Μέρκελ και
Ολάντ συναντώνται απόψε στο Παρίσι για να αξιολογήσουν τις συνέπειες
του δημοψηφίσματος στην Ελλάδα και έχουν μπροστά τους μια διπλή
πρόκληση:Πρώτον να βρουν έναν μεταξύ τους κοινό
παρονομαστή καθώς την περασμένη βδομάδα ο μεν Ολάντ πίεζε για μια
τελευταία προσφορά στην ελληνική πλευρά με ζητούμενο τη ματαίωση του
δημοψηφίσματος, η δε Μέρκελ την Τετάρτη έκοψε κάθε συζήτηση για
αναζήτηση συμβιβασμού πριν από το χθεσινό δημοψήφισμα. Σύμφωνα με τη
«Μοντ» δεν επρόκειτο απλώς για κακοφωνία αλλά για τη σοβαρότερη κρίση
στις διμερείς σχέσεις Γαλλίας-Γερμανίας των τελευταίων ετών. Ακόμη και η
διατύπωση της σχετικής ανακοίνωσης της Γαλλικής Προεδρίας που αναφέρει
ότι η συνάντηση γίνεται στο πλαίσιο της σταθερής συνεργασίας των δύο
πλευρών να βρεθεί βιώσιμη λύση στην Ελλάδα αποτυπώνει τη βούληση Ολάντ
για συνολική λύση.
Δεύτερον να υπάρξει λύση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κανόνων που να επιδρά άμεσα σταθεροποιητικά στην Ελλάδα και εδώ το ζητούμενο προβάλλει ως εξαιρετικά περίπλοκο και θεσμικά και επί της ουσίας. Η Γαλλογερμανική Σύνοδος Κορυφής θα πρέπει λογικά να έχει ως άμεση συνέχεια Σύνοδο Κορυφής είτε της Ευρωζώνης είτε της ΕΕ με τις όποιες τελικές αποφάσεις να λαμβάνονται στο Eurogroup. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα πώς όλα τα παραπάνω μπορούν να υλοποιηθούν μέσα στις 48 ώρες εντός των οποίων η Αθήνα ζητά λύση με μόνη διασφάλιση το ότι αν υπάρχει πολιτική βούληση η λύση δεν χάνεται λόγω προθεσμιών.
Στα παραπάνω υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για την ουσία και το περιεχόμενο της οποιασδήποτε λύσης: Πώς μπορεί να εξισορροπήσει μια λύση όχι απλά και μόνον στον συμβιβασμό που βρισκόταν στο παρά πέντε πριν η Αθήνα προκηρύξει το δημοψήφισμα αλλά που να εμφανίζει ταυτόχρονα την πλευρά των εταίρων μας ότι δεν δίνει στην Ελλάδα αποκλίσεις από την πειθαρχία που ισχύει συνολικά, αλλά και την κυβέρνηση ότι πέτυχε κάτι καλύτερο από τις προτάσεις που απέρριψε πριν από την αποχώρηση από το τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Επιπλέον το συντριπτικό ποσοστό υπέρ του Οχι καθιστά ακόμη πιο δυσχερή την αποδοχή ακόμη και της τελευταίας πρότασης που είχε υποβάλει η Αθήνα. Σε επίπεδο δηλώσεων η συντριπτική πλειοψηφία των εταίρων έχει διαψεύσει τα σενάρια για Grexit και άφησε ανοικτή την πόρτα στις διαπραγματεύσεις. Ενα είναι βέβαιο: το επικοινωνιακό και ουσιαστικό κόστος του συμβιβασμού θα είναι μεγαλύτερο κυρίως για την ελληνική πλευρά.
kapopoulos@pegasus.gr
Δεύτερον να υπάρξει λύση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κανόνων που να επιδρά άμεσα σταθεροποιητικά στην Ελλάδα και εδώ το ζητούμενο προβάλλει ως εξαιρετικά περίπλοκο και θεσμικά και επί της ουσίας. Η Γαλλογερμανική Σύνοδος Κορυφής θα πρέπει λογικά να έχει ως άμεση συνέχεια Σύνοδο Κορυφής είτε της Ευρωζώνης είτε της ΕΕ με τις όποιες τελικές αποφάσεις να λαμβάνονται στο Eurogroup. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα πώς όλα τα παραπάνω μπορούν να υλοποιηθούν μέσα στις 48 ώρες εντός των οποίων η Αθήνα ζητά λύση με μόνη διασφάλιση το ότι αν υπάρχει πολιτική βούληση η λύση δεν χάνεται λόγω προθεσμιών.
Στα παραπάνω υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για την ουσία και το περιεχόμενο της οποιασδήποτε λύσης: Πώς μπορεί να εξισορροπήσει μια λύση όχι απλά και μόνον στον συμβιβασμό που βρισκόταν στο παρά πέντε πριν η Αθήνα προκηρύξει το δημοψήφισμα αλλά που να εμφανίζει ταυτόχρονα την πλευρά των εταίρων μας ότι δεν δίνει στην Ελλάδα αποκλίσεις από την πειθαρχία που ισχύει συνολικά, αλλά και την κυβέρνηση ότι πέτυχε κάτι καλύτερο από τις προτάσεις που απέρριψε πριν από την αποχώρηση από το τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Επιπλέον το συντριπτικό ποσοστό υπέρ του Οχι καθιστά ακόμη πιο δυσχερή την αποδοχή ακόμη και της τελευταίας πρότασης που είχε υποβάλει η Αθήνα. Σε επίπεδο δηλώσεων η συντριπτική πλειοψηφία των εταίρων έχει διαψεύσει τα σενάρια για Grexit και άφησε ανοικτή την πόρτα στις διαπραγματεύσεις. Ενα είναι βέβαιο: το επικοινωνιακό και ουσιαστικό κόστος του συμβιβασμού θα είναι μεγαλύτερο κυρίως για την ελληνική πλευρά.
kapopoulos@pegasus.gr