Του Ηλία Κουσκουβέλη* -
Είναι μετά τα πυρηνικά ατυχήματα στην Ιαπωνία που ανησυχήσαμε και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, συνειδητοποιώντας ότι περιβαλλόμαστε από χώρες που επιδίδονται στη χρήση πυρηνικής ενέργειας ή σε προσπάθειες απόκτησης πυρηνικών όπλων. Τότε έμαθε το ευρύτερο κοινό και για τα σχέδια της Τουρκίας να κατασκευάσει, σε συνεργασία με τη Ρωσία, τρία πυρηνικά εργοστάσια, στην περιοχή της Τραπεζούντας, στις Σαράντα Εκκλησιές (κοντά στα ελλαδικά σύνορα) και στο Ακούγιου, πάνω σε σεισμικό ρήγμα και απέναντι από την Κύπρο. Όμως το σχέδιο για το Ακούγιου υπάρχει πριν το 2000, όπως και οι προσπάθειες της Άγκυρας για πυρηνικά όπλα, σε συνεργασία με το Πακιστάν, πηγαίνουν πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Άλλωστε και το κόμμα του Ερντογάν, στο πρόγραμμά του, πριν έρθει για πρώτη φορά στην εξουσία (2002), αναφερόταν στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας.
Σήμερα πλέον τα σχέδια της Άγκυρας φαίνεται πως ωριμάζουν. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που ο γερμανικός παράγων, ανεπισήμως, διά του Hans Rühle και του National Interest δημοσιοποιεί ότι η Τουρκία έχει πάρει τον «ολισθηρό δρόμο» των πυρηνικών!
Η συγκεκριμένη εξέλιξη προβληματίζει και για αυτό καταθέτω τέσσερα βασικά σημεία σκέψης προς περαιτέρω επεξεργασία. Τα δύο πρώτα βρίσκονται στην Εισαγωγή του βιβλίου Αποτροπή και Πυρηνική Στρατηγική στον Ψυχρό Πόλεμο, στη συγγραφή του οποίου με οδήγησαν, το 2000, τα σχέδια της Άγκυρας. Σημειώνω δε πως, ακόμη και τότε, η συγκεκριμένη προειδοποίηση για τα πυρηνικά της Τουρκίας δεν ήταν η πρώτη, καθώς είχαν ήδη προηγηθεί εκείνες των συναδέλφων Ευρυβιάδη, Ήφαιστου και Πλατιά.
1ον. Τα πυρηνικά όπλα δεν έπαψαν να υπάρχουν και να διαδίδονται. Τα πυρηνικά παραμένουν ένας σημαντικός συντελεστής ισχύος στη διεθνή σκακιέρα, ο αριθμός των κατόχων ή των εν δυνάμει κατόχων τους αυξάνεται και, συνεπώς, το πρόβλημα των πυρηνικών και της διάδοσής τους θα πρέπει να εξετασθεί πολιτικά, στρατιωτικά και επιστημονικά κάτω από ένα νέο πρίσμα, στο πλαίσιο, δηλαδή των σχέσεων όχι πλέον μόνον των υπερδυνάμεων, αλλά και των περιφερειακών και συχνά γειτονικών δυνάμεων.
2ον. Στην Ελλάδα θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε συστηματικά σε επίπεδο πυρηνικής στρατηγικής για την περίπτωση που η γειτονική χώρα αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Παρά το ότι η Ελλάδα δεν είναι πυρηνική δύναμη και το πιθανότερο είναι ότι δεν σκέφτεται να γίνει (κάτι που φυσικά στα πλαίσια μίας σχέσης δράσης-αντίδρασης εξαρτάται και από τις κινήσεις της Τουρκίας), κάποιες αρχές των διεθνών σχέσεων θα πρέπει να γίνουν κατανοητές και να βρουν εφαρμογή. Οι εν λόγω αρχές, όπως επανειλημμένα έχει τονισθεί, είναι γνωστές από την εποχή του Θουκυδίδη: η ισχύς αντιμετωπίζεται ή αποτρέπεται με ισχύ και οι καλές συμφωνίες γίνονται μόνο στη βάση μίας ισορροπίας ισχύος.
3ον. Δεν είναι απαραίτητο να αποκτήσει ένα κράτος πυρηνικά, ακόμη και για να αποτρέψει μία μικρή πυρηνική δύναμη. Αρκεί να έχει τη δυνατότητα να επιφέρει στον αντίπαλο τέτοιο κόστος που αυτός θα συνειδητοποιήσει ότι θα υποστεί τις συνέπειες της απειλητικής του συμπεριφοράς. Το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, κατά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου και πριν την εκ μέρους της απόκτηση πυρηνικών όπλων, προϋπάρχει.
4ον. Η απόκτηση πυρηνικών όπλων είναι μία προσπάθεια που απαιτεί χρόνο, χρήμα και τεράστια επένδυση πολιτικού κεφαλαίου. Πολύ πιο εύκολο και ίσως πιο αποτελεσματικό μέσο για να φύγει η Τουρκία από τον «ολισθηρό δρόμο» είναι η διπλωματία. Θα πρέπει το ζήτημα να διεθνοποιηθεί και να διασφαλισθεί ότι τα εργοστάσια που θα κατασκευάσει η Ρωσία στην Τουρκία δεν θα χρησιμοποιηθούν για εμπλουτισμό πυρηνικού υλικού. Κυρίως δε, θα πρέπει μικρές και μεγάλες δυνάμεις να προειδοποιηθούν για τις συνέπειες που συνεπάγεται αυτή η προσπάθεια της Τουρκίας τόσο για τη σταθερότητα της περιοχής, όσο και τις συνέπειες στο περιβάλλον και στον άνθρωπο στην περίπτωση ενός ατυχήματος. Το Τσέρνομπιλ και η Φουκουσίμα είναι εκεί για να μας το υπενθυμίζουν. Χρειάζεται όμως, από εδώ και πέρα, να τα υπενθυμίζουμε και εμείς συστηματικά. Εν τέλει, δεν μπορεί άλλα μέτρα και σταθμά να ισχύουν για το Ιράν και άλλα για την Τουρκία.
* Είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και κάτοχος της Έδρας ΓΕΕΘΑ στις Στρατηγικές Σπουδές «Θουκυδίδης»
Είναι μετά τα πυρηνικά ατυχήματα στην Ιαπωνία που ανησυχήσαμε και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, συνειδητοποιώντας ότι περιβαλλόμαστε από χώρες που επιδίδονται στη χρήση πυρηνικής ενέργειας ή σε προσπάθειες απόκτησης πυρηνικών όπλων. Τότε έμαθε το ευρύτερο κοινό και για τα σχέδια της Τουρκίας να κατασκευάσει, σε συνεργασία με τη Ρωσία, τρία πυρηνικά εργοστάσια, στην περιοχή της Τραπεζούντας, στις Σαράντα Εκκλησιές (κοντά στα ελλαδικά σύνορα) και στο Ακούγιου, πάνω σε σεισμικό ρήγμα και απέναντι από την Κύπρο. Όμως το σχέδιο για το Ακούγιου υπάρχει πριν το 2000, όπως και οι προσπάθειες της Άγκυρας για πυρηνικά όπλα, σε συνεργασία με το Πακιστάν, πηγαίνουν πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Άλλωστε και το κόμμα του Ερντογάν, στο πρόγραμμά του, πριν έρθει για πρώτη φορά στην εξουσία (2002), αναφερόταν στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας.
Σήμερα πλέον τα σχέδια της Άγκυρας φαίνεται πως ωριμάζουν. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που ο γερμανικός παράγων, ανεπισήμως, διά του Hans Rühle και του National Interest δημοσιοποιεί ότι η Τουρκία έχει πάρει τον «ολισθηρό δρόμο» των πυρηνικών!
Η συγκεκριμένη εξέλιξη προβληματίζει και για αυτό καταθέτω τέσσερα βασικά σημεία σκέψης προς περαιτέρω επεξεργασία. Τα δύο πρώτα βρίσκονται στην Εισαγωγή του βιβλίου Αποτροπή και Πυρηνική Στρατηγική στον Ψυχρό Πόλεμο, στη συγγραφή του οποίου με οδήγησαν, το 2000, τα σχέδια της Άγκυρας. Σημειώνω δε πως, ακόμη και τότε, η συγκεκριμένη προειδοποίηση για τα πυρηνικά της Τουρκίας δεν ήταν η πρώτη, καθώς είχαν ήδη προηγηθεί εκείνες των συναδέλφων Ευρυβιάδη, Ήφαιστου και Πλατιά.
1ον. Τα πυρηνικά όπλα δεν έπαψαν να υπάρχουν και να διαδίδονται. Τα πυρηνικά παραμένουν ένας σημαντικός συντελεστής ισχύος στη διεθνή σκακιέρα, ο αριθμός των κατόχων ή των εν δυνάμει κατόχων τους αυξάνεται και, συνεπώς, το πρόβλημα των πυρηνικών και της διάδοσής τους θα πρέπει να εξετασθεί πολιτικά, στρατιωτικά και επιστημονικά κάτω από ένα νέο πρίσμα, στο πλαίσιο, δηλαδή των σχέσεων όχι πλέον μόνον των υπερδυνάμεων, αλλά και των περιφερειακών και συχνά γειτονικών δυνάμεων.
2ον. Στην Ελλάδα θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε συστηματικά σε επίπεδο πυρηνικής στρατηγικής για την περίπτωση που η γειτονική χώρα αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Παρά το ότι η Ελλάδα δεν είναι πυρηνική δύναμη και το πιθανότερο είναι ότι δεν σκέφτεται να γίνει (κάτι που φυσικά στα πλαίσια μίας σχέσης δράσης-αντίδρασης εξαρτάται και από τις κινήσεις της Τουρκίας), κάποιες αρχές των διεθνών σχέσεων θα πρέπει να γίνουν κατανοητές και να βρουν εφαρμογή. Οι εν λόγω αρχές, όπως επανειλημμένα έχει τονισθεί, είναι γνωστές από την εποχή του Θουκυδίδη: η ισχύς αντιμετωπίζεται ή αποτρέπεται με ισχύ και οι καλές συμφωνίες γίνονται μόνο στη βάση μίας ισορροπίας ισχύος.
3ον. Δεν είναι απαραίτητο να αποκτήσει ένα κράτος πυρηνικά, ακόμη και για να αποτρέψει μία μικρή πυρηνική δύναμη. Αρκεί να έχει τη δυνατότητα να επιφέρει στον αντίπαλο τέτοιο κόστος που αυτός θα συνειδητοποιήσει ότι θα υποστεί τις συνέπειες της απειλητικής του συμπεριφοράς. Το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, κατά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου και πριν την εκ μέρους της απόκτηση πυρηνικών όπλων, προϋπάρχει.
4ον. Η απόκτηση πυρηνικών όπλων είναι μία προσπάθεια που απαιτεί χρόνο, χρήμα και τεράστια επένδυση πολιτικού κεφαλαίου. Πολύ πιο εύκολο και ίσως πιο αποτελεσματικό μέσο για να φύγει η Τουρκία από τον «ολισθηρό δρόμο» είναι η διπλωματία. Θα πρέπει το ζήτημα να διεθνοποιηθεί και να διασφαλισθεί ότι τα εργοστάσια που θα κατασκευάσει η Ρωσία στην Τουρκία δεν θα χρησιμοποιηθούν για εμπλουτισμό πυρηνικού υλικού. Κυρίως δε, θα πρέπει μικρές και μεγάλες δυνάμεις να προειδοποιηθούν για τις συνέπειες που συνεπάγεται αυτή η προσπάθεια της Τουρκίας τόσο για τη σταθερότητα της περιοχής, όσο και τις συνέπειες στο περιβάλλον και στον άνθρωπο στην περίπτωση ενός ατυχήματος. Το Τσέρνομπιλ και η Φουκουσίμα είναι εκεί για να μας το υπενθυμίζουν. Χρειάζεται όμως, από εδώ και πέρα, να τα υπενθυμίζουμε και εμείς συστηματικά. Εν τέλει, δεν μπορεί άλλα μέτρα και σταθμά να ισχύουν για το Ιράν και άλλα για την Τουρκία.
* Είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και κάτοχος της Έδρας ΓΕΕΘΑ στις Στρατηγικές Σπουδές «Θουκυδίδης»