Οι Ρεπουμπλικάνοι θα
ήθελαν πολύ να πείσουν τους Αμερικανούς ότι κέρδισαν τον έλεγχο της
Γερουσίας διότι οι ψηφοφόροι πείστηκαν από μία ελκυστική ατζέντα
δημιουργίας θέσεων εργασίας, φορολογικών μεταρρυθμίσεων και περικοπών
των δημοσίων δαπανών. Στην πραγματικότητα όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν
έγινε.
Αυτό υποστηρίζει στο ανυπόγραφο βασικό άρθρο της η εφημερίδα New
York Times. Ακόμη και όσοι ψήφισαν τους Ρεπουμπλικάνους, τονίζει, θα
δυσκολευτούν να εξηγήσουν ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις των
εκλεκτών τους. Και αυτό γιατί σχεδόν κάθε Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος
βάσισε την προεκλογική του εκστρατεία πάνω στο ίδιο ζήτημα: την
θερούμενη ως αποτυχία της κυβέρνησης του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.
Σε κάθε ομιλία, σε κάθε διαφήμιση, συνέδεαν αδιάκοπα τον αντίπαλό τους
με τον πρόεδρο και έδιναν υποσχέσεις ότι θα δώσουν ένα τέλος σε ό,τι οι
πολίτες απεχθάνονται στην κυβέρνηση Ομπάμα. Την ημέρα της ψηφοφορίας η
Ρεπουμπλικανική Εθνική Επιτροπή κυκλοφόρησε μια σειρά από πολιτικές
διαφημίσεις για να πείσουν τους ψηφοφόρους να πάνε στις κάλπες,
δείχνοντας τον Ομπάμα και υποψηφίους Γερουσιαστές του Δημοκρατικού
Κόμματος και δίπλα το μήνυμα: «Αν δεν ψηφίσεις, δεν μπορείς να
σταματήσεις τον Ομπάμα».
Οι πιο σημαντικές προεκλογικές υποσχέσεις που έδωσαν οι
Ρεπουμπλικάνοι είναι από τη φύση τους αρνητικές. Θα ανακαλέσουν τις
μεταρρυθμίσεις στην υγεία. Θα ακυρώσουν νέες ρυθμίσεις για τις τράπεζες
και τη Γουόλ Στριτ. Θα εμποδίσουν τα σχέδια του πρόεδρου Ομπάμα για
περιορισμό των εκπομπών άνθρακα, για νομιμοποίηση μεταναστών, για
δημόσιες επενδύσεις στην Παιδεία.
Οι αρνητικές προεκλογικές εκστρατείες δεν συνιστούν έκπληξη για ένα
κόμμα, όπως το Ρεπουμπλικανικό, που πολιτεύεται έτσι από τη μέρα της
ορκωμοσίας του Ομπάμα. Καλλιεργώντας την αντίθεση σε οποιαδήποτε
κυβερνητική πρωτοβουλία, την αντίληψη ότι τίποτα δεν γίνεται σωστά, οι
Ρεπουμπλικάνοι συνέβαλαν στο να κατασκευαστεί η εικόνα ενός αδύναμου και
αναποτελεσματικού προέδρου. Ο Μιτς Μακ Κόνελ, που θα
είναι ο ηγέτης της νέας πλειοψηφίας στη Γερουσία, ξεκίνησε το 2009 αυτό
που ο ίδιος αποκάλεσε «απογραφή ζημιών λόγω της κυβέρνησης Ομπάμα». Στην
«απογραφή ζημιών» τον βοήθησε η δεύτερη προεδρική θητεία, ιδιαίτερα οι
ανακολουθίες στο δημόσιο πρόγραμμα για την Υγεία, η αναποφασιστικότητα
στη διεθνή πολιτική, οι αποκαλύψεις για την παρακολούθηση πολιτών από
τις μυστικές υπηρεσίες και τα προβλήματα στην περίθαλψη των βετεράνων
πολέμου. Επίσης οι Ρεπουμπλικάνοι εκμεταλλεύτηκαν τους φόβους μερίδας
της κοινωνίας για τα παιδιά-μετανάστες που εισέρχονται παράνομα στις ΗΠΑ
από το Μεξικό και τα πρώτα κρούσματα του Έμπολα στις ΗΠΑ.
Αλλά και στην πράξη όλοι οι υποψήφιοι του Δημοκρατικού Κόμματος
τήρησαν αποστάσεις από τον πρόεδρο Ομπάμα, αρνούμενοι να υποστηρίξουν
ακόμη και πολιτικές που οδήγησαν στην οικονομική ανάπτυξη και τη
δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.Αλλά και οι Ρεπουμπλικάνοι λίγα είχαν να πουν για την ανάκαμψη της
οικονομίας και οι ιδέες τους για νέες θέσεις εργασίας εξαντλούνται στην
κατασκευή του νέου αγωγού πετρελαίου Keystone XL, τις νέες μειώσεις
φόρων και τις κραυγές «Πάρτε πίσω το Obamacare!» σε κάθε ευκαιρία.Στη θεωρία, ο πλήρης έλεγχος της Γερουσίας, μπορεί να δώσει στους
Ρεπουμπλικάνους το κίνητρο για να συμβιβαστούν με τον πρόεδρο Ομπάμα,
δείχνοντας ότι μπορούν και να ασκήσουνε εξουσία. Θα μπορούσαν, για
παράδειγμα, να βρουν κοινά σημεία για την επίτευξη συμφωνίας ελεύθερου
εμπορίου με τις χώρες του Ειρηνικού.
Ωστόσο όλα δείχνουν ότι τα αποτελέσματα των επόμενων ψηφοφοριών στη
Γερουσία και στη Βουλή των Αντιπροσώπων θα είναι πιο συντηρητικά από
πριν. Ηδη ο Μακ Κόνελ έχει δεσμευτεί να εναντιωθεί στην αύξηση του
κατώτατου μισθού, τον έλεγχο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και τη
νομοθεσία για την Υγεία.«Το ότι στις ΗΠΑ έχουμε δικομματικό σύστημα, δεν σημαίνει πως πρέπει να ζούμε σε μία διαρκή σύγκρουση», είπε
ο Μακ Κόνελ στη νικητήρια ομιλία του. Ως αρχηγός της νέας πλειοψηφίας
στη Γερουσία καλείται να αποδείξει ότι αυτή η φράση τους δεν είναι κενή
περιεχομένου.
ΒΗΜΑ
ΒΗΜΑ