29 Ιουλίου 2015

Σ’ αυτόν τον άξενο πόντο (από το ημερολόγιο ενός υποδεκανέα)

Σ’ αυτόν τον άξενο πόντο

Δειλοί και ανίκανοι, σκοτώσατε την Πενθεσίλεια, την ελπίδα και την ομορφιά, το φως και τη χαρά μας
(από το ημερολόγιο ενός υποδεκανέα)
Είδα πρώτη φορά τη θάλασσα -«Πρώτη φορά θάλασσα» σημείωσα σε τούτο το τεφτέρι- όταν συνάχτηκαν τα καράβια των Αχαιών και άνοιξαν πανιά για την Τροία. Θα ξαναδώ άραγε ποτέ τ’ αγαπημένα βουνά της Αιτωλίας και τα ποτάμια μας, τον θείο Αχελώο και τον Εύηνο, που κατεβαίνουν θεριεμένοι στα ψηλώματα και γαληνεύουν χαμηλά, κυλώντας ράθυμα στη φαρδιά τους κοίτη;

Ο καιρός περνάει και φοβάμαι ότι θα μείνω για πάντα σ’ αυτόν τον άξενο πόντο, σε τούτη τη στέρφα γη, που όσο αίμα την ποτίζεις τόσο περισσότερο ζητάει. Ποτέ, όσο ξέρω και θυμάμαι στην άχαρη ζωή μου, δεν χρειάστηκε τόσος λίγος χρόνος για να γκρεμιστούν τόσες πολλές προσδοκίες με τόσο μεγάλο κρότο. Αν οι προφάσεις των αρχηγών μας είναι τα ψηλά άπαρτα τείχη των Τρώων -κάτι για... συσχετισμούς έλεγε τις προάλλες ο πολύτροπος Οδυσσέας- προς τι οι ιαχές και οι κλαγγές των όπλων όταν φύσηξε επιτέλους ούριος άνεμος στην Αυλίδα και πήραν αέρα τα πανιά μας;
Ξέρετε τι λένε στο χωριό μου, στα Κράβαρα, για ένα άχρηστο όργανο που του φταίει πάντα κάτι άλλο; Τι νταούλια και ζουρνάδες, τι κλαρίνα και πλαγίαυλους ακούσαμε, ότι θα κάτσουν σούζα τώρα οι αγορές και τα παζάρια, οι ηγεμόνες Ανατολής και Δύσης. Είναι γλυκό το πιοτό της εξουσίας, ποιος δεν το ξέρει, κι εμείς πληρώνουμε τώρα το μεθύσι τους.

Ηταν και οι άλλοι βέβαια, που λέγανε να φύγουμε απ’ αυτή τη σφηκοφωλιά, να γυρίσουμε στους κάμπους και στα λιβάδια μας, να σπείρουμε και να θρέψουμε τα ζωντανά μας. Είχαν αράξει στη γωνιά τους απόμακροι και πρόβλεπαν σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς σαν τη σαλή Κασσάνδρα. Δούλος ο λαός μας, δούλος στα σκλαβοπάζαρα του κόσμου. «Η πρόγνωσή σας ασφαλής, θα πέσει η πόλη» λέει ο άλλος που γνώριζε από ήττες.
Μαζί ξεκινήσαμε με τους ηγέτες, τους οδηγητές μας, να κουρσέψουμε το Ιλιον, τα θερινά ανάκτορα Γενάρη μήνα, φτάσαμε στον Ιούλη με τα κυνικά καύματα και να ’μαστε εδώ, ανδρείκελα στης μοίρας τα χέρια. Δειλοί και ανίκανοι, σκοτώσατε την Πενθεσίλεια, την ελπίδα και την ομορφιά, το φως και τη χαρά μας. Το βλέπω τώρα καθαρά, σε κάποιο χαντάκι θα με βρούνε, παγωμένο. Τούτες τις μέρες δεν θέλω να βλέπω άνθρωπο. Είμαι οργισμένος. Κι όπως πάντα, ανίσχυρος...
Θερσίτης
για την αντιγραφή Θ.Μ.