Η χώρα δίνει μάχη επιβίωσης κι εμείς ακόμη μαλώνουμε μεταξύ μας. Αντί να συσπειρωθούμε, μήπως ενωμένοι καταφέρουμε να αποτρέψουμε τα χειρότερα, συνεχίζουμε το ίδιο βιολί. Η εικόνα κατά τη συζήτηση στη Βουλή επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης ήταν απογοητευτική. Ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μιλούσαν σαν να βρισκόμασταν ακόμη σε προεκλογική περίοδο. Οι εκλογές τελείωσαν. Ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηρίζει τους εκπροσώπους της σχεδόν μισής Ελλάδας συνεργάτες της Μέρκελ. Πέρα από εκλογικούς νόμους και μπόνους εδρών, η ουσία είναι πως σε σύνολο 5,5 εκατομμυρίων πολιτών που ψήφισαν, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ έλαβαν μόλις 160 χιλιάδες περισσότερες ψήφους από τη Ν.Δ., το «Ποτάμι» και το ΠΑΣΟΚ, τις δυνάμεις του Μνημονίου ή του ρεαλισμού (ο καθένας χρησιμοποιεί την περιγραφή που προτιμά).
Υπό αυτό το πρίσμα, η συζήτηση θα έπρεπε να ήταν πιο ισορροπημένη. Να ακούγαμε την εύλογη κριτική της κυβέρνησης στα πεπραγμένα των προκατόχων της και ενδεχομένως της αντιπολίτευσης στα όσα ανακοίνωσε η νέα κυβέρνηση στο σύντομο χρονικό διάστημα που έχει περάσει. Αλλά, στη συγκεκριμένη συγκυρία, θα έπρεπε να είχαμε ακούσει τους κ. Τσίπρα και Σαμαρά να μιλούν και για τα κοινά που τους ενώνουν. Δυστυχώς, χάσαμε άλλη μία ευκαιρία να δημιουργήσουμε ένα εθνικό μέτωπο. Στην ουσία ο ένας εξύβριζε τον άλλον. Ο Αντώνης Σαμαράς, και πάλι με υπερβολικά αρνητικό ύφος, δεν περιορίστηκε να καταθέσει τη μέχρι τώρα εμπειρία του με τους εταίρους και να εξηγήσει το δύσκολο περιβάλλον που θα έχουν μπροστά τους οι κ. Τσίπρας και Βαρουφάκης.
Διολίσθησε, με καταγγελτικό ύφος, στην τακτική του εκφοβισμού, ενώ έφθασε να διερωτηθεί «αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταργεί τις φυλακές υψίστης ασφαλείας ώστε να δραπετεύουν πιο εύκολα οι κρατούμενοι». Από την πλευρά του, ο Αλέξης Τσίπρας, με υπεροπτικό ύφος, εμφανίστηκε ισοπεδωτικός για όλα όσα έκαναν οι προηγούμενοι και ταύτισε τον τέως πρωθυπουργό της Ελλάδας με την καγκελάριο της Γερμανίας. Οπως ανέφερε ο Γιάνης Βαρουφάκης στο γερμανικό περιοδικό Stern, ενώ σκοπός μιας συζήτησης θα έπρεπε να είναι το να μαθαίνει ο ένας από τον άλλον, «στις συζητήσεις στη Βουλή ή στην τηλεόραση το θέμα είναι να εξοντώσεις τον άλλον και να τον καταστρέψεις». Με δόση υπερβολής πρόσθεσε: «Αν γίνω έτσι, πρέπει κάποιος να με πυροβολήσει». Δεν χρειάζεται να φθάσουμε σε τέτοιες ακραίες λύσεις, αλλά είναι βέβαιο ότι η ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης πρέπει να βελτιωθεί. Αυτό επιβάλλει το εθνικό συμφέρον, ιδιαίτερα στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία. Και φθάνουμε στο μείζον ζήτημα της συστράτευσης.
Ο πρωθυπουργός έχει απόλυτο δίκιο να ζητεί τη βοήθεια του προκατόχου του. Την έχει ανάγκη. Ιδιαίτερα όταν η Ν.Δ. ανήκει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, το μεγαλύτερο του Ευρωκοινοβουλίου και αυτό στο οποίο ανήκουν οι Χριστιανοδημοκράτες της Αγκελα Μέρκελ. Αλλά πώς είναι δυνατόν, την ίδια στιγμή που καταγγέλλεις τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως σχεδόν εθνικό μειοδότη, να του ζητείς να σε στηρίξει στα ευρωπαϊκά φόρα;
Ηταν τόσο δύσκολο να ασκήσει ο κ. Τσίπρας την κριτική του για τα λάθη της λιτότητας, να υπογραμμίσει το δικό του «ισχυρό» χαρτί στα μάτια των εταίρων, που είναι η πρόθεσή του να συγκρουστεί με τους ολιγάρχες –κάτι που ελπίζεται να συμβεί– και στη συνέχεια να δηλώσει ότι υπήρξαν αρκετές αλλαγές που κινήθηκαν προς τη σωστή κατεύθυνση (το 70% του κ. Βαρουφάκη), να αναγνωρίσει το πόσο σημαντικό είναι το γεγονός πως ο ίδιος έχει ως σημείο εκκίνησης ένα πρωτογενές πλεόνασμα και, οικοδομώντας σε μια περισσότερο συναινετική ρητορική, να τονίσει ότι ο ελληνικός λαός ψήφισε, οι εκλογές τελείωσαν και πως ζητεί τώρα τη στήριξη της αντιπολίτευσης;
Και σε αυτό το ύφος να ζητήσει από τον κ. Σαμαρά, αλλά και από τους κ. Θεοδωράκη και Βενιζέλο, στις επαφές τους με τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Ευρωβουλής, το ΕΛΚ και το Σοσιαλιστικό, να «βάλουν πλάτη»; Οι τελευταίοι να ανταποκριθούν και αφού, ενωμένοι, εξασφαλίσουμε το καλύτερο δυνατό για τη χώρα και περάσουμε στην «επόμενη μέρα», τότε ας επιστρέψουμε στη σκληρή αντιπαράθεση στο εσωτερικό. Ηταν τόσο δύσκολο;