ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ - ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Ξεκάθαρο
μήνυμα ότι η Ελλάδα θα πρέπει να τηρεί με συνέπεια και αποφασιστικότητα
τις υποχρεώσεις της όπως αυτές απορρέουν από το πρόγραμμα που έχει
συμφωνηθεί, ώστε να επωφεληθεί η χώρα των ευνοϊκών πολιτικών της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), έστειλε χθες ο πρόεδρός της, κ.
Μάριο Ντράγκι, ενώ αποκάλυψε ότι η Κεντρική Τράπεζα ήταν εκείνη που
επέμεινε να μη θιγούν οι καταθέτες στην επερχόμενη ανακεφαλαιοποίηση των
ελληνικών τραπεζών.Απαντώντας σε ερώτηση της «Κ», ο κ. Ντράγκι υποστήριξε ότι για να
ξανακάνει αποδεκτά τα χαμηλής διαβάθμισης ελληνικά ομόλογα η ΕΚΤ ως
ενέχυρο παρέχοντας με τον τρόπο αυτό στις ελληνικές τράπεζες φθηνή
ρευστότητα (το γνωστό waiver που είχε αρθεί τον Φεβρουάριο), θα πρέπει η
Ελλάδα όχι απλώς να είναι σε πρόγραμμα, αλλά να το εφαρμόζει με
«συνέπεια». Μάλιστα, σημείωσε ότι απαιτείται από την ελληνική πλευρά
«ισχυρή ιδιοκτησία του προγράμματος διασφαλίζοντας την ομαλή και συνεχή
εφαρμογή του», ενώ πρόσθεσε ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν πρώτα και τα
μέτρα – ορόσημο (milestones) του προγράμματος.
Μέτρα τα οποία ακόμα δεν έχουν αποφασιστεί για τον επόμενο έλεγχο, που όπως είναι γνωστό θα καθυστερήσει λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα. Επί της ουσίας, ο κ. Ντράγκι παρέπεμψε την απόφαση για την επαναφορά του waiver για μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του πρώτου ελέγχου του νέου προγράμματος.
Η επαναφορά του waiver, δε, αποτελεί κατά τον επικεφαλής της ΕΚΤ τη βασική προϋπόθεση για να ξεκινήσει η Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Ωστόσο, δεν είναι και η μοναδική προϋπόθεση. Οπως περιέγραψε ο κ. Ντράγκι απαντώντας σε ερώτηση της «Κ», υπάρχουν άλλες τρεις προϋποθέσεις για να επωφεληθεί η χώρα του ευνοϊκού αυτού προγράμματος:
1. Να μην είναι σε εξέλιξη έλεγχος των θεσμών επί του προγράμματος.
2. Να τηρούνται τα σχετικά όρια για την κάθε χώρα – εκδότη ομολόγων. Χθες, η ΕΚΤ αποφάσισε να αυξήσει το ανώτατο όριο των ομολόγων που μπορεί να κατέχει για κάθε χώρα από το 25% του εμπορεύσιμου χρέους της στο 33%. Το εμπορεύσιμο χρέος της Ελλάδας αυτή τη στιγμή είναι 59 δισ. ευρώ και η ΕΚΤ έχει στα χέρια της τα 20 δισ. ευρώ (33,9%). Δηλαδή, οριακά πληροί το εν λόγω κριτήριο και οι αγορές που θα μπορούσαν να γίνουν είναι περιορισμένες.
3. Να έχει καταρτιστεί έκθεση βιωσιμότητας (DSA) του ελληνικού χρέους που θα αποδεικνύει ότι αυτό είναι διαχειρίσιμο. Εκθεση που κρίνεται απαραίτητη για να αναλάβει το ρίσκο η ΕΚΤ της αγοράς περισσότερων ελληνικών ομολόγων.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της επερχόμενης ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών και το ενδεχόμενο συμμετοχής των καταθετών μέσω «κουρέματος» των καταθέσεών τους (bail in), ο κ. Ντράγκι επιβεβαίωσε τις πληροφορίες της «Κ» ότι η ΕΚΤ ήταν εκείνη που στο κρίσιμο Eurogroup επέμεινε να μη συμμετάσχουν οι καταθέτες. Οπως αποκάλυψε χθες «είναι γεγονός ότι η ΕΚΤ επέμενε το εργαλείο του bail in να μην εφαρμοστεί στους καταθέτες», καθώς ως μέτρο θα ήταν «αντιπαραγωγικό» για την οικονομία της Ελλάδας και της Ευρωζώνης και θα έπληττε χιλιάδες αποταμιευτές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι η άποψη της ΕΚΤ έγινε αποδεκτή, αλλά δεν έγινε εξίσου αποδεκτή και η θέση της ΕΚΤ για τη συμμετοχή των ομολογιούχων. Πάντως, δήλωσε ότι οι καταθέσεις δεν θα «κουρευτούν».
Μέτρα τα οποία ακόμα δεν έχουν αποφασιστεί για τον επόμενο έλεγχο, που όπως είναι γνωστό θα καθυστερήσει λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα. Επί της ουσίας, ο κ. Ντράγκι παρέπεμψε την απόφαση για την επαναφορά του waiver για μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του πρώτου ελέγχου του νέου προγράμματος.
Η επαναφορά του waiver, δε, αποτελεί κατά τον επικεφαλής της ΕΚΤ τη βασική προϋπόθεση για να ξεκινήσει η Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Ωστόσο, δεν είναι και η μοναδική προϋπόθεση. Οπως περιέγραψε ο κ. Ντράγκι απαντώντας σε ερώτηση της «Κ», υπάρχουν άλλες τρεις προϋποθέσεις για να επωφεληθεί η χώρα του ευνοϊκού αυτού προγράμματος:
1. Να μην είναι σε εξέλιξη έλεγχος των θεσμών επί του προγράμματος.
2. Να τηρούνται τα σχετικά όρια για την κάθε χώρα – εκδότη ομολόγων. Χθες, η ΕΚΤ αποφάσισε να αυξήσει το ανώτατο όριο των ομολόγων που μπορεί να κατέχει για κάθε χώρα από το 25% του εμπορεύσιμου χρέους της στο 33%. Το εμπορεύσιμο χρέος της Ελλάδας αυτή τη στιγμή είναι 59 δισ. ευρώ και η ΕΚΤ έχει στα χέρια της τα 20 δισ. ευρώ (33,9%). Δηλαδή, οριακά πληροί το εν λόγω κριτήριο και οι αγορές που θα μπορούσαν να γίνουν είναι περιορισμένες.
3. Να έχει καταρτιστεί έκθεση βιωσιμότητας (DSA) του ελληνικού χρέους που θα αποδεικνύει ότι αυτό είναι διαχειρίσιμο. Εκθεση που κρίνεται απαραίτητη για να αναλάβει το ρίσκο η ΕΚΤ της αγοράς περισσότερων ελληνικών ομολόγων.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της επερχόμενης ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών και το ενδεχόμενο συμμετοχής των καταθετών μέσω «κουρέματος» των καταθέσεών τους (bail in), ο κ. Ντράγκι επιβεβαίωσε τις πληροφορίες της «Κ» ότι η ΕΚΤ ήταν εκείνη που στο κρίσιμο Eurogroup επέμεινε να μη συμμετάσχουν οι καταθέτες. Οπως αποκάλυψε χθες «είναι γεγονός ότι η ΕΚΤ επέμενε το εργαλείο του bail in να μην εφαρμοστεί στους καταθέτες», καθώς ως μέτρο θα ήταν «αντιπαραγωγικό» για την οικονομία της Ελλάδας και της Ευρωζώνης και θα έπληττε χιλιάδες αποταμιευτές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι η άποψη της ΕΚΤ έγινε αποδεκτή, αλλά δεν έγινε εξίσου αποδεκτή και η θέση της ΕΚΤ για τη συμμετοχή των ομολογιούχων. Πάντως, δήλωσε ότι οι καταθέσεις δεν θα «κουρευτούν».