Αρχικά σκέφτηκα πώς δεν έπρεπε να πω κάτι. Μήπως παρεξηγηθώ ή θεωρηθούν
τα γραφόμενά μου αράδες οπαδικής συμπαράταξης ή έκφραση κομματικής
ευαισθησίας και μόνο. Όμως τα όσα κατάπτυστα ακολούθησαν, δηλώσεις,
ανασκευάσεις ανακοινώσεων και η δημόσια συγκάλυψη του αντιανθρώπινου
φαινομένου του ρατσισμού, με γελοιώδη αριθμητικά επιχειρήματα, με
προσβάλλουν ως άνθρωπο.Θα
δανειστώ μερικά λόγια του Μάνου Χατζιδάκι, που κατά καιρούς
χρησιμοποίησαν κι άλλοι για να στηλιτεύσουν την ανθρώπινη κατρακύλα μας.
Για να θυμίσουν στην κοινωνία τα πάνδεινα που υπέστη η ανθρωπότητα, το
θάνατο, τις γενοκτονίες και την απόλυτη εξαθλίωση στο όνομα του
ναζισμού, του φασισμού, του σοβινισμού και του ρατσισμού. Μη
διεκδικώντας δάφνες θεωρητικής ανάπτυξης των θεμάτων, αρκούμενος στη
δύναμη που αντλούσε η σκέψη του από το μεγάλο ψυχικό του ανάστημα, το
1993, ο Χατζιδάκις έλεγε:
«Ο
Νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και
αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν
περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση –
εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην
ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν,
ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του».
Ξέρετε,
είχε απόλυτο δίκιο. Όταν οι άνθρωποι που μπαίνουν μπροστά και
τοποθετούνται δημόσια, διαδραματίζοντας το ρόλο του αμαξηλάτη στην όποια
έκφανση της κοινωνικής ζωής, δηλώνουν επανειλημμένα την ανοχή τους σε
τέτοια φαινόμενα, αυτό είναι άκρως επικίνδυνο. Γιατί τότε το «τέρας» της
αντιανθρώπινης συμπεριφοράς αρχίζουμε να το συνηθίζουμε. Κι «όταν
συνηθίζεις το τέρας» όπως έλεγε ο Χατζιδάκις, «αρχίζεις να του
μοιάζεις». Όταν σωματεία, οργανισμοί, φορείς πολιτικής, αστυνομικές
αρχές, αρμόδιες αρχές ή το κράτος δεν ανησυχούν, σιωπούν μπροστά σε
τέτοια φαινόμενα και με την ανοχή τους τα συγκαλύπτουν, γεννιέται το
ερώτημα: Μήπως έχουμε πράγματι αρχίσει να του μοιάζουμε;
Είναι
γεγονός πως οι νομοθεσίες μας έχουν εκσυγχρονιστεί. Πώς η ρατσιστική
συμπεριφορά σε διάφορους τομείς της ζωής έχει ποινικοποιηθεί. Η
συνταγματική τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας βασίζεται στην αξιακή
εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών που
αναγνωρίζουν διεθνείς συμβάσεις στις οποίες έχουμε συμβληθεί και
περιλαμβάνονται στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Φαίνεται
όμως, πώς και πάλι, το μεγαλύτερο κενό δεν βρίσκεται στο χαρτί. Αλλά
στη διαπαιδαγώγηση ακόμη κι αυτών που παιδαγωγούν τους υπόλοιπους μέσα
από το λόγο, τη δράση και το παράδειγμά τους. Χωρίς να δικαιολογώ τους
δράστες του ρατσισμού, διερωτώμαι κατά πόσο η ανοχή τους προσφέρει
άλλοθι. Όπως και η ανοχή στις εκατό- συγχωρέστε με αν δεν μέτρησα σωστά-
σβάστικες που «κοσμούν» πολλές κεντρικές οδούς της ευρωπαϊκής μας
πρωτεύουσας.
Σήμερα,
μπορεί να μην ήταν 15000 χιλιάδες (και σίγουρα δεν ήταν) οι οπαδοί που
προσέβαλλαν και προκαλούσαν έναν άνθρωπο που «εγκλημάτησε» να γεννηθεί
στο Μπενίν. Αύριο, μπορεί να μην είναι καν εκατό αυτοί που θα προσβάλουν
ή ίσως χειροδικήσουν πάνω σε οικιακές βοηθούς ή σε ξένους εργάτες. Αυτό
μας απαλλάσσει;
Η
ανοχή στο ρατσισμό ως μορφή φυσικής ή ψυχολογικής βίας, δεν έχει χρώμα
ούτε φυλή. Και η ευθύνη όσων τη συγκαλύπτουν, μαζί και άλλα φαινόμενα
εξίσου επικίνδυνα, δεν μετριάζεται είτε αφορά ένα είτε δέκα είτε εκατό
θύτες.
Και
κάτι τελευταίο. Η αλήθεια που φέρνει μαζί του ο άνθρωπος περιγράφεται
μέσα από το παιχνίδι των μικρών παιδιών που σε πολυπολιτισμικές
κοινωνίες, όπως και η δική μας, δεν χωρίζουν τους φίλους τους σε χρώματα
ή κατηγορίες. Δοκιμάστε να εξηγήσετε στα παιδιά σας γιατί δεν σας
ενοχλεί ο ρατσισμός. Δεν θα τα καταφέρετε, παρά μόνο αν δηλητηριάσετε
πρώτα την αλήθεια τους.
Γράφει: Σταύρη Καλοψιδιώτου