Σε τι εύκολα μπορούν να ζητήσουν περισσότερη συνοχή και ενιαία στάση οι Μέρκελ - Ολάντ είναι γνωστό: Στην αντιμετώπιση του προσφυγικού, στις σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία, στην αντιμετώπιση της απειλής του Brexit, στη θέση της ΕΕ - Ευρωζώνης στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και ειδικότερα στο πλαίσιο της Διατλαντικής Σχέσης όπως φιλοδοξεί να την πλαισιώσει η Συνθήκη ΤΤΙΡ (Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων). Αρκούν τα παραπάνω να πείσουν ότι Γερμανία και Γαλλία έχουν εκ νέου κοινό παρονομαστή ζωτικών συμφερόντων, την ώρα που συγκρούονται μετωπικά οι προτάσεις Ολάντ και Σόιμπλε για το μέλλον της Ευρωζώνης;
Ποιο όφελος μπορεί να υπάρξει για τον Ολάντ να προτάξει την ενδυνάμωση του Γαλλογερμανικού Αξονα από έναν ηγετικό ρόλο στον Νότο της Ευρωζώνης, με δεδομένο ότι η γερμανική Ευρωζώνη του Σόιμπλε δεν συνθλίβει μόνον την Ελλάδα και αποσταθεροποιεί την Ιταλία και την Ισπανία, αλλά οδηγεί σε κοινωνική έκρηξη και πολιτική αποσταθεροποίηση την ίδια τη Γαλλία;
Με τα παραπάνω δεδομένα χωρίς αναφορά στην κρίση της Ευρωζώνης και την ανάγκη εξύφανσης κοινωνικοοικονομικών ισορροπιών που να εγγυώνται επιστροφή στην ανάπτυξη και αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής και της πολιτικής σταθερότητας, η κοινή ομιλία στο Στρασβούργο μπορεί να καταγραφεί ως διαπίστωση στρατηγικών αποκλίσεων.
Οταν ο Σαρκοζί άλλαξε πολιτική και υπετάγη άνευ όρων στη Μέρκελ τον Ιούνιο του 2010, ήλπιζε ότι η άνευ όρων εναρμόνισή του με το Βερολίνο θα του αποφέρει πολιτικό μέρισμα που θα εγγυάται την επανεκλογή του το 2012. Σήμερα ο Ολάντ, τρίτος στις δημοσκοπήσεις και εκτός δεύτερου γύρου της προεδρικής εκλογής του 2017 δεν έχει παρόμοιες αυταπάτες, γνωρίζει ότι η διαφοροποίηση από τη δημοσιονομική λιτότητα του Σόιμπλε είναι προϋπόθεση κοινωνικής σταθερότητας για τη Γαλλία και πολιτικής επιβίωσης του Σοσιαλιστικού Κόμματος και διαφύλαξης της δικής του πολιτικής υστεροφημίας.