27 Νοεμβρίου 2014

ΗΠΑ, προς το τέλος της συναίνεσης;

U.S. President Barack Obama speaks about immigration reform during a visit to Del Sol High School in Las Vegas, Nevada November 21, 2014.  REUTERS/Kevin Lamarque
Σκηνές εξέγερσης και ατμόσφαιρα εμφυλίου πολέμου στο Φέργκιουσον του Μιζούρι, όπου οι Αφροαμερικανοί πιστεύουν ότι είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Την ίδια στιγμή, ατμόσφαιρα μετωπικής σύγκρουσης εφ όλης της ύλης Ρεπουμπλικανικού Κογκρέσου - Λευκού Οίκου στην Ουάσιγκτον: Από τη δωρεάν υγεία, τη μετανάστευση μέχρι και την εξωτερική πολιτική.
Η συναίνεση την οποία αναζητούσαν οι συγγραφείς του Συντάγματος των ΗΠΑ, με τις ισορροπίες και αλληλοελέγχους μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας που θέσπισαν αποσαθρώνεται με γεωμετρική πρόοδο.Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στη Βρετανία, ο στενός συνεργάτης της Θάτσερ, Νόρμαν Τέμπιτ, μιλώντας στο ετήσιο Συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος είχε ζητήσει το τέλος της συναίνεσης ως προϋπόθεση για τομές και ανατροπές. Στις ΗΠΑ δεν χρειάζεται παρόμοιο σύνθημα, γιατί η συναίνεση καταρρέει με μια δυναμική που δεν προαναγγέλλει ανασύνταξη και ανασύνθεση, αλλά αντίθετα σύγχυση, βραχυκύκλωμα και αποδόμηση.

Αξίζει να σταθούμε στην παραίτηση Χέιγκελ που διακόπτει, και από ό,τι φαίνεται ανεπιστρεπτί για το ορατό μέλλον, μια παράδοση συναίνεσης των Δημοκρατικών Προέδρων: Πρώτος ο Κλίντον επέλεξε τον Ρεπουμπλικανό Γερουσιαστή Κοέν ως επικεφαλής του Πενταγώνου, με τον Ομπάμα να παίρνει τη σκυτάλη μετά την εκλογή του, τον Νοέμβριο του 2008, όταν αποφάσισε να διατηρήσει τον Γκέιτς που είχε επιλεγεί το 2006 από τον Μπους υιό, για να διαδεχθεί τον παραιτηθέντα τότε Ράμσφελντ στο υπουργείο Άμυνας και να επανέρχεται στις αρχές του 2013 με τον διορισμό του Ρεπουμπλικάνου Γερουσιαστή Χέιγκελ, που είχε διαφωνήσει με τον δεύτερο πόλεμο στο Ιράκ το 2003.

Η παράδοση αυτή διακόπτεται τη στιγμή που ήταν όσο ποτέ αναγκαία, καθώς οι Ρεπουμπλικανοί που δεν θέλουν ούτε να υιοθετήσουν, αλλά ούτε και να αντιπαρατεθούν μετωπικά με την ακροδεξιά υπερσυντηρητική ατζέντα του Tea Party και επενδύουν στην αποσυσπείρωση των ψηφοφόρων του Ομπάμα, έχουν επιλέξει όλα τα μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής, από την Ουκρανία και την Ευρύτερη Μέση Ανατολή ως πεδία μάχης, όπου καταγγέλλουν τον Λευκό Οίκο στην καλύτερη περίπτωση για ανικανότητα, ολιγωρία και στη χειρότερη για συνειδητή μειοδοσία στην προάσπιση ζωτικών εθνικών συμφερόντων.

Είμαστε δηλαδή έτη φωτός μακριά από το «It s the Economy Stupid!», την ερμηνεία δηλαδή της απρόσμενης νίκης του Κλίντον επί του Μπους πατρός τον Νοέμβριο του 1992.Σήμερα η ατμόσφαιρα θυμίζει μάλλον την προεκλογική εκστρατεία του 1952, όταν ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Αϊζενχάουερ νίκησε τον Δημοκρατικό Στίβενσον με τα συνθήματα «Ποιος έχασε την Κίνα» και πώς διέρρευσε στην ΕΣΣΔ το μυστικό της ατομικής βόμβας.

Εσωτερικές κοινωνικές και φυλετικές εντάσεις, αξιακή και πολιτισμική αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ανατολική και Δυτική Ακτή της πολυπολιτισμικότητας και της χαλαρότητας των ηθών με τον Νότο και τις Μεσοδυτικές Πολιτείες της περιχαράκωσης και του χριστιανικού φονταμενταλισμού όλα τα παραπάνω προφανώς αντανακλούν το τέλος του αμερικανικού ονείρου, με ένα 20% και πλέον του πληθυσμού σταθερά εγκλωβισμένο κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ η υπερσυγκέντρωση του πλούτου στο περίφημο 1% να διαλύει και για τον υπόλοιπο πληθυσμό την πίστη στην κοινωνική κινητικότητα. Δίχως υπερβολή, με την απώλεια της κοινωνικής κινητικότητας οι ΗΠΑ έχασαν μια συνιστώσα κοινωνικής σταθεροποίησης, που έδινε στη χώρα συγκριτικό πλεονέκτημα και σαφές προβάδισμα από τη Γηραιά Ήπειρο της Ευρώπης με τα βαρίδια του ταξικού διαχωρισμού.

Στις ΗΠΑ μοιάζουν να έχουν απονευρωθεί και αποσαθρωθεί και τα δύο ανταγωνιστικά πολιτικά και κοινωνικά οράματα: Τόσο το Κεϊνσιανό New Deal του Ρούζβελτ, που νομιμοποίησε ευρύτατο κρατικό ομοσπονδιακό παρεμβατισμό για την αναδιανομή του πλούτου και τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, αλλά και το φιλελεύθερο μοντέλο της σχολής του Σικάγου που επένδυε τα πάντα στην αυτορυθμιζόμενη αγορά.

Υπερκομματική παράδοση
Ο Κλίντον επέλεξε τον Ρεπουμπλικανό Γερουσιαστή Κοέν ως επικεφαλής του Πενταγώνου, με τον Ομπάμα να παίρνει τη σκυτάλη μετά την εκλογή του τον Νοέμβριο του 2008, όταν αποφάσισε να διατηρήσει τον Γκέιτς, που είχε επιλεγεί το 2006 από τον Μπους υιό, για να διαδεχθεί τον παραιτηθέντα τότε Ράμσφελντ.
  Γ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ