Απαιτούσαν επίσης τον αφοπλισμό της χώρας σύμφωνα με τις προηγούμενες συμμαχικές διακοινώσεις και επιπλέον την καταδίκη των Γερμανών εγκληματιών πολέμου. Σε περίπτωση που η Γερμανία δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της, οι Σύμμαχοι απειλούσαν ότι στις 12 Μαΐου θα καταλάμβαναν ολόκληρη την περιοχή του Ρουρ (το Ντίσελντορφ, το Ντούισμπουργκ και το Ρουρόρτ είχαν ήδη καταληφθεί στις 8 Μαρτίου 1921, επειδή η Γερμανία δεν είχε συμμορφωθεί με το προηγούμενο τελεσίγραφο).

Το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα, το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας απαίτησαν την απόρριψη του τελεσιγράφου. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα του Κέντρου και το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα τάχθηκαν υπέρ της αποδοχής, επικαλούμενα τις επαπειλούμενες κυρώσεις. Τέλος το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα ήταν διχασμένο.
Στις 10 Μαΐου 1921 η Γερμανία αποδέχτηκε το τελεσίγραφο με 220 ψήφους υπέρ και 172 κατά. Η αποδοχή αυτή έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως η «πολιτική της εκπλήρωσης». Η «πολιτική της εκπλήρωσης» σήμαινε ότι η Γερμανία θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που της είχαν επιβληθεί, αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο τον παραλογισμό της πολιτικής των επανορθώσεων.

Από τη στιγμή που το ποσό των επανορθώσεων υπερέβαινε τις οικονομικές δυνατότητες του Ράιχ, όλοι ανέμεναν ότι οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές. Οι καταστροφικές αυτές συνέπειες θα έπρεπε να πείσουν τους Συμμάχους ότι η αναθεώρηση του λονδρέζικου σχεδίου αποπληρωμής ήταν αναπόφευκτες.

Η «πολιτική της εκπλήρωσης» μπορούμε να πούμε ότι δικαιώθηκε υπό μιαν έννοια, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Τα σχέδια Ντόουζ (1924) και Γιανγκ (1930), που αφορούσαν τον διακανονισμό των γερμανικών χρεών, δεν απέτρεψαν την αποσταθεροποίηση της γερμανικής οικονομίας και δεν εμπόδισαν την εκκόλαψη του «αυγού του φιδιού»
  Κώστας Μελάς