Του Σταύρου Λυγερού
«Δεν μας φθάνει η θηλιά που μας έχουν περάσει στο λαιμό, έχουμε και τις ιδεοληψίες των δικαιωματιστών της Κουμουνδούρου. Είναι αδιανόητο όταν οι δανειστές επιχειρούν να μας στραγγαλίσουν, εμείς να πυροβολούμε τα πόδια μας». Μ’ αυτή τη φράση συνόψισε υπουργός το γεγονός ότι χειρισμοί στο εσωτερικό έχουν αρχίσει να ροκανίζουν την πολιτικοεκλογική επιρροή της κυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την εκδήλωση της αντίφασης ανάμεσα σε απολύτως μειοψηφικές ιδεολογικές αντιλήψεις της μικρογραφειοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ και στα “θέλω” των ψηφοφόρων που εκτόξευσαν το κόμμα του Τσίπρα στην πρώτη θέση. Αντίφαση που λόγω των ειδικών συνθηκών της κρίσης είχε όλο το προηγούμενο διάστημα επικαλυφθεί, λόγω του γεγονότος ότι κεντροαριστεροί και κεντροδεξιοί πολίτες ψήφισαν μαζικά τον ΣΥΡΙΖΑ με μοναδικό κριτήριο να τερματίσουν τις μνημονιακές πολιτικές.
Η εν λόγω αντίφαση αποτυπώθηκε και στη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος, το οποίο με σημαντικές εξαιρέσεις αντανακλά τον “μικρό ΣΥΡΙΖΑ” του 4% παρά τον “μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ” του 36,4%. Η επισήμανση δεν έχει να κάνει μόνο με τα πρόσωπα. Έχει κυρίως να κάνει με τις πολιτικές. Οι παραδοσιακές ιδεοληψίες του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ”, που σε μεγάλο βαθμό είχαν εγκριθεί και από το συνέδριό του, βρίσκονται κατά κανόνα σε αντίφαση με τα πιστεύω και τις επιθυμίες της εκλογικής βάσης του “μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ”. Κυρίως, όμως, βρίσκονται σε αντίφαση με τον εθνικό ρόλο που καλείται να παίξει η κυβέρνηση Τσίπρα.
Την αρχή έκανε ο υπουργός Παιδείας Μπαλτάς. Προκάλεσε την κοινή γνώμη, αμφισβητώντας τη σκοπιμότητα της αριστείας και προαναγγέλοντας ουσιαστικά την κατάργηση των πειραματικών σχολείων. Μπορεί το κύμα των αντιδράσεων να τον υποχρέωσε να κάνει ένα βήμα πίσω, αλλά η πολιτική γρατζουνιά έμεινε.
Ακολούθησε το επεισόδιο με τις δύο κυρίες-στελέχη της Επιτροπής Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ που είχαν εγκατασταθεί στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και –στο όνομα της αναπληρώτριας υπουργού Χριστοδουλοπούλου– υπαγόρευαν σε ανώτατους αξιωματικούς της ΕΛΑΣ τη νέα μεταναστευτική πολιτική. Όταν το εν λόγω έγγραφο διέρρευσε και προκλήθηκε πολιτικός θόρυβος, το Μαξίμου μίλησε για προβοκάτσια και τον λογαριασμό πλήρωσε ο αρμόδιος υποστράτηγος της ΕΛΑΣ.
Η ανάθεση στη Χριστοδουλοπούλου του τομέα της μεταναστευτικής πολιτικής είναι κλασικό δείγμα της τακτικής του Τσίπρα να τηρεί τις εσωκομματικές ισορροπίες. Το κράτος, όμως, δεν είναι ο κομματικός μικρόκοσμος. Με το ίδιο κριτήριο επέλεξε την Κωνσταντοπούλου για την προεδρία της Βουλής. Όπως σχολίασε ανώτατο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, «η Ζωή δεν είχε κρύψει τον άκαμπτο και συγκρουσιακό χαρακτήρα της. Την ευθύνη για όσα συμβαίνουν έχει ο Τσίπρας κι όχι αυτή. Δεν χρειαζόταν και πολύ μυαλό για να προβλέψεις πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα».
Η Χριστοδουλοπούλου, για να επιστρέψουμε σ’ αυτήν, ανήκει στην ομάδα των “δικαιωματιστών” του ΣΥΡΙΖΑ. Υποστηρίζει την πολιτική “ανοικτών συνόρων”, την κατεδάφιση του φράχτη στον Έβρο, την υποδοχή και ένταξη κι όχι τον επαναπατρισμό των παρανόμων μεταναστών και την παροχή ιθαγένειας όχι μόνο σ’ όσους αλλοδαπούς έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, αλλά και σ’ όσους μένουν εδώ αρκετά χρόνια.
Μπορεί αυτές οι απόψεις να είναι σχετικά δημοφιλείς στην Κουμουνδούρου, αλλά –όπως προκύπτει και από δημοσκοπήσεις– μόνο μία αμελητέα μειονότητα της κοινωνίας τις συμμερίζεται. Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι πολίτες, αλλά και όσοι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, τις θεωρούν εθνικά επικίνδυνες.
Για όσους, όμως, έχουν αυτοαναγορευθεί πρωτοπορεία και θεωρούν ότι καθοδηγούν τις μάζες, η γνώμη των πολιτών δεν έχει μεγάλη σημασία. Θεωρούν ότι η υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ για να τερματίσει τις μνημονιακές πολιτικές προσφέρει τη μοναδική ευκαιρία στην Κουμουνδούρου να επιβάλει τις απολύτως μειοψηφικές απόψεις της, εκμεταλλευόμενη την εξουσία.
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουν και τη δεδομένη αντίθεση των ΑΝΕΛ. Ποντάρουν στην απροθυμία του Καμμένου να θέσει σε δοκιμασία τον κυβερνητικό συνασπισμό και θεωρούν πως τα σχετικά νομοσχέδιά τους θα περάσουν με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού.
Μπορεί λόγω της αντίδρασης του αναπληρωτή υπουργού για την Προστασία του Πολίτη να μην υλοποιήθηκε η δεδηλωμένη πρόθεση της Χριστοδουλοπούλου να κατεδαφισθεί ο φράχτης στον Έβρο, αλλά οι “δικαιωματιστές” του ΣΥΡΙΖΑ δεν το βάζουν κάτω. Ετοιμάζουν νομοσχέδια για μαζική νομιμοποίηση παράνομων μεταναστών και για μαζική παροχή ιθαγένειας.
Τα “χαρμόσυνα” νέα για τη νέα μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας κυκλοφόρησαν γρήγορα από τα κυκλώματα των διακινητών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πρώτο τρίμηνο του 2015 να έχουμε τριπλασιασμό των μεταναστών που εισήλθαν παράνομα στην Ελλάδα από το Αιγαίο. Η απελευθέρωση όσων κρατούνταν στην Αμυγδαλέζα να χαιρετίσθηκε σαν μεγάλη νίκη από τους “δικαιωματιστές”. Πιθανότατα, όμως, η Αμυγδαλέζα να ξαναγεμίσει, αφού τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου έχουν πλημμυρίσει από τις νέες μαζικές παράνομες εισροές μεταναστών.
Η αναπληρώτρια υπουργός έφθασε στο σημείο να δηλώσει ότι θα νοικιάσει άδεια σπίτια, ξενοδοχεία και δημοτικά κτίρια για να φιλοξενήσει τους παράνομους μετανάστες! Δεν θα σχολιάσουμε το γεγονός ότι η Πολιτεία δεν δείχνει το ίδιο ενδιαφέρον για τις πολλές χιλιάδες Ελλήνων αστέγων της πρωτεύουσας. Όταν κάθε μήνα εισέρχονται χιλιάδες νέοι παράνομοι μετανάστες, που τελικώς καταλήγουν στο Λεκανοπέδιο, είναι προφανές ότι ακόμα και εάν η Χριστοδουλοπούλου εφαρμόσει το σχέδιό της θα εξασφαλίσει φιλοξενία μόνο για ένα μικρό αριθμό. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα θα παραμείνει άλυτο και θα οξύνεται.
Η αντίφαση ανάμεσα στις ιδεοληψίες του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ” και του “μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ” εκδηλώνεται και στο ζήτημα της αντιμετώπισης των λεγόμενων αντιεξουσιαστών. Η ΝΔ εστιάζει την κριτική της στο ζήτημα της νομοθετικής ρύθμισης που θα επιτρέψει στον ανάπηρο Σάββα Ξηρό να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής στο σπίτι του. Το ζήτημα, όμως, που πραγματικά φθείρει την κυβέρνηση είναι η ανοχή που επιδεικνύει έναντι των μπαχαλάκηδων.
Οι καταλήψεις και τα επεισόδια με πρωταγωνιστές ομάδες του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου είναι μία σταθερά του πολιτικού μας βίου τις τελευταίες δεκαετίες. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι προφανές πως το τελευταίο δίμηνο έχουμε μία κλιμάκωση των κάθε είδους καταλήψεων και επεισοδίων.
Αν και ο υπουργός Δικαιοσύνης προωθεί την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ, ικάνοποιώντας το σχετικό αίτημα των αντιεξουσιαστών, αυτοί εντείνουν τη δράση τους. Όλα δείχνουν ότι δοκιμάζουν τα όρια ανοχής της κυβέρνησης κι ότι προσπαθούν να την εξωθήσουν να λάβει κατασταλτικά μέτρα για να την εκθέσουν. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι λόγος απραξίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την τάση να επιδεικνύει ανοχή σε καταλήψεις και παρεμφερείς μη νόμιμες καταστάσεις, όταν αυτές εμφανίζονται με κινηματικό μανδύα. Πρώτιστη υποχρέωση κάθε κυβέρνησης, όμως, είναι να προασπίζει την ασφάλεια των πολιτών και τη δημόσια τάξη κι όχι να υπηρετεί τις όποιες κομματικές ιδεοληψίες.
Είναι ακριβώς αυτή η ανοχή που η ΝΔ έχει κατά κόρον εκμεταλλευθεί στο παρελθόν για να σπιλώσει το τότε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πως ανέχεται την τρομοκρατία. Το γεγονός, όμως, πως η κυβέρνηση δεν λαμβάνει δραστικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις των μπαχαλάκηδων προσφέρει πεδίο για άσκηση αποτελεσματικής αντιπολίτευσης εκ μέρους των “γαλάζιων”. Κι αυτό σε μία περίοδο, που η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών σχεδόν δεν θέλει να τους ακούει για τα άλλα θέματα.
Ο αντιεξουσιαστικός χώρος είναι μία πολυάριθμη και εδραιωμένη πλέον οντότητα, η οποία συγκοινωνεί με τη νέα γενιά τρομοκρατών και είναι ικανή να δημιουργήσει πολιτικά γεγονότα. Όταν το εξεγερσιακό κύμα του Δεκεμβρίου 2008 υποχώρησε, η φαντασίωση μίας δυναμικής συνέχειας τροφοδότησε τον χώρο των κουκουλοφόρων.
Οι ομάδες αυτές είναι εδώ και πολλά χρόνια οι αναμφισβήτητοι πρωταγωνιστές της προβολής των διαδηλώσεων από τα ΜΜΕ. Έχουν, άλλωστε, όλα τα προσόντα για να κάνουν σπουδαία καριέρα στην “τηλεοπτική δημοκρατία” μας. Είναι απρόσωποι, dark, καταστροφείς, ριψοκίνδυνοι, σκληροί στις μάχες του δρόμου, χωρίς πολιτική πλατφόρμα, χωρίς ιδεολογικούς περιορισμούς και με διάθεση να βεβηλώσουν τα “ιερά και τα όσια”. Όλα αυτά συνθέτουν ένα ελκυστικό πρότυπο για κάποιους νέους.
Η συνάντηση του ρομαντισμού με τον μηδενισμό, άλλωστε, τροφοδοτεί τη δεξαμενή της βίας.
Με την πάροδο των χρόνων, λοιπόν, στον αντιεξουσιαστικό χώρο έχει διαμορφωθεί ένας αναπαραγόμενος σκληρός πυρήνας “επαγγελματιών” της βίας που διαθέτουν οργάνωση και λειτουργούν σαν ομάδες κρούσης. Ήταν αναπόφευκτο στην πορεία ορισμένα από τα πιο ακραία στοιχεία αυτού του χώρου να προσανατολισθούν στην ένοπλη δράση. Αυτός είναι ο λόγος, που παρά τις αλλεπάλληλες συλλήψεις το τρομοκρατικό φαινόμενο επιβιώνει. Επιβιώνει, αλλά και αλλάζει.
Το ζήτημα της αντιμετώπισης των μπαχαλάκηδων έχει ήδη προκαλέσει δημόσιες αντιθέσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Ο Πανούσης θέτει με ένταση το ζήτημα η κυβέρνηση να αποφασίσει επιτέλους πως θέλει να δρα η αστυνομία. Τα πρόσφατα επεισόδια στα Εξάρχεια, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη κατάληψη της Πρυτανείας και τις προκλήσεις με τα συνθήματα στον περίβολο της Βουλής υπογραμμίζουν την ανάγκη να ληφθούν αποφάσεις.
Δεν είναι δείγμα σοβαρότητας, βεβαίως, η προσπάθεια να επιλυθεί η ενδοκυβερνητική αντίθεση με την απόφαση το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη να φύγει από το υπερυπουργείο Εσωτερικών και να υπαχθεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Μία απόφαση που στην πορεία ανακλήθηκε, αφού ο Πανούσης διαφωνεί όχι μόνο με τον Βούτση, αλλά και με τον Παρασκευόπουλο.
Όπως μας είπε κυβερνητικό στέλεχος για τον υπουργό Δικαιοσύνης «η επιλογή του Παρασκευόπουλου είναι ένα ακόμα λάθος του Τσίπρα. Πρόκειται για έναν διακεκριμένο καθηγητή με πολύ καλό επιστημονικό όνομα, ο οποίος, όμως, είναι ακατάλληλος όχι μόνο να λύσει το πρόβλημα, αλλά κυρίως να ελέγξει τον κρίσιμο χώρο της Δικαιοσύνης, τον οποίο λυμαίνονται διάφορα κυκλώματα». Κατέληξε λέγοντας χαρακτηριστικά: «Το πρόβλημα αυτό θα το βρούμε σύντομα μπροστά μας με δραματικό τρόπο».
Όπως μας είπε άλλο κυβερνητικό στέλεχος, «ακόμα και εάν συμφωνούσα απολύτως με τις απόψεις των δικαιωματιστών και για τους μετανάστες και για τους αντιεξουσιαστές, για λόγους στοιχειώδους πολιτικής σκοπιμότητας δεν θα έβαζα τώρα στο τραπέζι τέτοια ζητήματα. Αυτά τα ζητήματα στρέφουν και τους ψηφοφόρους μας εναντίον της κυβέρνησης. Δημιουργούμε ρήγματα στην κοινωνική μας βάση, όταν για να αντιμετωπίσουμε τους εκβιασμούς των δανειστών έχουμε ζωτική ανάγκη να την ενισχύσουμε και να την διευρύνουμε».
Το πρόβλημα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριφέρεται ταυτοχρόνως και ως κόμμα του 4-5% και ως κόμμα του 36,5%. Ο Τσίπρας διαφοροποιείται και μετατοπίζει το κέντρο βάρους της ρητορικής του για να ανταποκριθεί στον ρόλο του πρωθυπουργού. Οι αντιφάσεις, όμως, θα αναβλύζουν συνεχώς όσο δεν αποσαφηνίζεται η κυβερνητική πολιτική.
Όσο δεν συμβαίνει αυτό, ο κάθε υπουργός θα θεωρεί ότι νομιμοποιείται να μιλάει όπως μιλάει με αποτέλεσμα την παρατηρούμενη πολυγλωσσία. Η μπάλα είναι στα χέρια του πρωθυπουργού. Το ερώτημα, όμως, είναι εάν ο ίδιος ο Τσίπρας έχει ολοκληρώσει τη δική του υπέρβαση, ώστε να μπορεί να μετεξελίξει ιδεολογικοπολιτικά το κόμμα του και κυρίως να ανταποκριθεί στον ρόλο του κυβερνήτη και να επιλύσει με δημιουργικό τρόπο τα προβλήματα της κοινωνίας.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 12 Απριλίου 2015 – www.protothema.gr
«Δεν μας φθάνει η θηλιά που μας έχουν περάσει στο λαιμό, έχουμε και τις ιδεοληψίες των δικαιωματιστών της Κουμουνδούρου. Είναι αδιανόητο όταν οι δανειστές επιχειρούν να μας στραγγαλίσουν, εμείς να πυροβολούμε τα πόδια μας». Μ’ αυτή τη φράση συνόψισε υπουργός το γεγονός ότι χειρισμοί στο εσωτερικό έχουν αρχίσει να ροκανίζουν την πολιτικοεκλογική επιρροή της κυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την εκδήλωση της αντίφασης ανάμεσα σε απολύτως μειοψηφικές ιδεολογικές αντιλήψεις της μικρογραφειοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ και στα “θέλω” των ψηφοφόρων που εκτόξευσαν το κόμμα του Τσίπρα στην πρώτη θέση. Αντίφαση που λόγω των ειδικών συνθηκών της κρίσης είχε όλο το προηγούμενο διάστημα επικαλυφθεί, λόγω του γεγονότος ότι κεντροαριστεροί και κεντροδεξιοί πολίτες ψήφισαν μαζικά τον ΣΥΡΙΖΑ με μοναδικό κριτήριο να τερματίσουν τις μνημονιακές πολιτικές.
Η εν λόγω αντίφαση αποτυπώθηκε και στη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος, το οποίο με σημαντικές εξαιρέσεις αντανακλά τον “μικρό ΣΥΡΙΖΑ” του 4% παρά τον “μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ” του 36,4%. Η επισήμανση δεν έχει να κάνει μόνο με τα πρόσωπα. Έχει κυρίως να κάνει με τις πολιτικές. Οι παραδοσιακές ιδεοληψίες του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ”, που σε μεγάλο βαθμό είχαν εγκριθεί και από το συνέδριό του, βρίσκονται κατά κανόνα σε αντίφαση με τα πιστεύω και τις επιθυμίες της εκλογικής βάσης του “μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ”. Κυρίως, όμως, βρίσκονται σε αντίφαση με τον εθνικό ρόλο που καλείται να παίξει η κυβέρνηση Τσίπρα.
Την αρχή έκανε ο υπουργός Παιδείας Μπαλτάς. Προκάλεσε την κοινή γνώμη, αμφισβητώντας τη σκοπιμότητα της αριστείας και προαναγγέλοντας ουσιαστικά την κατάργηση των πειραματικών σχολείων. Μπορεί το κύμα των αντιδράσεων να τον υποχρέωσε να κάνει ένα βήμα πίσω, αλλά η πολιτική γρατζουνιά έμεινε.
Ακολούθησε το επεισόδιο με τις δύο κυρίες-στελέχη της Επιτροπής Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ που είχαν εγκατασταθεί στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και –στο όνομα της αναπληρώτριας υπουργού Χριστοδουλοπούλου– υπαγόρευαν σε ανώτατους αξιωματικούς της ΕΛΑΣ τη νέα μεταναστευτική πολιτική. Όταν το εν λόγω έγγραφο διέρρευσε και προκλήθηκε πολιτικός θόρυβος, το Μαξίμου μίλησε για προβοκάτσια και τον λογαριασμό πλήρωσε ο αρμόδιος υποστράτηγος της ΕΛΑΣ.
Η ανάθεση στη Χριστοδουλοπούλου του τομέα της μεταναστευτικής πολιτικής είναι κλασικό δείγμα της τακτικής του Τσίπρα να τηρεί τις εσωκομματικές ισορροπίες. Το κράτος, όμως, δεν είναι ο κομματικός μικρόκοσμος. Με το ίδιο κριτήριο επέλεξε την Κωνσταντοπούλου για την προεδρία της Βουλής. Όπως σχολίασε ανώτατο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, «η Ζωή δεν είχε κρύψει τον άκαμπτο και συγκρουσιακό χαρακτήρα της. Την ευθύνη για όσα συμβαίνουν έχει ο Τσίπρας κι όχι αυτή. Δεν χρειαζόταν και πολύ μυαλό για να προβλέψεις πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα».
Η Χριστοδουλοπούλου, για να επιστρέψουμε σ’ αυτήν, ανήκει στην ομάδα των “δικαιωματιστών” του ΣΥΡΙΖΑ. Υποστηρίζει την πολιτική “ανοικτών συνόρων”, την κατεδάφιση του φράχτη στον Έβρο, την υποδοχή και ένταξη κι όχι τον επαναπατρισμό των παρανόμων μεταναστών και την παροχή ιθαγένειας όχι μόνο σ’ όσους αλλοδαπούς έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, αλλά και σ’ όσους μένουν εδώ αρκετά χρόνια.
Μπορεί αυτές οι απόψεις να είναι σχετικά δημοφιλείς στην Κουμουνδούρου, αλλά –όπως προκύπτει και από δημοσκοπήσεις– μόνο μία αμελητέα μειονότητα της κοινωνίας τις συμμερίζεται. Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι πολίτες, αλλά και όσοι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, τις θεωρούν εθνικά επικίνδυνες.
Για όσους, όμως, έχουν αυτοαναγορευθεί πρωτοπορεία και θεωρούν ότι καθοδηγούν τις μάζες, η γνώμη των πολιτών δεν έχει μεγάλη σημασία. Θεωρούν ότι η υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ για να τερματίσει τις μνημονιακές πολιτικές προσφέρει τη μοναδική ευκαιρία στην Κουμουνδούρου να επιβάλει τις απολύτως μειοψηφικές απόψεις της, εκμεταλλευόμενη την εξουσία.
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουν και τη δεδομένη αντίθεση των ΑΝΕΛ. Ποντάρουν στην απροθυμία του Καμμένου να θέσει σε δοκιμασία τον κυβερνητικό συνασπισμό και θεωρούν πως τα σχετικά νομοσχέδιά τους θα περάσουν με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού.
Μπορεί λόγω της αντίδρασης του αναπληρωτή υπουργού για την Προστασία του Πολίτη να μην υλοποιήθηκε η δεδηλωμένη πρόθεση της Χριστοδουλοπούλου να κατεδαφισθεί ο φράχτης στον Έβρο, αλλά οι “δικαιωματιστές” του ΣΥΡΙΖΑ δεν το βάζουν κάτω. Ετοιμάζουν νομοσχέδια για μαζική νομιμοποίηση παράνομων μεταναστών και για μαζική παροχή ιθαγένειας.
Τα “χαρμόσυνα” νέα για τη νέα μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας κυκλοφόρησαν γρήγορα από τα κυκλώματα των διακινητών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πρώτο τρίμηνο του 2015 να έχουμε τριπλασιασμό των μεταναστών που εισήλθαν παράνομα στην Ελλάδα από το Αιγαίο. Η απελευθέρωση όσων κρατούνταν στην Αμυγδαλέζα να χαιρετίσθηκε σαν μεγάλη νίκη από τους “δικαιωματιστές”. Πιθανότατα, όμως, η Αμυγδαλέζα να ξαναγεμίσει, αφού τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου έχουν πλημμυρίσει από τις νέες μαζικές παράνομες εισροές μεταναστών.
Η αναπληρώτρια υπουργός έφθασε στο σημείο να δηλώσει ότι θα νοικιάσει άδεια σπίτια, ξενοδοχεία και δημοτικά κτίρια για να φιλοξενήσει τους παράνομους μετανάστες! Δεν θα σχολιάσουμε το γεγονός ότι η Πολιτεία δεν δείχνει το ίδιο ενδιαφέρον για τις πολλές χιλιάδες Ελλήνων αστέγων της πρωτεύουσας. Όταν κάθε μήνα εισέρχονται χιλιάδες νέοι παράνομοι μετανάστες, που τελικώς καταλήγουν στο Λεκανοπέδιο, είναι προφανές ότι ακόμα και εάν η Χριστοδουλοπούλου εφαρμόσει το σχέδιό της θα εξασφαλίσει φιλοξενία μόνο για ένα μικρό αριθμό. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα θα παραμείνει άλυτο και θα οξύνεται.
Η αντίφαση ανάμεσα στις ιδεοληψίες του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ” και του “μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ” εκδηλώνεται και στο ζήτημα της αντιμετώπισης των λεγόμενων αντιεξουσιαστών. Η ΝΔ εστιάζει την κριτική της στο ζήτημα της νομοθετικής ρύθμισης που θα επιτρέψει στον ανάπηρο Σάββα Ξηρό να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής στο σπίτι του. Το ζήτημα, όμως, που πραγματικά φθείρει την κυβέρνηση είναι η ανοχή που επιδεικνύει έναντι των μπαχαλάκηδων.
Οι καταλήψεις και τα επεισόδια με πρωταγωνιστές ομάδες του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου είναι μία σταθερά του πολιτικού μας βίου τις τελευταίες δεκαετίες. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι προφανές πως το τελευταίο δίμηνο έχουμε μία κλιμάκωση των κάθε είδους καταλήψεων και επεισοδίων.
Αν και ο υπουργός Δικαιοσύνης προωθεί την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ, ικάνοποιώντας το σχετικό αίτημα των αντιεξουσιαστών, αυτοί εντείνουν τη δράση τους. Όλα δείχνουν ότι δοκιμάζουν τα όρια ανοχής της κυβέρνησης κι ότι προσπαθούν να την εξωθήσουν να λάβει κατασταλτικά μέτρα για να την εκθέσουν. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι λόγος απραξίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την τάση να επιδεικνύει ανοχή σε καταλήψεις και παρεμφερείς μη νόμιμες καταστάσεις, όταν αυτές εμφανίζονται με κινηματικό μανδύα. Πρώτιστη υποχρέωση κάθε κυβέρνησης, όμως, είναι να προασπίζει την ασφάλεια των πολιτών και τη δημόσια τάξη κι όχι να υπηρετεί τις όποιες κομματικές ιδεοληψίες.
Είναι ακριβώς αυτή η ανοχή που η ΝΔ έχει κατά κόρον εκμεταλλευθεί στο παρελθόν για να σπιλώσει το τότε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πως ανέχεται την τρομοκρατία. Το γεγονός, όμως, πως η κυβέρνηση δεν λαμβάνει δραστικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις των μπαχαλάκηδων προσφέρει πεδίο για άσκηση αποτελεσματικής αντιπολίτευσης εκ μέρους των “γαλάζιων”. Κι αυτό σε μία περίοδο, που η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών σχεδόν δεν θέλει να τους ακούει για τα άλλα θέματα.
Ο αντιεξουσιαστικός χώρος είναι μία πολυάριθμη και εδραιωμένη πλέον οντότητα, η οποία συγκοινωνεί με τη νέα γενιά τρομοκρατών και είναι ικανή να δημιουργήσει πολιτικά γεγονότα. Όταν το εξεγερσιακό κύμα του Δεκεμβρίου 2008 υποχώρησε, η φαντασίωση μίας δυναμικής συνέχειας τροφοδότησε τον χώρο των κουκουλοφόρων.
Οι ομάδες αυτές είναι εδώ και πολλά χρόνια οι αναμφισβήτητοι πρωταγωνιστές της προβολής των διαδηλώσεων από τα ΜΜΕ. Έχουν, άλλωστε, όλα τα προσόντα για να κάνουν σπουδαία καριέρα στην “τηλεοπτική δημοκρατία” μας. Είναι απρόσωποι, dark, καταστροφείς, ριψοκίνδυνοι, σκληροί στις μάχες του δρόμου, χωρίς πολιτική πλατφόρμα, χωρίς ιδεολογικούς περιορισμούς και με διάθεση να βεβηλώσουν τα “ιερά και τα όσια”. Όλα αυτά συνθέτουν ένα ελκυστικό πρότυπο για κάποιους νέους.
Η συνάντηση του ρομαντισμού με τον μηδενισμό, άλλωστε, τροφοδοτεί τη δεξαμενή της βίας.
Με την πάροδο των χρόνων, λοιπόν, στον αντιεξουσιαστικό χώρο έχει διαμορφωθεί ένας αναπαραγόμενος σκληρός πυρήνας “επαγγελματιών” της βίας που διαθέτουν οργάνωση και λειτουργούν σαν ομάδες κρούσης. Ήταν αναπόφευκτο στην πορεία ορισμένα από τα πιο ακραία στοιχεία αυτού του χώρου να προσανατολισθούν στην ένοπλη δράση. Αυτός είναι ο λόγος, που παρά τις αλλεπάλληλες συλλήψεις το τρομοκρατικό φαινόμενο επιβιώνει. Επιβιώνει, αλλά και αλλάζει.
Το ζήτημα της αντιμετώπισης των μπαχαλάκηδων έχει ήδη προκαλέσει δημόσιες αντιθέσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Ο Πανούσης θέτει με ένταση το ζήτημα η κυβέρνηση να αποφασίσει επιτέλους πως θέλει να δρα η αστυνομία. Τα πρόσφατα επεισόδια στα Εξάρχεια, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη κατάληψη της Πρυτανείας και τις προκλήσεις με τα συνθήματα στον περίβολο της Βουλής υπογραμμίζουν την ανάγκη να ληφθούν αποφάσεις.
Δεν είναι δείγμα σοβαρότητας, βεβαίως, η προσπάθεια να επιλυθεί η ενδοκυβερνητική αντίθεση με την απόφαση το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη να φύγει από το υπερυπουργείο Εσωτερικών και να υπαχθεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Μία απόφαση που στην πορεία ανακλήθηκε, αφού ο Πανούσης διαφωνεί όχι μόνο με τον Βούτση, αλλά και με τον Παρασκευόπουλο.
Όπως μας είπε κυβερνητικό στέλεχος για τον υπουργό Δικαιοσύνης «η επιλογή του Παρασκευόπουλου είναι ένα ακόμα λάθος του Τσίπρα. Πρόκειται για έναν διακεκριμένο καθηγητή με πολύ καλό επιστημονικό όνομα, ο οποίος, όμως, είναι ακατάλληλος όχι μόνο να λύσει το πρόβλημα, αλλά κυρίως να ελέγξει τον κρίσιμο χώρο της Δικαιοσύνης, τον οποίο λυμαίνονται διάφορα κυκλώματα». Κατέληξε λέγοντας χαρακτηριστικά: «Το πρόβλημα αυτό θα το βρούμε σύντομα μπροστά μας με δραματικό τρόπο».
Όπως μας είπε άλλο κυβερνητικό στέλεχος, «ακόμα και εάν συμφωνούσα απολύτως με τις απόψεις των δικαιωματιστών και για τους μετανάστες και για τους αντιεξουσιαστές, για λόγους στοιχειώδους πολιτικής σκοπιμότητας δεν θα έβαζα τώρα στο τραπέζι τέτοια ζητήματα. Αυτά τα ζητήματα στρέφουν και τους ψηφοφόρους μας εναντίον της κυβέρνησης. Δημιουργούμε ρήγματα στην κοινωνική μας βάση, όταν για να αντιμετωπίσουμε τους εκβιασμούς των δανειστών έχουμε ζωτική ανάγκη να την ενισχύσουμε και να την διευρύνουμε».
Το πρόβλημα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριφέρεται ταυτοχρόνως και ως κόμμα του 4-5% και ως κόμμα του 36,5%. Ο Τσίπρας διαφοροποιείται και μετατοπίζει το κέντρο βάρους της ρητορικής του για να ανταποκριθεί στον ρόλο του πρωθυπουργού. Οι αντιφάσεις, όμως, θα αναβλύζουν συνεχώς όσο δεν αποσαφηνίζεται η κυβερνητική πολιτική.
Όσο δεν συμβαίνει αυτό, ο κάθε υπουργός θα θεωρεί ότι νομιμοποιείται να μιλάει όπως μιλάει με αποτέλεσμα την παρατηρούμενη πολυγλωσσία. Η μπάλα είναι στα χέρια του πρωθυπουργού. Το ερώτημα, όμως, είναι εάν ο ίδιος ο Τσίπρας έχει ολοκληρώσει τη δική του υπέρβαση, ώστε να μπορεί να μετεξελίξει ιδεολογικοπολιτικά το κόμμα του και κυρίως να ανταποκριθεί στον ρόλο του κυβερνήτη και να επιλύσει με δημιουργικό τρόπο τα προβλήματα της κοινωνίας.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 12 Απριλίου 2015 – www.protothema.gr