Σύμφωνα με την αριστερή, «αντι-ιμπεριαλιστική» οπτική, οι ΗΠΑ, μέσω του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ, είχαν σκοπό να μετατρέψουν την Ελλάδα σε «προτεκτοράτο». Το αποικιοκρατικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα εναντίον ενός διαφορετικού εχθρoύ-εισβολέα (της Γερμανίας, πρωτίστως) μαρτυρεί μια παλιά αυταπάτη: η Ελλάδα ήταν και παραμένει θύμα των μεγάλων ξένων δυνάμεων της Δύσης (ποτέ της Ανατολής). Και οι ηγεσίες της ήταν και παραμένουν «πιόνια» σ’ ένα παιχνίδι που τις υπερβαίνει.
Στη δεκαετία του 1940, η αμερικανική πολιτική έναντι της Ελλάδας ήταν, αντίθετα απ’ ό,τι υπαγορεύει το αντιαμερικανικό μένος, μάλλον αδιάφορη: οι ΗΠΑ, αν και αναγνώριζαν τη βρετανική επιρροή στη νοτιοανατολική Ευρώπη, πίστευαν ότι η Βρετανία κάνει λάθος να μπερδεύεται στο πολιτειακό ζήτημα που δίχαζε τους Έλληνες. Εξάλλου, θεωρούσαν αναχρονιστική την ιδέα της επιβολής του Γεωργίου Β΄, ενώ έδειχναν συμπάθεια στους βενιζελικούς και στο «ρεπουμπλικανικό» ΕΑΜ. Όσο για τον Ρούσβελτ, αντιτίθετο όχι μόνο στην ιδέα επιβολής της μοναρχίας –η οποία είχε, ωστόσο, σχετικά κάποια λαϊκή αποδοχή– αλλά και στη στρατηγική των ζωνών επιρροής σύμφωνα με το αποικιοκρατικό πρότυπο. Αυτό που προπάντων ενδιέφερε τους Αμερικανούς ήταν το ελεύθερο εμπόριο, η απρόσκοπτη εφαρμογή της Open Door Policy την οποίαν προωθούσαν από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Έτσι, οι ΗΠΑ αποδοκίμασαν τη βρετανική εμπλοκή στα Δεκεμβριανά με αποτέλεσμα να δυσαρεστηθεί ο Τσόρτσιλ μολονότι δεν υπήρχε πιο φιλοαμερικανός Βρετανός πολιτικός από τον Τσόρτσιλ (μεταξύ άλλων διότι το αίμα νερό δεν γίνεται). Όμως ο Ρούσβελτ πέθανε πολύ νωρίτερα από τον Τσόρτσιλ – και στη συνέχεια ο Τρούμαν απομάκρυνε τις ΗΠΑ από τη συμμαχική φιλία με την ΕΣΣΔ. Μετά τη ρίψη των βομβών στην Ιαπωνία, το αμερικανοσοβιετικό ειδύλλιο πήρε τέλος: η ΕΣΣΔ άρχισε να αντιμετωπίζεται πάλι σαν αυτό που ήταν – ένα ολοκληρωτικό κράτος με επεκτατικές φιλοδοξίες που απειλούσε να παραβιάσει, υπογείως, τη Συμφωνία της Γιάλτας.
Το 1946 ο Ψυχρός Πόλεμος άρχισε να παίρνει σχήμα, αλλά η αμερικανική πολιτική έναντι της Ελλάδας δεν ήταν σαφώς ψυχροπολεμική. Όπως ορθά αναφέρουν ο Σ. Καλύβας και ο Ν. Μαραντζίδης, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα δεν αντιμετώπιζε τους Έλληνες κομμουνιστές σαν όργανα της Μόσχας και σαν απειλή για τη δημοκρατική εξομάλυνση, την οποίαν οι ΗΠΑ θεωρούσαν απαραίτητη. O πρέσβης Λίνκολν ΜακΒέι κατηγορούσε την κυβέρνηση Σοφούλη για έμμονες ιδέες βασιλοφροσύνης και για αντικομμουνιστική σταυροφορία που έριχνε δημοκρατικούς πολίτες στην αγκαλιά της αριστεράς. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη απεδείχθη ακόμα χειρότερη ως προς αυτή την πολιτική και ως προς όλα τα άλλα.
Μετά το χτύπημα στο Λιτόχωρο, ο ΜακΒέι επείσθη ότι η ΕΣΣΔ υποκινούσε τα αντάρτικα κινήματα και ότι προτίθετο να εγκαταστήσει «λαϊκές δημοκρατίες» σε όλες τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης: αλήθεια ήταν – αλλά τα γεγονότα του φθινοπώρου του 1946 δεν έδειχναν ακόμα ξεκάθαρα τις επιδιώξεις του ΚΚΕ το οποίο συμμετείχε «κανονικά» στο δημοψήφισμα για την επιστροφή του Γεωργίου Β΄. Φυσικά, τίποτα δεν ήταν «κανονικό» στην Ελλάδα εκείνης της εποχής, όπου, από τη μια πλευρά συντασσόταν το παρακράτος (ελλείψει κράτους) κι από την άλλη οι δυνάμεις του ΚΚΕ το οποίο είχε δημιουργήσει πολλές μετωπικές οργανώσεις ήδη από το 1941. Η επιστροφή του βασιλιά προκάλεσε την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης: σ’ αυτό το χρονικό σημείο οι ΗΠΑ άρχισαν να επεμβαίνουν ενεργά, κυρίως μετά το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για χορήγηση δανείου.
Εδώ η μυθολογία οργιάζει: οι ΗΠΑ θεωρούνται ο «δάκτυλος» που πυροδότησε τον εμφύλιο πόλεμο και χρηματοδότησε τη λευκή τρομοκρατία και στη συνέχεια τον κυβερνητικό στρατό. Αλλά, όπως φαίνεται από την έκθεση της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα και από την εκτεταμένη βιβλιογραφία, το 1947, οι Αμερικανοί φαίνονταν αμήχανοι μπροστά στους αναξιόπιστους Έλληνες χωρικούς, τους ακροδεξιούς και βασιλόφρονες· αναρωτιούνταν μάλιστα πώς τέτοιοι άνθρωποι είχαν προσφέρει τόσα στον πόλεμο εναντίον των Γερμανών. (Προφανώς δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι.) Τέλος πάντων, η αμερικανική βοήθεια δόθηκε – με μισή καρδιά και με τη δικαιολογημένη προϋπόθεση της επιτήρησης στη χρήση των δανείων.
Αν μελετήσει κανείς τα ντοκουμέντα σχετικά με την εικόνα των ΗΠΑ για τον εμφύλιο πόλεμο θα διαπιστώσει ότι, αρχικά, δεν περίμεναν ούτε την έκταση, ούτε τη διάρκεια, ούτε την αγριότητα της σύγκρουσης. Και ότι, από το καλοκαίρι του 1947, δεν είχαν πια καμιά αυταπάτη: η Ελλάδα εντάχθηκε στο πρόγραμμα ανάσχεσης του κομμουνισμού που συνιστούσε τον βασικό κορμό της πολιτικής της Δύσης στον Ψυχρό Πόλεμο. Κοντολογίς, οι ΗΠΑ δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο στην έκρηξη του εμφυλίου πολέμου, αλλά ούτε και στη διατήρηση του σκοταδιστικού και διεφθαρμένου ακροδεξιού καθεστώτος. Θα έλεγα μάλιστα, κόντρα σε όλη την αριστερή και αντιαμερικανική προπαγάνδα, ότι προσπάθησαν –ματαίως– να προωθήσουν κάποια μορφή εκσυγχρονισμού.
Όπως επισημαίνει ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, τον οποίον παραθέτουν στο βιβλίο τους ο Σ. Καλύβας και ο Ν. Μαραντζίδης, «στην Ελλάδα συγκρούστηκαν, κατά βάση, δύο αντιλήψεις: η αμερικανική αντίληψη του επαγγελματισμού και της αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, και οι “αντιστάσεις” του ελληνικού πελατειακού συστήματος (ειδικά των “παλαιών”, προπολεμικών κομμάτων) απέναντι στην έξωθεν επιβολή του εκσυγχρονισμού, χωρίς τον οποίο όμως, η επιβίωση του φιλελεύθερου καθεστώτος θα ήταν περίπου αδύνατη. Αυτή η σύγκρουση, ωστόσο, απεκρύβη σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι πράγματι η αμερικανική βοήθεια προκάλεσε το φαινόμενο της τεράστιας εξάρτησης, ενώ συχνά αναλήφθηκε με άγνοια των τοπικών συνθηκών».
Κουτσά-στραβά, οι ντόπιες ηγεσίες κατάφεραν να διατηρήσουν την Ελλάδα στον δυτικό κόσμο. Όμως, το σχέδιο Μάρσαλ, μολονότι βοήθησε τη ρημαγμένη ελληνική οικονομία, δεν είχε τα αποτελέσματα που είχε σε άλλες χώρες. Οι οικονομικοί πόροι δεν κατανεμήθηκαν δίκαια σε όλη την επικράτεια και, φυσικά, μεγάλο μέρος τους καταναλώθηκαν στον στρατό – για μια ακόμα φορά, αποδειχθήκαμε ανίκανοι να διαχειριστούμε χρήματα· ξένα χρήματα. Η πελατοκρατία έφτασε στο απόγειό της ενώ οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις δεν έγιναν ποτέ.
Οι ΗΠΑ πίεζαν στην κατεύθυνση κεντρώων κυβερνήσεων, θεσμών, δημοκρατικής –όχι αυταρχικής– πολιτικής κουλτούρας. Αλλά είχαν απέναντί τους ένα βαθιά αμαθές πολιτικό προσωπικό που εμφορείτο μόνο από μια αρνητική θέση –τον αντικομμουνισμό– κι από καμιά θετική. Αν διαβάσει κανείς την επιστολή “A Miracle in Greece” του Αμερικανού απεσταλμένου διπλωμάτη στην Ελλάδα Πολ Πόρτερ, θα διαπιστώσει ότι όχι μόνον το θαύμα δεν συνέβη, αλλά κι ότι η ελληνική νοοτροπία άλλαξε λίγο ή καθόλου από το 1947.