Ο συγγραφέας, εγγονός μουσουλμάνου της Θεσσαλονίκης, με έντονα φιλελληνικά αισθήματα, όπως γράφει στον πρόλογό του, ζητά να στηριχτεί από το τουρκικό κράτος η επάνοδος διωγμένων αλλά και νεοπολιτών στην Κωνσταντινούπολη.
Μια «αξονική τομογραφία» της Τουρκίας μετά το 1989, με αποτύπωση της σχέσης θρησκείας-κράτους, την κουρδική ταυτότητα, τη διαπάλη Τουρκίας – Ισραήλ και την αέναη διαμάχη δυτικών και ισλαμιστών για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι το βιβλίο «Οργισμένο Έθνος» του καθηγητή Κερέμ Οκτέμ που εξέδωσαν πριν από λίγες μέρες οι εκδόσεις «Ευρασία» σε μετάφραση του Μιχάλη Κατσιμίτση. Ο συγγραφέας, εγγονός μουσουλμάνου της Θεσσαλονίκης, με έντονα φιλελληνικά αισθήματα, όπως γράφει στον πρόλογό του, ζητά να στηριχτεί από το τουρκικό κράτος η επάνοδος διωγμένων αλλά και νεοπολιτών στην Κωνσταντινούπολη. Είναι ερευνητής στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Σπουδών, διδάσκει πολιτική Μέσης Ανατολής στο Ινστιτούτο Οριεντάλ, έκανε σπουδές στην Οξφόρδη διερευνώντας την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την μετέπειτα κατασκευή μιας αποκλειστικά τουρκικής επικράτειας.
Πρόκειται για διανοούμενο που εκφράζει την αντίθεσή σε ένα «ισλαμικό καθεστώτος ηθικής πειθαρχίας» δίνοντας μάχη υπέρ μιας πολιτισμικής Τουρκίας με τούρκους, κούρδους, αρμένιους, αλεβίτες, σουνίτες, μουσουλμάνους, χριστιανούς, σοσιαλδημοκράτες, σοσιαλιστές, ακτιβιστές. Το βιβλίο των 270 σελίδων ξεκινάει με ένα κατατοπιστικό πίνακα για την ονομασία και την πολιτική προέλευση των κομμάτων από το 1906 –οπότε ιδρύθηκε το πρωτοκεμαλικό Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος»- φθάνοντας το 2009 όταν ιδρύθηκε το φιλοκουρδικό «Κόμμα Ειρήνης και Δημοκρατίας». Ακολουθεί ένα χρονολόγιο για τις σημαντικές στιγμές στην ιστορία της Τουρκίας από το 1839- οπότε ανακοινώθηκε το Τανζιμάτ, δηλαδή η αναδιοργάνωση, όπως είχε ονομαστεί το πρόγραμμα διοικητικών, οικονομικών, νομοθετικών και στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων – μέχρι τον Οκτώβριο του 2010 όταν άρχισε οι διακομματικές συνομιλίες για το νέο Σύνταγμα. Ακολουθούν κεφάλαια που ασχολούνται με τους πολιτικούς θεσμούς, τις ιδεολογίες, τα κόμματα, τους πολιτικούς ηγέτες και τους κοινωνικούς οργανισμούς σε αυτήν την εκπληκτικά περίπλοκη χώρα.
Επιχειρεί να εξηγήσει τον ρόλο του κράτους στην πολιτική ιστορία της χώρας, τον ρόλο των εκλεγμένων αλλά για τον ρόλο των μη εκλεγμένων «φυλάκων της δημοκρατίας» που είναι οι στρατηγοί, οι ανώτεροι δικαστικοί και οι ιθύνοντες της γραφειοκρατίας, οι οποίοι διαμορφώνουν από τη δεκαετία του ’50 την πολιτική της μεγάλης αυτής χώρας. «Ήμουν στο λύκειο τα χρόνια μετά το πραξικόπημα του 1980. Τότε επιτρεπόταν μονάχα ότι δεν απαγορευόταν ρητά. Και αυτά δεν ήταν πολλά. (…) Μεγάλωσα σε μια οικτρή εποχή για την Τουρκία και οργή. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτές οι σκοτεινές περίοδοι εναλλάσσονταν με αισιόδοξες φάσεις πολιτικής σταθερότητας και απότομης οικονομικής ανάπτυξης με σύντομα ξεσπάσματα καλλιτεχνικής και διανοητικής ιδιοφυίας και σημαντικά άλματα όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Ο καθηγητής κάνει επισκόπηση των παρεμβάσεων του στρατού: Το πραξικόπημα του 1960 , κατά τρόπο ειρωνικό, συνέταξε το πιο φιλελεύθερο σύνταγμα! Αλλά το πραξικόπημα του 1971 διακήρυξε ότι «το Σύνταγμα ήταν πάρα πολύ μεγάλη πολυτέλεια για εμάς». Το πραξικόπημα του 1980 σταμάτησε τις χιλιάδες πολιτικές δολοφονίες στέλνοντας βέβαια περισσότερους από μισό εκατομμύριο ανθρώπους στη φυλακή.
Συνεχίζει μετά με τον πολιτικό ηγέτη Τουργκούτ Οζάλ , ο οποίος έγινε πρωθυπουργός των στρατηγών για να αναδειχθεί σε πρόεδρο προωθώντας την ελεύθερη αγορά. Αναφέρεται στη χαμένη δεκαετία 1991-2002 με τον κουρδικό πόλεμο, τις κρίσεις και τους αδύναμους συνασπισμούς για να καταλήξει στα ρήγματα του συστήματος της περιόδου 1997-2001. Σημειώνει ότι το «μεταμοντέρνο»
πραξικόπημα του 1997 υποχρέωσε τον ισλαμιστή πρωθυπουργό Νετσμετίν Ερμπακάν να υπογράψει το διάταγμα για να ελεγχτούν τα θρησκευτικά λύκεια, να περιοριστούν τα μαθήματα κορανίου και να κλείσουν οι ισλαμικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί, οδηγώντας τον στην απώλεια της εξουσίας. Στο κεφάλαιο «Δικαιοσύνη και ανάπτυξη – Ισλαμιστές Καλβινιστές εναντίον κράτους φύλακα» (2002-07) αφηγείται την άνοδο του ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν στην πρωθυπουργία χάρη στη στήριξή του από το δίκτυο του Φετιουλάχ Γκιουλέν και το μεθοδικό ξεδόντιασμα του βαθέους κράτους των στρατηγών με την προώθηση μιας ισλαμικής ατζέντας, η οποία πυροδότησε εξεγέρσεις της δυτικότροπης νεολαίας.
Μια ξεχωριστή αναφορά αποτελεί η «ήπια εξουσία της λαϊκή κουλτούρας» η οποία επί Ερντογάν έγινε σημαντικό εξαγωγικό προϊόν. Πρόκειται για τις τηλεοπτικές σειρές που μεταδίδονται σε πολλές βαλκανικές χώρες, στον αραβικό κόσμο και στην Κεντρική Ασία. Σειρές που καθηλώνουν ολόκληρους πληθυσμούς κρατών- κάτι γνώριμο και στην τηλεοπτική Ελλάδα. Ο συγγραφέας επισημαίνει πως, όταν παίζεται η τηλεοπτική σειρά «Νουρ», βασισμένη σε μια ιστορία αγάπης ενός πλούσιου από την Κωνσταντινούπολη με την εργαζόμενη υπάλληλό του, οι δρόμοι στις περισσότερες αραβικές πόλεις άδειαζαν την ώρα της προβολής… Τελικά, μιλάμε για μια δύναμη ίσως πιο διεισδυτική από αυτή των στρατηγών.
http://www.protothema.gr/