Σύνταξη-Εκατοντάδες θύματα της ναζιστικής θηριωδίας που έμειναν αγνοημένοι από την επίσημη ελληνική ιστορία
Του Στάθη Ταξίδη*
Οι Πύργοι Πτολεμαΐδας (πρώην Καστράνιτσα) είναι ένα πανέμορφο και ιστορικό χωριό, χτισμένο στους βόρειους πρόποδες του Βερμίου, κοντά στη λίμνη Βεγορίτιδα, με συνεχή εγκατοίκηση από την αρχαιότητα.Στο χωριό εγκαταστάθηκαν την άνοιξη του 1924 πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής από τον Πόντο και τη Βιθυνία και σήμερα αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων.Δεύτερη φορά μέσα σε είκοσι, περίπου, χρόνια οι προσφυγικής καταγωγής κάτοικοι του χωριού γίνονται τραγικά θύματα της ιστορίας και υφίστανται γενοκτονία και ολοκαύτωμα με θύτες τη φορά αυτή τους ηθικούς αυτουργούς της γενοκτονίας τους στη Μικρά Ασία και τον Πόντο, τους Γερμανούς.
Αυτή τη φορά οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους από την ομάδα Πούλου αλλά και από το παρακείμενο χωριό Πελαργός (πρώην Μουλαλάρ) –δυστυχώς δυτικοποντιακής καταγωγής– την άνοιξη του 1944 αφανίζουν το χωριό.
Φέτος συμπληρώνονται 71 χρόνια από την αποφράδα εκείνη μέρα που σημάδεψε με τραγικό τρόπο τη σύγχρονη ιστορία των Πύργων, και όπως κάθε χρόνο οι απόγονοι των τριακοσίων σαράντα θυμάτων της γερμανικής θηριωδίας θα συγκεντρωθούν στους Πύργους την Κυριακή 3 Μαΐου 2015 για να αποτίσουν τον ελάχιστο φόρο τιμής στους προσφιλείς νεκρούς των, οι οποίοι έμειναν αγνοημένοι από την επίσημη ελληνική ιστορία, που άλλωστε παρουσιάζει λευκές σελίδες σε πολλά της σημεία.
Ο άδικος χαμός των δεν συγκλόνισε κανέναν καλλιτέχνη όπως η Γκουέρνικα τον Αραμπάλ και τον Πικάσο. Συγκλόνισε όμως και συγκλονίζει όλους τους συγχωριανούς τους που με δάκρυα στα μάτια παρακολουθούν κάθε χρόνο την επιμνημόσυνη τελετή.Κι αν δεν σας κάναμε αιώνιο τραγούδι, δεν φταίμε εμείς./ Σε τούτο τον τόπο είναι πολλά από αυτά που το ύψος τους φαίνεται δύσκολα. («Επιμνημόσυνη γονυκλισία», του Νικηφόρου Βρεττάκου).
Το Ιστορικό
Ξημέρωνε στο χωριό η 23 Απριλίου του 1944, του Αγίου Γεωργίου ταυτόχρονα με την Κυριακή του Θωμά, όταν την ησυχία διατάραξαν ομοβροντίες οβίδων και κροταλίσματα πολυβόλων. Τρομαγμένοι και ανάστατοι οι κάτοικοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους και ξεχύθηκαν στους δρόμους, παίρνοντας μαζί τους ό,τι προλάβαιναν. Αλλόφρονες κατευθύνονταν προς τις δασωμένες πλαγιές του Βερμίου για να σωθούν.
Οι Γερμανοί από το Αμύνταιο, με επικεφαλής αξιωματικούς της Γκεστάπο, καθοδηγούμενοι από ομάδα ντόπιων συνεργατών τους από παρακείμενο χωριό, μπήκαν στην Κάτω Συνοικία, ενώ άλλη ομάδα Γερμανών από την Πτολεμαΐδα, συνοδευόμενη από άνδρες του δοσίλογου Πούλου, είχε εισβάλει, ταυτόχρονα με την πρώτη, στην Μεσαία και στην Άνω Συνοικία.Το τι επακολούθησε είναι αδύνατο να περιγραφεί. Αδύνατο να χωρέσει ανθρώπου νους τι έκανε «άνθρωπος» σε άνθρωπο. Οι ζοφερές σκηνές της Κόλασης ωχριούν μπροστά στη φρίκη που επακολούθησε σε κάθε γωνιά του χωριού!
Η Μεσαία Συνοικία δοκίμασε ανείπωτη συμφορά. Μέσα στους αχυρώνες της έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς εκατόν ογδόντα άνθρωποι. Στη γειτονιά αυτή η φρικαλεότητα ξεπέρασε και την πιο νοσηρή φαντασία. Οι επιδρομείς ξεσκίζουν με τις ξιφολόγχες τους την κοιλιά της Σοφίας Γκέσιου, που γέννησε μόλις την προηγούμενη μέρα, αφού προηγουμένως σκότωσαν μπροστά στα μάτια της τα δίδυμα μωρά και τον άντρα της.
Οι Γερμανοί χτενίζουν τις υπερκείμενες πλαγιές του Βερμίου, ξετρυπώνοντας από τις σπηλιές, τις λόχμες και τα λαγούμια, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν, 95 ανθρώπους από την Άνω Συνοικία. Τους συγκέντρωσαν κάτω από τη Μεγάλη Πέτρα και εν ψυχρώ τους εκτέλεσαν.Στη Συνοικία των Σεβαστιανών σκοτώνουν τριάντα γυναικόπαιδα, ξεκληρίζοντας την οικογένεια Φωτιάδη. Η Άννα Κοσμίδου προσπαθεί μάταια να προστατέψει τα πέντε παιδιά της μέσα στα φορέματά της. Η ίδια, ημιθανής, σώζεται με εννέα τραύματα από το σωρό των νεκρών παιδιών της.Εν τω μεταξύ στην Κάτω Συνοικία, πυροβολώντας αδιάκριτα όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει, οι εισβολείς συγκέντρωσαν τους ανθρώπους στο χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, και αφού τους έβαλαν στη σειρά έστησαν τα πολυβόλα.
Εδώ σκοτώνουν τη δασκάλα Αναστασία Σιούλη, τον νεαρό Κώστα Βερβέρη καθώς και άλλα μέλη των εαμικών οργανώσεων, αφού πρώτα τους βασάνισαν φριχτά και τους υποχρέωσαν να σκάψουν τους τάφους των.Το χωριό καταστράφηκε, ερειπώθηκε και λίγο προτού πυρποληθεί, οι συνεργάτες των Γερμανών από παρακείμενο χωριό λαφυραγώγησαν τις περιουσίες των κατοίκων του.
Η ύβρις όμως –με την αρχαιοελληνική της σημασία– ολοκληρώθηκε, αφού οι νεκροί μας έμειναν άταφοι, βορά στα άγρια θηρία. Μετά από δέκα μέρες και πλέον, δειλά-δειλά επέστρεψαν οι επιζήσαντες για να επιτελέσουν το θλιβερό καθήκον. Να θάψουν τους νεκρούς τους – πολλοί από αυτούς χωρίς να αναγνωριστούν θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους.Ο τελικός απολογισμός του ολοκαυτώματος καταμετρά 341 νεκρούς. Η ολοσχερής καταστροφή των αρχείων της κοινότητας και η μη επιστροφή έκτοτε στο χωριό κάποιων οικογενειών καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξακρίβωση του τελικού αριθμού των θυμάτων που εκτιμάται μεγαλύτεροςΟ πόλεμος τελείωσε, οι κάτοικοι σιγά-σιγά επέστρεψαν στο χωριό – όχι όλοι… Προϊόντος του χρόνου η ζωή άρχισε να βρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς. Οι κάτοικοι του χωριού ανασκουμπώθηκαν.
Κι έγινε η απόγνωσή τους ελπίδα κι απαντοχή, ο πόνος και το δάκρυ τους παρηγοριά και προσμονή, η πίκρα τους δύναμη και κουράγιο, το μοιρολόι τους τραγούδι. Και τραγούδησαν μαζί Πόντιοι και Ντόπιοι τα τραγούδια τους και τους σκοπούς τους. Τη μια φορά το «Μήλο μου κόκκινο», την άλλη το «Σεράντα μήλα κόκκινα σ’ έναν μαντίλ’ δεμένα». Τραγούδησαν, γιατί ο ιδρώτας τους πότισε την αιματοβαμμένη τους γη, την έκανε να βλαστήσει και να καρπίσει.
Η μνήμη του παρελθόντος είναι αυτή που δίνει νόημα, συνοχή και περιεχόμενο στη ζωή και την ύπαρξή μας. Δεν συντρέχει όμως κανένας λόγος να στηθεί μια λατρεία της μνήμης για τη μνήμη. Γιατί η ιεροποίηση της μνήμης είναι ένας από τους τρόπους που την καθιστούν στείρα και επικίνδυνη. Η μνήμη, λοιπόν, ας καταστεί οδηγός μας ενάντια στον νεοναζισμό, στον ολοκληρωτισμό, στην παγκοσμιοποίηση, στην αφομοίωση. Για να μην ξαναγνωρίσει η ανθρωπότητα καταστροφικούς πολέμους, γενοκτονίες, σφαγές, ολοκαυτώματα, ολοκληρωτισμούς, πρέπει να θυμάται τις γενεσιουργούς τους αιτίες
Οι γερμανικές αποζημιώσεις
Τα εγκλήματα πολέμου κατά το Δίκαιον δεν παραγράφονται, ενώ οι απαιτήσεις για καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων έχουν χρόνο παραγραφής. Το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων πέρα από την υλική – οικονομική του πλευρά, την διόλου ευκαταφρόνητη, έχει και την πολιτική και ηθική του, κυρίως, διάσταση. Οι δήμοι και οι κοινότητες που πλήρωσαν ακριβό τίμημα στο ναζισμό, έχουν τεράστιο ηθικό χρέος να κινητοποιηθούν συστηματικά την ύστατη, έστω, ώρα.
Οι απόγονοι, λοιπόν, εκείνων που ένιωσαν τόσο έντονα τη λαίλαπα του ναζισμού, έχουν χρέος τιμής ώστε να μην εγκαταλείψουν τον αγώνα.
Είναι καιρός, κατ΄ αναλογία του αγώνα των κατοίκων του Διστόμου, να αναληφθεί μια πρωτοβουλία για τις πολεμικές αποζημιώσεις που οφείλει η Γερμανία στους Πύργους και στο γειτονικό Μεσόβουνο.
* Ο Στάθης Ταξίδης είναι δάσκαλος – συγγραφέας
Οι Πύργοι Πτολεμαΐδας (πρώην Καστράνιτσα) είναι ένα πανέμορφο και ιστορικό χωριό, χτισμένο στους βόρειους πρόποδες του Βερμίου, κοντά στη λίμνη Βεγορίτιδα, με συνεχή εγκατοίκηση από την αρχαιότητα.Στο χωριό εγκαταστάθηκαν την άνοιξη του 1924 πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής από τον Πόντο και τη Βιθυνία και σήμερα αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων.Δεύτερη φορά μέσα σε είκοσι, περίπου, χρόνια οι προσφυγικής καταγωγής κάτοικοι του χωριού γίνονται τραγικά θύματα της ιστορίας και υφίστανται γενοκτονία και ολοκαύτωμα με θύτες τη φορά αυτή τους ηθικούς αυτουργούς της γενοκτονίας τους στη Μικρά Ασία και τον Πόντο, τους Γερμανούς.
Αυτή τη φορά οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους από την ομάδα Πούλου αλλά και από το παρακείμενο χωριό Πελαργός (πρώην Μουλαλάρ) –δυστυχώς δυτικοποντιακής καταγωγής– την άνοιξη του 1944 αφανίζουν το χωριό.
Φέτος συμπληρώνονται 71 χρόνια από την αποφράδα εκείνη μέρα που σημάδεψε με τραγικό τρόπο τη σύγχρονη ιστορία των Πύργων, και όπως κάθε χρόνο οι απόγονοι των τριακοσίων σαράντα θυμάτων της γερμανικής θηριωδίας θα συγκεντρωθούν στους Πύργους την Κυριακή 3 Μαΐου 2015 για να αποτίσουν τον ελάχιστο φόρο τιμής στους προσφιλείς νεκρούς των, οι οποίοι έμειναν αγνοημένοι από την επίσημη ελληνική ιστορία, που άλλωστε παρουσιάζει λευκές σελίδες σε πολλά της σημεία.
Ο άδικος χαμός των δεν συγκλόνισε κανέναν καλλιτέχνη όπως η Γκουέρνικα τον Αραμπάλ και τον Πικάσο. Συγκλόνισε όμως και συγκλονίζει όλους τους συγχωριανούς τους που με δάκρυα στα μάτια παρακολουθούν κάθε χρόνο την επιμνημόσυνη τελετή.Κι αν δεν σας κάναμε αιώνιο τραγούδι, δεν φταίμε εμείς./ Σε τούτο τον τόπο είναι πολλά από αυτά που το ύψος τους φαίνεται δύσκολα. («Επιμνημόσυνη γονυκλισία», του Νικηφόρου Βρεττάκου).
Το Ιστορικό
Ξημέρωνε στο χωριό η 23 Απριλίου του 1944, του Αγίου Γεωργίου ταυτόχρονα με την Κυριακή του Θωμά, όταν την ησυχία διατάραξαν ομοβροντίες οβίδων και κροταλίσματα πολυβόλων. Τρομαγμένοι και ανάστατοι οι κάτοικοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους και ξεχύθηκαν στους δρόμους, παίρνοντας μαζί τους ό,τι προλάβαιναν. Αλλόφρονες κατευθύνονταν προς τις δασωμένες πλαγιές του Βερμίου για να σωθούν.
Οι Γερμανοί από το Αμύνταιο, με επικεφαλής αξιωματικούς της Γκεστάπο, καθοδηγούμενοι από ομάδα ντόπιων συνεργατών τους από παρακείμενο χωριό, μπήκαν στην Κάτω Συνοικία, ενώ άλλη ομάδα Γερμανών από την Πτολεμαΐδα, συνοδευόμενη από άνδρες του δοσίλογου Πούλου, είχε εισβάλει, ταυτόχρονα με την πρώτη, στην Μεσαία και στην Άνω Συνοικία.Το τι επακολούθησε είναι αδύνατο να περιγραφεί. Αδύνατο να χωρέσει ανθρώπου νους τι έκανε «άνθρωπος» σε άνθρωπο. Οι ζοφερές σκηνές της Κόλασης ωχριούν μπροστά στη φρίκη που επακολούθησε σε κάθε γωνιά του χωριού!
Η Μεσαία Συνοικία δοκίμασε ανείπωτη συμφορά. Μέσα στους αχυρώνες της έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς εκατόν ογδόντα άνθρωποι. Στη γειτονιά αυτή η φρικαλεότητα ξεπέρασε και την πιο νοσηρή φαντασία. Οι επιδρομείς ξεσκίζουν με τις ξιφολόγχες τους την κοιλιά της Σοφίας Γκέσιου, που γέννησε μόλις την προηγούμενη μέρα, αφού προηγουμένως σκότωσαν μπροστά στα μάτια της τα δίδυμα μωρά και τον άντρα της.
Οι Γερμανοί χτενίζουν τις υπερκείμενες πλαγιές του Βερμίου, ξετρυπώνοντας από τις σπηλιές, τις λόχμες και τα λαγούμια, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν, 95 ανθρώπους από την Άνω Συνοικία. Τους συγκέντρωσαν κάτω από τη Μεγάλη Πέτρα και εν ψυχρώ τους εκτέλεσαν.Στη Συνοικία των Σεβαστιανών σκοτώνουν τριάντα γυναικόπαιδα, ξεκληρίζοντας την οικογένεια Φωτιάδη. Η Άννα Κοσμίδου προσπαθεί μάταια να προστατέψει τα πέντε παιδιά της μέσα στα φορέματά της. Η ίδια, ημιθανής, σώζεται με εννέα τραύματα από το σωρό των νεκρών παιδιών της.Εν τω μεταξύ στην Κάτω Συνοικία, πυροβολώντας αδιάκριτα όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει, οι εισβολείς συγκέντρωσαν τους ανθρώπους στο χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, και αφού τους έβαλαν στη σειρά έστησαν τα πολυβόλα.
Εδώ σκοτώνουν τη δασκάλα Αναστασία Σιούλη, τον νεαρό Κώστα Βερβέρη καθώς και άλλα μέλη των εαμικών οργανώσεων, αφού πρώτα τους βασάνισαν φριχτά και τους υποχρέωσαν να σκάψουν τους τάφους των.Το χωριό καταστράφηκε, ερειπώθηκε και λίγο προτού πυρποληθεί, οι συνεργάτες των Γερμανών από παρακείμενο χωριό λαφυραγώγησαν τις περιουσίες των κατοίκων του.
Η ύβρις όμως –με την αρχαιοελληνική της σημασία– ολοκληρώθηκε, αφού οι νεκροί μας έμειναν άταφοι, βορά στα άγρια θηρία. Μετά από δέκα μέρες και πλέον, δειλά-δειλά επέστρεψαν οι επιζήσαντες για να επιτελέσουν το θλιβερό καθήκον. Να θάψουν τους νεκρούς τους – πολλοί από αυτούς χωρίς να αναγνωριστούν θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους.Ο τελικός απολογισμός του ολοκαυτώματος καταμετρά 341 νεκρούς. Η ολοσχερής καταστροφή των αρχείων της κοινότητας και η μη επιστροφή έκτοτε στο χωριό κάποιων οικογενειών καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξακρίβωση του τελικού αριθμού των θυμάτων που εκτιμάται μεγαλύτεροςΟ πόλεμος τελείωσε, οι κάτοικοι σιγά-σιγά επέστρεψαν στο χωριό – όχι όλοι… Προϊόντος του χρόνου η ζωή άρχισε να βρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς. Οι κάτοικοι του χωριού ανασκουμπώθηκαν.
Κι έγινε η απόγνωσή τους ελπίδα κι απαντοχή, ο πόνος και το δάκρυ τους παρηγοριά και προσμονή, η πίκρα τους δύναμη και κουράγιο, το μοιρολόι τους τραγούδι. Και τραγούδησαν μαζί Πόντιοι και Ντόπιοι τα τραγούδια τους και τους σκοπούς τους. Τη μια φορά το «Μήλο μου κόκκινο», την άλλη το «Σεράντα μήλα κόκκινα σ’ έναν μαντίλ’ δεμένα». Τραγούδησαν, γιατί ο ιδρώτας τους πότισε την αιματοβαμμένη τους γη, την έκανε να βλαστήσει και να καρπίσει.
Η μνήμη του παρελθόντος είναι αυτή που δίνει νόημα, συνοχή και περιεχόμενο στη ζωή και την ύπαρξή μας. Δεν συντρέχει όμως κανένας λόγος να στηθεί μια λατρεία της μνήμης για τη μνήμη. Γιατί η ιεροποίηση της μνήμης είναι ένας από τους τρόπους που την καθιστούν στείρα και επικίνδυνη. Η μνήμη, λοιπόν, ας καταστεί οδηγός μας ενάντια στον νεοναζισμό, στον ολοκληρωτισμό, στην παγκοσμιοποίηση, στην αφομοίωση. Για να μην ξαναγνωρίσει η ανθρωπότητα καταστροφικούς πολέμους, γενοκτονίες, σφαγές, ολοκαυτώματα, ολοκληρωτισμούς, πρέπει να θυμάται τις γενεσιουργούς τους αιτίες
Οι γερμανικές αποζημιώσεις
Τα εγκλήματα πολέμου κατά το Δίκαιον δεν παραγράφονται, ενώ οι απαιτήσεις για καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων έχουν χρόνο παραγραφής. Το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων πέρα από την υλική – οικονομική του πλευρά, την διόλου ευκαταφρόνητη, έχει και την πολιτική και ηθική του, κυρίως, διάσταση. Οι δήμοι και οι κοινότητες που πλήρωσαν ακριβό τίμημα στο ναζισμό, έχουν τεράστιο ηθικό χρέος να κινητοποιηθούν συστηματικά την ύστατη, έστω, ώρα.
Οι απόγονοι, λοιπόν, εκείνων που ένιωσαν τόσο έντονα τη λαίλαπα του ναζισμού, έχουν χρέος τιμής ώστε να μην εγκαταλείψουν τον αγώνα.
Είναι καιρός, κατ΄ αναλογία του αγώνα των κατοίκων του Διστόμου, να αναληφθεί μια πρωτοβουλία για τις πολεμικές αποζημιώσεις που οφείλει η Γερμανία στους Πύργους και στο γειτονικό Μεσόβουνο.
* Ο Στάθης Ταξίδης είναι δάσκαλος – συγγραφέας
Requiem στους νεκρούς της Καστράνιτσας
Δίσεχτος χρόνος κατοχής βαριοσυφοριασμένης
στ΄ Απρίλη τις είκοσι τρεις, στης άνοιξης την άψη
συνέργεια –πού να το πεις– επίορκων Ελλήνων
σε άγος ανομολόγητο συμπράξαν και σε ύβριν
που ως Εφιάλτες οδήγησαν, καθώς σε τραγωδία,
τους σιδερόφραχτους εχθρούς ενάντια στ’ αδέρφια
Καθώς αυγή εχάραζε τ’Αη – Θωμά τη μέρα
αχός βαρύς ακούστηκε στου Βέρμιου τα μέρη
μπήκαν αντάμα Γερμανοί και γερμανοτσολιάδες
στης όμορφης Καστράνιτσας τους πέντε μαχαλάδες.
Θεριά ανήμερα οι οχτροί, χειρότερα τ’ «αδέρφια»
τρία μερόνυχτα μαθές κολύμπησαν στο αίμα.
-Ανάθεμα στους Γερμανούς και στους Μουλαλαριώτες.
Ανάθεμά τους κι άλλη μια και τρις ανάθεμά τους
έκαψαν τ’ όμορφο χωριό, Κιουτσούκ Σταμπούλ που λέγαν
έκαψαν την Καστράνιτσα, την χιλιοζηλεμένη
πούχε εμπόρους ξακουστούς στην Αυστροουγγαρία
πούχε εκκλησιές πάρα πολλές ομορφοστολισμένες
πούχε αρχοντικά ψηλά, γεροθεμελιωμένα
πούχε σχολειά περίφημα, δασκάλους παλικάρια.
(του Στάθη Ταξίδη)