Αν η ακινησία, το
στάτους κβο στην Ευρωζώνη οδηγεί σε αδιέξοδο, τότε ποια είναι η
εναλλακτική λύση; Στα τέλη Ιουλίου και με επιταχυντή το ψυχόδραμα της
ελληνικής κρίσης, έχουν ξεκαθαρίσει οι θέσεις του Βερολίνου και του
Παρισιού που βρίσκονται στους αντίποδες.
Η Γερμανία θέτει ως προαπαιτούμενο για μια μη αντιστρέψιμη εμπλοκή της στη θωράκιση και ενίσχυση της Ευρωζώνης την περαιτέρω εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε όφελος ενός υπερυπουργείου Οικονομικών της Ευρωζώνης, το οποίο επί της ουσίας θα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη σύνταξη των εθνικών προϋπολογισμών των κρατών-μελών. Ζητά δηλαδή μια ομοσπονδιακού τύπου ενίσχυση του άκαμπτου πλαισίου που έχει διαμορφωθεί από το Σύμφωνο Σταθερότητας και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, και στη συνέχεια να δεχθεί να συζητήσει την αμοιβαιοποίηση του κινδύνου, τη μεταφορά πόρων και τον κοινό δανεισμό. Τα παραπάνω ερμηνεύουν και την άκαμπτη θέση Σόιμπλε απέναντι στην Αθήνα στο πεντάμηνο Φεβρουαρίου-Ιουνίου ως προειδοποίηση προς τους απροσάρμοστους του Δημοσιονομικού Συμφώνου, Παρίσι και Ρώμη.
Η Γαλλία, ύστερα από αμηχανία λίγων μηνών και αμέσως μετά την ανοικτή της αντιπαράθεση με τη Γερμανία σε σχέση με την Ελλάδα στη Σύνοδο Κορυφής των 19 της Ευρωζώνης στις 12-13/7, απαντά με την πρόταση Ολάντ για κυβέρνηση της Ευρωζώνης και κοινοβούλιο του σκληρού πυρήνα των χωρών που θα την υιοθετήσουν, με πιο πιθανή σύνθεση τους έξι (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία συν οι τρεις της Μπενελούξ) που υπέγραψαν τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957. Με δυο λόγια, το Βερολίνο θέλει αδιαπραγμάτευτους αυτοματισμούς κυβερνητικής διαχείρισης, την ίδια στιγμή που το Παρίσι θέλει τις κρίσιμες δημοσιονομικές επιλογές να γίνονται με πολιτική διαπραγμάτευση. Με τα σημερινά δεδομένα, καμία από τις δύο παραπάνω προτάσεις δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ούτε υπάρχει προοπτική μιας σύνθεσής τους όπως γινόταν στο παρελθόν ανάμεσα στις προτάσεις Γαλλίας και Γερμανίας.
Κυρίως η Γαλλία αλλά και η Ιταλία έχουν φθάσει στα όρια των αντοχών της κοινωνικής και της πολιτικής τους σταθερότητας, με τη συνεχή πίεση που υφίστανται ο Ολάντ και ο Ρέντσι για περαιτέρω προσαρμογή στους κανόνες της γερμανικής δημοσιονομικής λιτότητας. Αν δεν αντισταθούν στις πιέσεις του Βερολίνου, οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις θα πριμοδοτήσουν τον αντιευρωπαϊκό λαϊκισμό του Εθνικού Μετώπου της Λεπέν στη Γαλλία αλλά και ένα ετερόκλητο μέτωπο υπέρ της λιρέτας στην Ιταλία από το Κίνημα του Γκρίλο, τη Λέγκα του Σαλβίνι και τη Φόρτσα Ιτάλια του Καβαλιέρε.
Η Γερμανία θέτει ως προαπαιτούμενο για μια μη αντιστρέψιμη εμπλοκή της στη θωράκιση και ενίσχυση της Ευρωζώνης την περαιτέρω εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε όφελος ενός υπερυπουργείου Οικονομικών της Ευρωζώνης, το οποίο επί της ουσίας θα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη σύνταξη των εθνικών προϋπολογισμών των κρατών-μελών. Ζητά δηλαδή μια ομοσπονδιακού τύπου ενίσχυση του άκαμπτου πλαισίου που έχει διαμορφωθεί από το Σύμφωνο Σταθερότητας και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, και στη συνέχεια να δεχθεί να συζητήσει την αμοιβαιοποίηση του κινδύνου, τη μεταφορά πόρων και τον κοινό δανεισμό. Τα παραπάνω ερμηνεύουν και την άκαμπτη θέση Σόιμπλε απέναντι στην Αθήνα στο πεντάμηνο Φεβρουαρίου-Ιουνίου ως προειδοποίηση προς τους απροσάρμοστους του Δημοσιονομικού Συμφώνου, Παρίσι και Ρώμη.
Η Γαλλία, ύστερα από αμηχανία λίγων μηνών και αμέσως μετά την ανοικτή της αντιπαράθεση με τη Γερμανία σε σχέση με την Ελλάδα στη Σύνοδο Κορυφής των 19 της Ευρωζώνης στις 12-13/7, απαντά με την πρόταση Ολάντ για κυβέρνηση της Ευρωζώνης και κοινοβούλιο του σκληρού πυρήνα των χωρών που θα την υιοθετήσουν, με πιο πιθανή σύνθεση τους έξι (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία συν οι τρεις της Μπενελούξ) που υπέγραψαν τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957. Με δυο λόγια, το Βερολίνο θέλει αδιαπραγμάτευτους αυτοματισμούς κυβερνητικής διαχείρισης, την ίδια στιγμή που το Παρίσι θέλει τις κρίσιμες δημοσιονομικές επιλογές να γίνονται με πολιτική διαπραγμάτευση. Με τα σημερινά δεδομένα, καμία από τις δύο παραπάνω προτάσεις δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ούτε υπάρχει προοπτική μιας σύνθεσής τους όπως γινόταν στο παρελθόν ανάμεσα στις προτάσεις Γαλλίας και Γερμανίας.
Κυρίως η Γαλλία αλλά και η Ιταλία έχουν φθάσει στα όρια των αντοχών της κοινωνικής και της πολιτικής τους σταθερότητας, με τη συνεχή πίεση που υφίστανται ο Ολάντ και ο Ρέντσι για περαιτέρω προσαρμογή στους κανόνες της γερμανικής δημοσιονομικής λιτότητας. Αν δεν αντισταθούν στις πιέσεις του Βερολίνου, οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις θα πριμοδοτήσουν τον αντιευρωπαϊκό λαϊκισμό του Εθνικού Μετώπου της Λεπέν στη Γαλλία αλλά και ένα ετερόκλητο μέτωπο υπέρ της λιρέτας στην Ιταλία από το Κίνημα του Γκρίλο, τη Λέγκα του Σαλβίνι και τη Φόρτσα Ιτάλια του Καβαλιέρε.