18 Φεβρουαρίου 2015

Η Γερμανία στρίβει προς Ανατολάς...

Τα βραχυπρόθεσμα σχέδια της Γερμανίας σε σχέση με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, τη Ρωσία, αλλά και την Κίνα είναι ήδη εν πολλοίς διαμορφωμένα, αφού οι συμμαχίες με τη Δύση έχουν καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό, όπως και τα μέτωπα προς Ανατολάς και ειδικά με τη Ρωσία.

Κάτι που επιβεβαιώθηκε κι από τη συνάντηση Ομπάμα - Μέρκελ τη Δευτέρα, κατά την οποία διαφώνησαν για την προοπτική στρατιωτικής λύσης, αλλά συμφώνησαν στο να παραμείνει αρραγές το δυτικό μέτωπο απέναντι στη Ρωσία.

Ωστόσο, το «Foreign Affairs»1 στο τεύχος Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου δίνει μια άλλη διάσταση, πιο μακροπρόθεσμη, που, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα επιφέρει τεράστιες ανατροπές στον γεωπολιτικό χάρτη της υφηλίου.Σύμφωνα με το εκτενές άρθρο2 στο «Foreign Affairs», η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία τον Μάρτιο του 2014 ήταν ένα στρατηγικό σοκ για τη Γερμανία. Η ρωσική επιθετικότητα απείλησε σοβαρά την ευρωπαϊκή ασφάλεια, μια ασφάλεια που η Γερμανία θεωρούσε δεδομένη από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.


Αν και το Βερολίνο αφιέρωσε δυο δεκαετίες στην προσπάθεια να ισχυροποιήσει τους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς με τη Μόσχα, οι ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία ξεκαθάρισαν ότι το Κρεμλίνο δεν ενδιαφερόταν πια για έναν «συνεταιρισμό» με την Ευρώπη.

Εν τέλει, και παρά την εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο και τη σπουδαιότητα της αχανούς χώρας για τους Γερμανούς εξαγωγείς, η Μέρκελ συμφώνησε με τις κυρώσεις απέναντι στο Κρεμλίνο και συνέβαλε στο να πειστούν και άλλες χώρες - μέλη της Ε.Ε. να κάνουν το ίδιο.

Η κρίση στην Ουκρανία, όμως, ξανάνοιξε το κουτί με τα παλιά ερωτηματικά για τη σχέση της Γερμανίας με την υπόλοιπη Δύση.Τον περασμένο Απρίλιο, το κρατικό γερμανικό τηλεοπτικό κανάλι ARD ρώτησε τους Γερμανούς τι ρόλο έπρεπε να παίξει η χώρα τους στην ουκρανική κρίση. Το 45% απάντησε ότι έπρεπε να συνταχθεί με τους συμμάχους της σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, ενώ το 49% επιθυμούσε να αναλάβει η Γερμανία τον ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Δύσης - Ρωσίας. Μετά από αυτά τα αποτελέσματα, το «Spiegel» σε editorial τον Μάιο έσπευσε να προειδοποιήσει τη Μέρκελ να μην απομακρυνθεί από τη δυτική γραμμή.

Γερμανική απελευθέρωση

Με την πτώση του Τείχους και τον πιο δυναμικό της ρόλο στην Ε.Ε. η Γερμανία απελευθερώθηκε από την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ, που αφορούσε την προστασία από την τότε πανίσχυρη Σοβιετική Ένωση. Παράλληλα, η γερμανική οικονομία που βασίζεται στις εξαγωγές, άρχισε να εξαρτάται όλο και περισσότερο από τη ζήτηση αναδυόμενων οικονομιών, όπως η Κίνα.

Αν και η Γερμανία παραμένει αφοσιωμένη στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι παραπάνω παράγοντες επιτρέπουν σκέψεις για μια μετα-δυτική εξωτερική πολιτική στροφή της. Κάτι τέτοιο θα εμπεριείχε υψηλά ρίσκα. Δεδομένης της αυξημένης δύναμης που έχει η Γερμανία μέσα στην Ε.Ε., οι σχέσεις της χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο θα καθόριζαν, σε μεγάλο βαθμό, τις σχέσεις και της υπόλοιπης Ευρώπης.

Ιστορικά, η Γερμανία είναι η χώρα που έχει δημιουργήσει τη μεγαλύτερη πρόκληση στη Δύση εκ των έσω. Αρχής γενομένης από το τελευταίο μισό του 19ου αιώνα, όταν Γερμανοί εθνικιστές προσπαθούσαν να καθορίσουν την ταυτότητα της χώρας σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες αρχές της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού.

Η εκδοχή του γερμανικού εθνικισμού κορυφώθηκε με την άνοδο του ναζισμού, που ο ιστορικός Χάινριχ Όγκουστ Βίνκλερ είχε χαρακτηρίσει ως «το αποκορύφωμα της γερμανικής απόρριψης του δυτικού κόσμου». Έτσι η Γερμανία υπήρξε ένα μεγάλο παράδοξο: ήταν μέλος της Δύσης, αλλά παρήγαγε την πιο ριζοσπαστική - εξτρεμιστική απειλή εκ των έσω.

Το 1955 προσχώρησε στο ΝΑΤΟ. Για τα επόμενα 40 χρόνια το Westbindung, η μεταπολεμική δέσμευση ολοκλήρωσης της Γερμανίας στη Δύση, έγινε το δόγμα - ευαγγέλιο για τη χώρα που την ωθούσε να αναζητά και να συμμετέχει σε πρωτοβουλίες για την ασφάλεια, συμπορευόμενη με τους δυτικούς συμμάχους. Για τη Γερμανία αυτό ήταν αναγκαίο για την ύπαρξή της. Πολύ περισσότερο από κάθε άλλον στόχο της εξωτερικής πολιτικής της.

Ο γερμανικός «τρόπος»

Την τελευταία δεκαετία, όμως, η στάση της Γερμανίας απέναντι στην υπόλοιπη Δύση άλλαξε. Το 2003, με τη δεύτερη εισβολή στο Ιράκ, ο Σρέντερ είχε μιλήσει για έναν «γερμανικό τρόπο» σε αντίθεση με τον «αμερικανικό τρόπο». Από τότε η Γερμανία έχει σκληρύνει την αντίθεσή της στη χρήση στρατιωτικών δυνάμεων. Και μετά την εμπειρία της στο Αφγανιστάν, οι Γερμανοί πολιτικοί σε όλο το φάσμα περιγράφουν πια τη χώρα ως Friedensmacht, δηλαδή «μια δύναμη για την ειρήνη».

Αυτή η δέσμευση της χώρας στην ειρήνη έχει ωθήσει Ε.Ε. και ΗΠΑ να κατηγορήσουν τη Γερμανία ότι κάνει του κεφαλιού της και δεν αναλαμβάνει βάρη που της αναλογούν μέσα στη Δυτική Συμμαχία.

Σε ομιλία του στις Βρυξέλλες το 2011 ο πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Γκέιτς είχε τονίσει ότι το ΝΑΤΟ εξελισσόταν σε μια συμμαχία δύο ταχυτήτων. Χωρισμένο, δηλαδή, ανάμεσα σε αυτούς που ήταν πρόθυμοι και ικανοί να μοιραστούν τα βάρη των συμμαχικών δεσμεύσεων και σε αυτούς που απολάμβαναν τα προνόμια και την ασφάλεια του ως μέλη του ΝΑΤΟ, χωρίς όμως να προτίθενται να επωμιστούν ρίσκα και κόστη. Είχε στηλιτεύσει ακόμα τις χώρες που δεν δαπανούν τα συμφωνηθέντα, δηλαδή το 2% του ΑΕΠ, στην άμυνα. Η Γερμανία δαπανά μόλις το 1,3%.

Ένας λόγος για την αμέλεια της Γερμανίας στις ΝΑΤΟϊκές της υποχρεώσεις είναι ότι θεωρεί πως δεν της είναι πια τόσο στρατηγικά αναγκαίες. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ εξαπλώθηκαν συμπεριλαμβάνοντας στις τάξεις τους και κάποιες κεντρικές - ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό για τη Γερμανία σήμαινε ότι τώρα πια περικυκλωνόταν από φίλους και όχι από πιθανά εχθρικά και απειλητικά κράτη, άρα δεν ήταν πλέον αγκιστρωμένη από τις ΗΠΑ για υποστήριξη απέναντι στον κίνδυνο της ΕΣΣΔ.

Η εξάρτηση

Η οικονομία της Γερμανίας είναι πια εξαρτημένη από τις εξαγωγές, κυρίως σε μη δυτικές χώρες. Μεταξύ 2000-2010 η Γερμανία έδωσε όλο και μεγαλύτερο βάρος στις εξαγωγές. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η συνεισφορά των εξαγωγών στο γερμανικό ΑΕΠ σκαρφάλωσε από το 33% το 2000 στο 48% το 2010.Έτσι και αρχής γενομένης από τον Σρέντερ η χώρα άρχισε να εξαρτά την εξωτερική της πολιτική από το κυνήγι του χρήματος, με βαρόμετρο τις ανάγκες των εξαγωγέων.

Όσον αφορά το λαϊκό αίσθημα περί Αμερικής στη Γερμανία, οι αποκαλύψεις το 2013 για τις παρακολουθήσεις και υποκλοπές της NSA, μεταξύ άλλων και της καγκελαρίου Μέρκελ, δεν βοήθησαν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βαθιά ριζωμένη φιλελεύθερη πολιτική κουλτούρα της Γερμανίας δεν πρόκειται να αλλάξει. Αλλά μένει να δούμε αν η χώρα θα συνεχίσει να ευθυγραμμίζεται με τους δυτικούς της εταίρους, καθώς εξαρτάται όλο και περισσότερο από μη δυτικές χώρες για την οικονομική της ανάπτυξη.

Η πολιτική της Γερμανίας απέναντι στη Ρωσία επί μακρόν βασιζόταν στην οικονομική αλληλοεξάρτηση. Όταν ο Μπραντ έγινε καγκελάριος το 1969, επιχείρησε να συνδυάσει τη Westbindung με μια πιο ανοιχτή προσέγγιση με τη Σοβιετική Ένωση, που έγινε γνωστή ως Ostpolitik (Ανατολική Πολιτική), θεωρώντας ότι στενότεροι πολιτικοί και οικονομικοί δεσμοί με την ΕΣΣΔ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια γερμανική επανένωση. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι οικονομικοί δεσμοί Γερμανίας - Ρωσίας αναπτύχθηκαν κι άλλο.

Αυτοί ακριβώς οι οικονομικοί δεσμοί εξηγούν την αρχική διστακτικότητα της Γερμανίας να επιβάλει κυρώσεις μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η Μέρκελ δέχθηκε πιέσεις από ισχυρά λόμπι της γερμανικής βιομηχανίας που ανησυχούσαν ότι αυτά τα μέτρα θα υπονόμευαν τη γερμανική οικονομία.

Μάλιστα, αμέσως μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, ο διευθύνων σύμβουλος της Siemens Τζο Κέζερ, σε μια κίνηση υποστήριξης του Πούτιν, τον επισκέφθηκε στο σπίτι του στα προάστια της Μόσχας και τον διαβεβαίωσε ότι η Siemens, που κάνει δουλειές με τη Ρωσία επί 160 χρόνια, δεν θα επέτρεπε σε «βραχυπρόθεσμες αναταράξεις», όπως χαρακτήρισε την κατάσταση, να επηρεάσουν τη σχέση τους.

Ένας ακόμα σοβαρός λόγος στη διστακτική στάση του Βερολίνου για τις κυρώσεις ήταν και η γερμανική εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια. Ώς το 2013, η Ρωσία τροφοδοτούσε τη Γερμανία με το 38% του πετρελαίου και το 36% του αερίου. Αν και η Γερμανία θα μπορούσε θεωρητικά να στραφεί μακριά από τη Ρωσία σε εναλλακτικές πηγές, κάτι τέτοιο, για να υλοποιηθεί, θα απαιτούσε δεκαετίες.

Η κινεζική αγορά

Η Γερμανία, όμως, περισσότερο ίσως κι από τη Ρωσία, έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με την Κίνα, λόγω των διαρκώς εξελισσόμενων οικονομικών δεσμών. Το 2003-2013, οι γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα έφτασαν συνολικά τα 84 δισ. δολάρια, σχεδόν το διπλάσιο της αξίας των γερμανικών εξαγωγών στη Ρωσία.

Η Κίνα έχει εξελιχθεί στη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τις γερμανικές εξαγωγές εκτός Ε.Ε. και πιθανόν σύντομα να ξεπεράσει και τις ΗΠΑ που είναι στην κορυφή. Ήδη η Κίνα αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά για τη Volkswagen και τη Mercedes.

Οι γερμανο-κινεζικές σχέσεις ισχυροποιήθηκαν περισσότερο μετά το κραχ του 2008, όταν βρέθηκαν να υποστηρίζουν παρόμοιες πολιτικές για την παγκόσμια οικονομία. Και οι δυο χώρες ήταν επικριτικές για την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης των ΗΠΑ και αντιστάθηκαν στις προτροπές της Αμερικής να πάρουν μέτρα για τη διόρθωση μακροοικονομικών ανισορροπιών στην παγκόσμια οικονομία.

Μάλιστα, το 2011 Γερμανία και Κίνα ξεκίνησαν να έχουν μια ετήσια διαβούλευση μεταξύ των κυβερνήσεών τους. Ήταν η πρώτη φορά που η Κίνα ακολούθησε τέτοια τακτική συνεννόησης με άλλη χώρα.

Για τη Γερμανία, η σχέση είναι πρωτίστως οικονομική αλλά για την Κίνα, που επιθυμεί μια δυνατή Ευρώπη ως αντίβαρο στις ΗΠΑ, είναι και στρατηγική. Η Κίνα μπορεί να βλέπει τη Γερμανία σαν το κλειδί για το είδος της Ευρώπης που επιθυμεί, ειδικά από τη στιγμή που ο ρόλος της Γερμανίας στη Γηραιά Ήπειρο έχει γίνει ηγετικός.

Ο πιο στενός σύνδεσμος μεταξύ Βερολίνου - Πεκίνου έρχεται τη στιγμή που οι ΗΠΑ υιοθετούν μια πιο σκληρή στάση απέναντι στην Κίνα. Σε περίπτωση που οι ΗΠΑ βρεθούν σε μια διαμάχη με την Κίνα για θέματα οικονομίας ή ασφάλειας, αν για παράδειγμα συνέβαινε μια ασιατική Κριμαία, π.χ. στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, τότε υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η Γερμανία να παραμείνει ουδέτερη.

Κάποιοι Γερμανοί διπλωμάτες στην Κίνα, εξάλλου, έχουν ήδη αρχίσει να αποστασιοποιούνται από τη Δύση. Το 2012, για παράδειγμα, ο Γερμανός πρέσβης στο Πεκίνο ανέφερε σε συνέντευξή του: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει αυτό που λέμε Δύση πια».

Με δεδομένη την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση των γερμανικών εξαγωγών από την κινεζική αγορά, οι επιχειρήσεις της Γερμανίας θα ήταν ακόμα πιο αντίθετες σε μια επιβολή κυρώσεων στην Κίνα απ’ ό,τι στη Ρωσία. Σε μια τέτοια περίπτωση θα δημιουργείτο μεγαλύτερο χάσμα και ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και μεταξύ Ευρώπης - ΗΠΑ.

Στη δεκαετία του 1970 ο Κίσινγκερ έλεγε ότι η «Ανατολική Πολιτική» της Γερμανίας θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης της Σοβιετικής Ένωσης και ότι τυχόν στενότεροι οικονομικοί δεσμοί με την ΕΣΣΔ θα αύξαναν την εξάρτηση της Ευρώπης από τον ανατολικό της γείτονα, ως εκ τούτου θα υπονόμευαν τη Δύση.

Όσο διαρκούσε ο Ψυχρός Πόλεμος, η Δυτική Γερμανία εξαρτιόταν από τις ΗΠΑ για προστασία από τη Σοβιετική Ένωση. Τώρα, όμως, έχει μια πιο κεντρική και ισχυρή θέση στην Ευρώπη. Η επανενωμένη Γερμανία είναι η ηγέτιδα δύναμη στην Ε.Ε. Με δεδομένη αυτήν τη θέση, μια μετα-δυτική Γερμανία θα μπορούσε να συμπαρασύρει πολλές από τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. στη δική της ρότα, ειδικά εκείνες τις κεντροευρωπαϊκές και ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που οι οικονομίες τους είναι αλληλένδετες με τη γερμανική.

Σε περίπτωση, λοιπόν, που η Μ. Βρετανία αποχωρήσει από την Ε.Ε., κάτι που προς το παρόν συζητιέται, τότε η Ε.Ε. θα είναι ακόμη πιθανότερο να ακολουθήσει τις προτιμήσεις της Γερμανίας, ειδικά όσον αφορά Ρωσία και Κίνα.Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ευρώπη θα βρισκόταν σε εντελώς αντίθετη γραμμή από τη γραμμή των ΗΠΑ. Και η Δύση θα μπορούσε να υποστεί ένα σχίσμα, το οποίο ίσως να μην ξεπερνούσε ποτέ...

1 Το «Foreign Affairs» εκδίδεται από το 1922, έχοντας βάση στη Νέα Υόρκη, και αποτελεί την κορυφαία επιθεώρηση για τις διεθνείς σχέσεις, την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τις παγκόσμιες υποθέσεις.

2 Ο υπογράφων το άρθρο Hans Kundnani είναι διευθυντής ερευνών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR) με εξειδίκευση στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, ενώ κείμενά του θα συναντήσει κανείς συχνά σε μεγάλης βαρύτητας έντυπα της Ευρώπης, όπως ο βρετανικός «Guardian».
http://www.topontiki.gr/article/96929/I-Germania-stribei-pros-Anatolas