δε το Ισραήλ να ζητήσει μεγαλύτερη ενίσχυση από τις ΗΠΑ και ενδέχεται να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί το γεωπολιτικό περιβάλλον του στο Λίβανο και τη Συρία για να ισχυροποιήσει τη θέση του.
Ο ρωσικός παράγων
Τέλος, σημαντικός παράγοντας που πρέπει να παρακολουθείται είναι η Ρωσία, η οποία τα τελευταία χρόνια έπαιξε βασικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με το Ιράν και ενώ η Δύση κρατούσε πάντα αυστηρότερη γραμμή. Μία οριστική συμφωνία θα μπορούσε να εξουδετερώσει το ρόλο της ως μεσολαβητή. Οικονομικά, η άρση των κυρώσεων ανοίγει μία τεράστια αγορά για τα ρωσικά όπλα. Δεν είναι τυχαίο ότι ελάχιστες μέρες μετά την ανακοίνωση ότι υπάρχει συμφωνία, η Ρωσία ήρε την απαγόρευση πώλησης S-300 στο Ιράν, την οποία είχε επιβάλλει κατόπιν δυτικών πιέσεων το 2007. Η αναβάθμιση του αντιαεροπορικού συστήματος του Ιράν αυξάνει τις παραστάσεις απειλής των γειτονικών χωρών, ειδικά του Ισραήλ. Αμέσως επόμενο ζήτημα αυξημένης σημασίας είναι το ιρανικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο τα οποία αναμένεται να διατηρήσουν χαμηλές τιμές για τα δύο αγαθά, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την ρωσική οικονομία. Τέλος, παρόλο που η Ρωσία έχει, ως χρόνια σύμμαχος του Ιράν, ένα πλεονέκτημα για την εξασφάλιση προνομιακής θέσης στους τομείς των εξοπλισμών και της ατομικής ενέργειας, η συρρικνούμενη οικονομία της θα μειώνει συνεχώς τα περιθώριά της να εδραιώσει το ρόλο της στο Ιράν.
ISIS: ο αστάθμητος παράγων
Λόγος πρέπει να γίνει και για την (παγκόσμια) απειλή που αποτελεί το ISIS. Η ποιοτική διαφορά αυτής της εξτρεμιστικής σουνιτικής ομάδας, η οποία ζήτημα είναι να αριθμεί περί τα 10.000 άτομα αλλά θέτει στο στόχαστρο 2 δις Μουσουλμάνους, είναι το γεγονός ότι καταφέρνει να θέτει υπό τον έλεγχό της συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, δημιουργώντας προπύργια εντός των οποίων μπορεί να οργανώσει επιθέσεις, να ασκήσει έλεγχο που προσομοιάζει σε κρατική εξουσία και κυρίως να κατατρομοκρατήσει τους πληθυσμούς εντός αυτών των ορίων, προβαίνοντας σε γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις. Γεωπολιτικά, το ISIS αποτελεί έναν δρώντα που απειλεί τόσο τη Σαουδική Αραβία, της οποίας την ηθική, θρησκευτική και πολιτική νομιμοποίηση ευθέως αμφισβητεί, όσο και το Ιράν, εφόσον οι εδαφικές περιοχές που το ISIS ελέγχει αφενός συνορεύουν με το Ιράν αφετέρου δρουν εναντίον του καθεστώτος Άσσαντ στη Συρία, που είναι παραδοσιακός και στενός σύμμαχος του Ιράν.
Το ζήτημα είναι ότι το ISIS αυξάνει τις παραστάσεις απειλής για το σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου και καλεί σε ανάληψη συλλογικής δράσης για να εξαλειφθεί. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το Ιράν έχει στείλει στρατό στο Ιράκ για να στηρίξει τις ιρακινές κυβερνητικές δυνάμεις εναντίον του ISIS και η Σαουδική Αραβία χρηματοδοτεί τις σουνιτικές δυνάμεις που δρουν εναντίον του τόσο σε Ιράκ όσο και σε Συρία. Δεδομένης της υπαρξιακής απειλής που αποτελεί το ISIS για τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής, ένας συνασπισμός, που δεν θα πάρει σαφέστατα την μορφή φανερής συμμαχίας -για να διατηρηθούν τα προσχήματα των περιφερειακών ανταγωνισμών- δεν θα πρέπει να αποκλείεται. Ως αντίστοιχο παράδειγμα επιτυχημένου συντονισμού δράσης -τηρουμένων των αναλογιών- μπορεί να θεωρηθεί η κοινή πολιτική που ακολούθησαν Σαουδική Αραβία και Ιράν εντός του ΟΠΕΚ που οδήγησε στην πετρελαϊκή κρίση. Όταν λοιπόν τα συμφέροντα είναι κοινά, οι όποιες διαφωνίες μπορούν να υπερκεραστούν.
Ανακεφαλαιώνοντας, είναι βέβαιο ότι οι δυνάμεις στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής επανεξετάζουν τις θέσεις τους και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν ένα ευρύ φάσμα προκλήσεων, πολλές φορές σχετιζόμενων άμεσα με την επιβίωσή τους. Η συμφωνία με το Ιράν φαίνεται πως είναι ένα ακόμη βήμα προς μία γενικότερη τάση που καταγράφεται και θέλει το γεωπολιτικό κέντρο βάρους της Μέσης Ανατολής να μεταφέρεται στον Περσικό Κόλπο και, με δεδομένες τις εξελίξεις στην Ουκρανία, στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας.
http://presscode.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=1726:2015-11-04-16-36-51&Itemid=781
Μέχρι πριν την κατάρρευση του Ιράκ, λειτουργούσε ένα γεωπολιτικό τρίγωνο αποτελούμενο από το Ιράν, το Ιράκ και τη Σαουδική Αραβία το οποίο παρουσίαζε τα χαρακτηριστικά της εξωτερικής εξισορρόπησης. Κάθε φορά που κάποια από τις τρεις δυνάμεις έτεινε να ισχυροποιηθεί με τρόπο τέτοιο που να καθίσταται απειλητική για τις άλλες δύο, οι τελευταίες συσπειρώνονταν εναντίον της. Η εισβολή στο Ιράκ το 2003 σηματοδότησε την αρχή του τέλους αυτού του μηχανισμού και έφερε το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία σε τροχιά σύγκρουσης.
Αναλύσεις αμερικανών αναλυτών εστιάζουν στο ενδεχόμενο η συμφωνία να πυροδοτήσει μία κούρσα εξοπλισμών στην Μέση Ανατολή, με τη Σαουδική Αραβία να αποκτά πυρηνικά, ακολουθούμενη ταχύτατα από Αίγυπτο και Τουρκία. Είναι δεδομένο ότι η στενή συνεργασία – στρατηγικού χαρακτήρα – της Σαουδικής Αραβίας με το πυρηνικό Πακιστάν της εξασφαλίζει πρόσβαση στην απαραίτητη τεχνολογία και της επιτρέπει να πυρηνικοποιηθεί σε σύντομο διάστημα.
Σε αυτή τη φάση, το πρώτο που παρατηρούμε είναι ότι ο ανταγωνισμός λαμβάνει έναν κατ'επίφαση θρησκευτικό χαρακτήρα με τα σουνιτικά κράτη, τόσο του Κόλπου (Κουβέιτ, Μπαχρέιν, ΗΑΕ, Ομάν και ενδεχομένως το Κατάρ) όσο και του ευρύτερου χώρου (Αίγυπτος, Ιορδανία) να συνασπίζονται γύρω από την Σαουδική Αραβία, αποδεχόμενα την οικονομική της ενίσχυση και την στρατιωτική της παρουσία έναντι του σιιτικού Ιράν, το οποίο έχει εδαφικές διαφορές με τα κράτη του Κόλπου ενώ η χρηματοδότηση σιιτικών οργανώσεων ενέχει για όλες τις χώρες τον κίνδυνο της εσωτερικής αστάθειας. Βασικοί σύμμαχοι του Ιράν στον Αραβικό κόσμο είναι η Χεζμπολά στο Λίβανο και το καθεστώς Άσσαντ στη Συρία ενώ σημαντικό υποστηρικτικό ρόλο έχει η Ρωσία.
Είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι πρόκειται για κατ' επίφαση θρησκευτικό χαρακτήρα εφόσον η θρησκεία, παρόλο που χρησιμεύει ως μία διαιρετική τομή την οποία επικαλούνται οι δυνάμεις για να διαλέξουν συμμάχους, δεν παύει να είναι ένας από τους πολλούς παράγοντες που καθορίζουν τις εξελίξεις. Τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα διατηρούν σταθερά τον πρωταρχικό τους ρόλο στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, απλώς ενδύονται τον θρησκευτικό μανδύα για να μπορέσουν να αντλήσουν νομιμοποίηση και να κινητοποιήσουν μαζικά τους πληθυσμούς ως κοινό σημείο αναφοράς.
Βασικοί άξονες της Εξωτερικής Πολιτικής Σαουδικής Αραβίας -Ιράν
Ιράν | Σαουδική Αραβία |
Εξαγωγή
επαναστατικής σιιτικής ιδεολογίας μέσω της σύσφιξης σχέσεων με
επαναστατικά κινήματα και εδραίωσης σχέσεων με κράτη στα οποία υπάρχει
Ιρανικός πληθυσμός (ή δεσμοί που ανάγονται στην Περσική Ιστορία)
|
Προάσπιση της
ασφάλειας του καθεστώτος απέναντι τόσο σε παραδοσιακές στρατιωτικές
προκλήσεις όσο και σε ενδεχόμενη εσωτερική αστάθεια λόγω απώλειας
νομιμοποίησης και επιρροής διεθνικών ιδεολογιών
|
Προσπάθεια διαμόρφωσης δεσμών με κράτη-κλειδιά (Ιράκ μετά το 2003) και ταυτόχρονη προσπάθεια μείωσης της επιρροής των ΗΠΑ | Διατήρηση του status quo μέσω χρηματοδότησης φίλιων δυνάμεων |
Πραγματιστική πολιτική: ταυτόχρονη προσέγγιση της Δύσης αλλά ενίσχυση των σχέσεων με άλλες δυνάμεις φίλα προσκείμενες | Θρησκευτική ηγεμονία επί των Σουνιτών |
Η σύγκρουση στην Υεμένη αποτελεί το πρώτο γεωπολιτικό συμβάν μετά τη συμφωνία και είναι δηλωτικό των προθέσεων των βασικών δρώντων. Η συγκεκριμένη επέμβαση έλαβε χαρακτήρα σουνιτικής συστράτευσης εναντίον σιιτικού επαναστατικού μετώπου και ενέχει το χαρακτήρα “war by proxies” (πολέμου δια αντιπροσώπων) μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας. Για να δούμε το συσχετισμό του πολέμου στην Υεμένη με το ζήτημα της συμφωνίας, απλώς να σημειώσουμε ότι είναι από τις λίγες φορές που οι σουνιτικές Αραβικές χώρες εμφανίζουν ενιαίο μέτωπο παραγνωρίζοντας τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς για να αντιμετωπίσουν έναν κοινό εχθρό, τους σιίτες Χούθι. Προέκυψε ως αναγκαία παρέμβαση από πλευράς Σαουδικής Αραβίας υπό το πρόσχημα την εξασφάλιση των συνόρων της. Σημειολογικά, επιβεβαιώνει την ισχύ της στο χώρο, υπενθυμίζοντας εμπράκτως στους Δυτικούς τη σημασία της ως πρόθυμος και δραστήριος στρατηγικός εταίρος. Στη μάχη των εντυπώσεων στον ευρύτερο (σουνιτικό) χώρο, καταφέρνει να πείσει τις φίλιες δυνάμεις ότι έχει τη δυνατότητα να διεξάγει (επιτυχημένες) στρατιωτικές επιχειρήσεις και να εξασφαλίσει την υποστήριξη των μεγάλων παικτών.
Συγκεκαλυμένη ευκαιρία για την Αίγυπτο
Για τους ευρύτερους σχηματισμούς, εξέλιξη καθοριστικής σημασίας αποτέλεσε η επιλογή της Αιγύπτου να συστρατευτεί με την Σαουδική Αραβία. Η χρονική στιγμή κατά την οποία ένας παραδοσιακά ανταγωνιστικός δρων για επιρροή στο σουνιτικό περιβάλλον επιλέγει να συστρατευτεί με την Σαουδική Αραβία για ένα θεωρητικά μειωμένης σημασίας ζήτημα δεν είναι καθόλου τυχαίος.
Η Αίγυπτος βρίσκεται σε δύσκολη θέση λόγω των εσωτερικών της ζητημάτων και παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες του Στρατηγού Al- Sisi να εγκαθιδρύσει ένα στρατιωτικό καθεστώς παρόμοιο με αυτό του Μουμπάρακ, η κατάσταση στο εσωτερικό δεν έχει σταθεροποιηθεί, χρηματοδότηση δεν έχει εξασφαλιστεί ενώ τα σύνορά της απειλούνται: Τρομοκρατικές επιθέσεις στο Σινάι, μεταφορά τζιχαντιστών από το Σουδάν, η Λιβύη που μετατρέπεται σε failed state και τζιχαντιστικό προπύργιο, σύγκρουση στην Υεμένη. Η Αίγυπτος έχει ήδη ξεκινήσει με τη συνεργασία των Λιβυκών μετριοπαθών ισλαμιστικών ομάδων να διενεργεί επιθέσεις εναντίον στόχων τζιχαντιστών και ακραίων ισλαμιστών στην Λιβύη. Αναφορικά με την Υεμένη τώρα, η Αίγυπτος δεν θα μπορούσε να παραμείνει αδρανής και να αφήσει τη Σαουδική Αραβία να έχει τον πρώτο λόγο στις σχετικές επιχειρήσεις. Πέραν της άμεσης συνοριακής εγγύτητας της χώρας με την Υεμένη και του ενδεχομένου να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο ο τζιχαντιστικός κίνδυνος (η γεωγραφία μετράει και πάλι: βρίσκεται απέναντι από τη Σομαλία και υπάρχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια σχετικός δίαυλος επικοινωνίας τρομοκρατικών ομάδων), υπάρχει και ο ιστορικός παράγων: η Αίγυπτος επί Νάσερ είχε εμπλακεί στον εμφύλιο της Υεμένης (1962-1970) επομένως δεν θα μπορούσε να μην αναλάβει δράση εκ νέου σε μία σύγκρουση στην χώρα αυτή. Η τελευταία εξέλιξη που συνηγορεί υπέρ της ως άνω προσέγγισης είναι η δανειοδότηση 6 δις δολαρίων που εξασφάλισε η Αίγυπτος από Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ και ήρθε ως δείγμα καλής θελήσεως από τα τρία κράτη για την υποστήριξη του καθεστώτος Al-Sisi στις επιχειρήσεις στην Υεμένη.
Να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση Al- Sisi υποδέχτηκε τη συμφωνία με το Ιράν θετικά, δηλώνοντας ότι θα συνεισφέρει στην σταθερότητα στην Μέση Ανατολή. Κατά μία έννοια, η επανένταξη του Ιράν στο διεθνές σύστημα και η άρση του σχετικού αποκλεισμού του, θα δημιουργήσει μία νέα τριαδική σχέση στον ευρύτερο χώρο με Σαουδική Αραβία, Ιράν και Τουρκία να εμφανίζονται ως οι βασικοί δρώντες, αφήνοντας παράλληλα στην Αίγυπτο περισσότερα περιθώρια ελιγμών και εξασφάλισης κερδών.
Διπλωματική περιθωριοποίηση και οικονομικά οφέλη για την Τουρκία
Από την πλευρά της η Τουρκία καλωσόρισε τη σχετική συμφωνία εφόσον υποστηρίζει το ειρηνικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ειδικά επί πρωθυπουργίας Ερντογάν – η οποία συνέπιπτε με την περίοδο διακυβέρνησης Αχμαντινετζάντ, η Τουρκία είχε αναλάβει διπλωματικές και πολιτικές πρωτοβουλίες για να φέρει το Ιράν και τις P5+1 στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων χωρίς όμως να εξασφαλιστεί κάποιο απτό αποτέλεσμα. Όμως η ενεργός διπλωματία της Τουρκίας επί του θέματος δεν πρέπει να αποσιωπάται (ούτε και να μεγενθύνεται). Από άποψη γειτνίασης, η Τουρκία είχε πληγεί αρκετά από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο Ιράν εφόσον αναγκάστηκε να περιορίσει (φαινομενικά) τις εισαγωγές φυσικών πόρων από το Ιράν. Η μαύρη αγορά πετρελαίου, φυσικού αερίου καθώς επίσης και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος (Ιρανοί μεγαλοκεφαλαιούχοι διατηρούσαν λογαριασμούς σε Τουρκικές τράπεζες με τα χρήματα να μεταφέρονται σε κουτιά παππουτσιών) είχαν λάβει μεγάλες διαστάσεις στην εγχώρια πολιτική σκηνή της Τουρκίας και χρησιμοποιήθηκαν από αντιπολιτευτικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένου του στρατού και του γενικότερου “βαθέως κράτους”) εναντίον της κυβέρνησης Ερντογάν.
Από πλευράς άμεσου οικονομικού οφέλους, η σταδιακή άρση των κυρώσεων εις βάρος του Ιράν θα επιτρέψει στην Τουρκία να εξάγει εκ νέου στη γειτονική της χώρα και ελπίζει στη μείωση των τιμών του πετρελαίου, παρατηρώντας ορθά ότι η επανένταξη του δεύτερου μεγαλύτερου παραγωγού φυσικού αερίου και του τρίτου σε πετρέλαιο, θα επιφέρει αλλαγές στην ενεργειακή σκακιέρα, πιέζοντας τις τιμές προς τα κάτω. Περαιτέρω, σε επίσκεψή του στις 7 Απριλίου 2015 στην Τεχεράνη, ο Ερντογάν σημείωσε ότι το φυσικό αέριο που αγοράζει η Τουρκία από το Ιράν είναι το ακριβότερο και ότι στην περίπτωση που το Ιράν κατέβαζε την τιμή θα μπορούσαν να προβούν σε σημαντικές αυξήσεις στην ποσότητα που προμηθεύονται από αυτό. Το φυσικό αέριο είναι το βασικό αγαθό εμπορικής συναλλαγής μεταξύ των δύο χωρών. Η Τουρκία αγοράζει 10 δις κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως. Η Τουρκία έχει υποβάλλει σε διεθνή διαιτησία τη σχετική συμφωνία με το Ιράν, ζητώντας μείωση της τάξεως του 25%. Η Τουρκία αγοράζει προς 487 δολ για 1.000 κμ από το Ιράν ενώ για την ίδια ποσότητα από τη Ρωσία πληρώνει 418 δολ.
Το μείζον ζήτημα βέβαια είναι ότι το Ιράν θα χρειαστεί την Τουρκία στην περίπτωση που αποφασίσει να στείλει φυσικούς πόρους στην Ευρώπη, που παραμένει μία αξιόπιστη αγορά. Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για ενδεχόμενη συμμετοχή του Ιράν στον αγωγό TANAP, με δεδομένη και την απομάκρυνση του ενδεχομένου κατασκευής του αγωγού Πακιστάν-Ινδίας (που είχε εξαγγελθεί επί προεδρίας Αχμαντινετζάντ).
Υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ
Ο δρων που επηρεάζεται άμεσα προφανώς είναι το Ισραήλ το οποίο αντιλαμβάνεται την απειλή για την ύπαρξή του ως κράτος να αναζωπυρώνεται. Το Ισραήλ δια στόματος Νετανιάχου, ο οποίος έχει έντονη εσωτερική αντιπολίτευση από τους συντηρητικούς κύκλους εντός του Ισραήλ, αμφισβητεί την δέσμευση των ΗΠΑ να προασπίζουν τα ισραηλινά συμφέροντα. Το Ιράν γίνεται αντιληπτό ως η απόλυτη απειλή για την ύπαρξή του και η συμφωνία στην οποία κατέληξαν Ιράν – ΗΠΑ ερμηνεύεται ως μία εν δυνάμει αλλοίωση της στρατηγικής θέσης του Ισραήλ. Λίγο πριν τις πρόσφατες εκλογές στο Ισραήλ –που ανέδειξαν εκ νέου νικητή τον Νετανιάχου, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ κατάφερε να εξασφαλίσει ψήφισμα με την σύσσωμη στήριξη της Αμερικανικής Γερουσίας (100/100) με το οποίο δεν αναγνωρίζεται ως δεσμευτική για τις ΗΠΑ η συμφωνία με το Ιράν. Σε κάθε περίπτωση, η ρητορική του Ισραήλ έχει οξυνθεί εναντίον των ΗΠΑ και ειδικά απέναντι στον Ομπάμα παρά τις διαβεβαιώσεις του τελευταίου ότι οι ΗΠΑ μένουν πιστές στη δέσμευσή τους για προάσπιση του Ισραήλ. Ο Νετανιάχου απαιτεί, στην οποιαδήποτε συμφωνία επιτευχθή, το Ιράν να αναγνωρίζει το Ισραήλ ως κράτος, αιτίαση που ο Ομπάμα απορρίπτει σχεδόν κατηγορηματικά, εφόσον μία τέτοια απαίτηση θα αποξένωνε το Ιράν αλλά και το σύνολο του Αραβικού κόσμου καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολη την πρόσβαση και αποδοχή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, σε μία περίοδο που ο αντιαμερικανισμός βρίσκεται σε δυσθεώρητα επίπεδα.
Οι ανησυχίες του Ισραήλ είναι βάσιμες στην εξής λογική: η συμφωνία μεταξύ Ιράν-ΗΠΑ επετεύχθη από ένα μετριοπαθές καθεστώς και (με απόλυτη βεβαιότητα) τη στήριξη του Ανώτατου Άρχοντα, Αλί Χομεϊνί. Τι θα γίνει όμως στην περίπτωση που αυτή η κατά τα φαινόμενα στρατηγική αλλαγή του Ιράν αναιρεθεί από επόμενη κυβέρνηση; Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η συμφωνία που επετεύχθη θα δώσει τη δυνατότητα στο Ιράν, στην περίπτωση που αποφασίσει να προχωρήσει σε εμπλουτισμό ουρανίου, μέσα σε ένα χρόνο να αποκτήσει πυρηνικό όπλο. Αυτός ο χρόνος δίνει τη δυνατότητα ανάληψης στρατιωτικού πλήγματος εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων πριν το Ιράν καταστεί άμεσα απειλητικό για την ύπαρξη του Ισραήλ.
Το πραγματικό πρόβλημα στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η συμφωνία θέτει υπό ευθεία αμφισβήτηση τη στρατιωτική υπεροπλία και μονοκρατορία του Ισραήλ στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής. Αυτό το καθεστώς της στρατιωτικής υπεροχής στηρίζεται στην ικανότητά του να απειλεί μεγάλα κράτη, όπως το Ιράν, και να τα αναγκάζει να υποτάσσονται στη βούλησή του, να τα περιορίζει στρατιωτικά και να τα αποτρέπει από το να επεκτείνουν την επιρροή τους πέρα από τα σύνορά τους. Το μονοπώλιο του Ισράηλ στα πυρηνικά όπλα – έχει τουλάχιστον 200 πυρηνικές κεφαλές, οι οποίες δεν υπάγονται σε κανενός είδους έλεγχο από την διεθνή κοινότητα- του έχει εξασφαλίσει τον ρόλο του περιφερειακού ηγεμόνα. Το Ιράν και η συμφωνία που επετεύχθη θέτει σε αμφισβητήση αυτόν του τον ρόλο. Σε μία πιο μακροπρόθεσμη ανάλυση και με δεδομένο το ιστορικό προηγούμενο της στρατηγικής σχέσης Ιράν- ΗΠΑ επί Σάχη, το Ισραήλ φοβάται ότι μπορεί να απωλέσσει τη στρατηγική σχέση που έχει με τις ΗΠΑ ως η μόνη πυρηνική δύναμη στην Μέση Ανατολή και ο πλέον αξιόπιστος συνομιλητής και να αντικατασταθεί από το Ιράν.
Με ένα πυρηνικά οπλισμένο Ιράν, το Ισραήλ κατά πρώτον περιορίζεται σημαντικά στα περιθώρια ανάληψη δράσης εναντίον των περιφερειακών συμμάχων της Τεχεράνης και ειδικά την Χεζμπολά στο Λίβανο. Δευτερευόντως, μειώνονται σημαντικά τα περιθώρια επιλογών του σε πολιτικό επίπεδο, δεδομένου ότι ελαχιστοποιείται η αποτρεπτική του ισχύς (ο κατ'εξοχήν λόγος διατήρησης πυρηνικού οπλοστασίου από έναν δρώντα είναι η αποτροπή και στη συνέχεια η χρήση του).
Στρατιωτική επίθεση εναντίον του Ιράν αυτή την περίοδο δεν προκρίνεται. To πλέον αναμενόμενο είναι πως οι δύο δυνάμεις θα αναλωθούν σε πόλεμο φθοράς (κυβερνοεπιθέσεις, δολοφονίες επιστημόνων κοκ). Αναμένεται δε το Ισραήλ να ζητήσει μεγαλύτερη ενίσχυση από τις ΗΠΑ και ενδέχεται να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί το γεωπολιτικό περιβάλλον του στο Λίβανο και τη Συρία για να ισχυροποιήσει τη θέση του.
Ο ρωσικός παράγων
Τέλος, σημαντικός παράγοντας που πρέπει να παρακολουθείται είναι η Ρωσία, η οποία τα τελευταία χρόνια έπαιξε βασικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με το Ιράν και ενώ η Δύση κρατούσε πάντα αυστηρότερη γραμμή. Μία οριστική συμφωνία θα μπορούσε να εξουδετερώσει το ρόλο της ως μεσολαβητή. Οικονομικά, η άρση των κυρώσεων ανοίγει μία τεράστια αγορά για τα ρωσικά όπλα. Δεν είναι τυχαίο ότι ελάχιστες μέρες μετά την ανακοίνωση ότι υπάρχει συμφωνία, η Ρωσία ήρε την απαγόρευση πώλησης S-300 στο Ιράν, την οποία είχε επιβάλλει κατόπιν δυτικών πιέσεων το 2007. Η αναβάθμιση του αντιαεροπορικού συστήματος του Ιράν αυξάνει τις παραστάσεις απειλής των γειτονικών χωρών, ειδικά του Ισραήλ. Αμέσως επόμενο ζήτημα αυξημένης σημασίας είναι το ιρανικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο τα οποία αναμένεται να διατηρήσουν χαμηλές τιμές για τα δύο αγαθά, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την ρωσική οικονομία. Τέλος, παρόλο που η Ρωσία έχει, ως χρόνια σύμμαχος του Ιράν, ένα πλεονέκτημα για την εξασφάλιση προνομιακής θέσης στους τομείς των εξοπλισμών και της ατομικής ενέργειας, η συρρικνούμενη οικονομία της θα μειώνει συνεχώς τα περιθώριά της να εδραιώσει το ρόλο της στο Ιράν.
ISIS: ο αστάθμητος παράγων
Λόγος πρέπει να γίνει και για την (παγκόσμια) απειλή που αποτελεί το ISIS. Η ποιοτική διαφορά αυτής της εξτρεμιστικής σουνιτικής ομάδας, η οποία ζήτημα είναι να αριθμεί περί τα 10.000 άτομα αλλά θέτει στο στόχαστρο 2 δις Μουσουλμάνους, είναι το γεγονός ότι καταφέρνει να θέτει υπό τον έλεγχό της συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, δημιουργώντας προπύργια εντός των οποίων μπορεί να οργανώσει επιθέσεις, να ασκήσει έλεγχο που προσομοιάζει σε κρατική εξουσία και κυρίως να κατατρομοκρατήσει τους πληθυσμούς εντός αυτών των ορίων, προβαίνοντας σε γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις. Γεωπολιτικά, το ISIS αποτελεί έναν δρώντα που απειλεί τόσο τη Σαουδική Αραβία, της οποίας την ηθική, θρησκευτική και πολιτική νομιμοποίηση ευθέως αμφισβητεί, όσο και το Ιράν, εφόσον οι εδαφικές περιοχές που το ISIS ελέγχει αφενός συνορεύουν με το Ιράν αφετέρου δρουν εναντίον του καθεστώτος Άσσαντ στη Συρία, που είναι παραδοσιακός και στενός σύμμαχος του Ιράν.
Το ζήτημα είναι ότι το ISIS αυξάνει τις παραστάσεις απειλής για το σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου και καλεί σε ανάληψη συλλογικής δράσης για να εξαλειφθεί. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το Ιράν έχει στείλει στρατό στο Ιράκ για να στηρίξει τις ιρακινές κυβερνητικές δυνάμεις εναντίον του ISIS και η Σαουδική Αραβία χρηματοδοτεί τις σουνιτικές δυνάμεις που δρουν εναντίον του τόσο σε Ιράκ όσο και σε Συρία. Δεδομένης της υπαρξιακής απειλής που αποτελεί το ISIS για τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής, ένας συνασπισμός, που δεν θα πάρει σαφέστατα την μορφή φανερής συμμαχίας -για να διατηρηθούν τα προσχήματα των περιφερειακών ανταγωνισμών- δεν θα πρέπει να αποκλείεται. Ως αντίστοιχο παράδειγμα επιτυχημένου συντονισμού δράσης -τηρουμένων των αναλογιών- μπορεί να θεωρηθεί η κοινή πολιτική που ακολούθησαν Σαουδική Αραβία και Ιράν εντός του ΟΠΕΚ που οδήγησε στην πετρελαϊκή κρίση. Όταν λοιπόν τα συμφέροντα είναι κοινά, οι όποιες διαφωνίες μπορούν να υπερκεραστούν.
Ανακεφαλαιώνοντας, είναι βέβαιο ότι οι δυνάμεις στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής επανεξετάζουν τις θέσεις τους και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν ένα ευρύ φάσμα προκλήσεων, πολλές φορές σχετιζόμενων άμεσα με την επιβίωσή τους. Η συμφωνία με το Ιράν φαίνεται πως είναι ένα ακόμη βήμα προς μία γενικότερη τάση που καταγράφεται και θέλει το γεωπολιτικό κέντρο βάρους της Μέσης Ανατολής να μεταφέρεται στον Περσικό Κόλπο και, με δεδομένες τις εξελίξεις στην Ουκρανία, στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας.
http://presscode.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=1726:2015-11-04-16-36-51&Itemid=781