Διαβάστε τη συγκλονιστική μαρτυρία και απάντησή του Ανδρέα Μαλεφάκη:
«Δεσποινίς Έλλη Παπαγγελή.
Διαβάζοντας αυτά που γράψατε για τους αγωνιστές του πολυτεχνείου σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο που λέμε στην Κρήτη.
Λοιπόν κοπελιά,το όνομα μου είναι Ανδρέας Μαλεφάκης και τα παιδιά μου είναι στην ηλικία σου.
Επομένως, αυτά που έγραψες από κάπου τα διάβασες η κάποιοι σου τα υπαγόρευσαν.
Εγώ δεν ξέρω τα γράμματα που ξέρεις αλλά κρίμας αυτά που έμαθες γιατί πήγανε χαμένα.
Έχω να σου πω τούτο, ότι είσαι και απολίτικη, ανιστόρητη, αγράμματη: Επιπόλαια.
Λοιπόν, άκου για να μαθαίνεις γιατί είσαι πολύ μικρή ακόμη και έχεις πολλά να μάθεις.
Ήμουν εργάτης στην οικοδομή στην Αθήνα, σε ηλικία δέκα επτά χρόνων, διότι κοπελιά μου έπρεπε να δουλέψω για να βοηθήσω την οικογένεια μου και τον εαυτό μου να επιβιώσουμε.
Για σχολειό δεν υπήρχε χρόνος. Το σχολειό μας ήταν το πεζοδρόμιο και η καθημερινή βιοπάλη. Δεν τα βρήκα όλα έτοιμα σαν και την πάρτη σου.
Οι οικοδόμοι ήταν ένας από τους πρώτους κλάδους εργαζομένων που βρεθήκαμε διπλά στους φοιτητές.
Από εκείνη τη μέρα έχουν περάσει σαράντα ένα χρόνια, ποτέ άλλοτε στην ζωή μου δεν τα έχω διηγηθεί η παινευτεί.
Αν τα λέω τώρα, κοπελιά, είναι γιατί αυτοί που υπηρετείς είναι οι καινούργιοι Δικτάτορες της Ελλάδος. Ξανά χούντα.
Οι περισσότεροι που ήμασταν μέσα στο πολυτεχνείο, ήμασταν χωρίς κομματικές ταυτότητες. Πιστεύαμε, μόνο στην ιδέα της ελευθερίας και τίποτα άλλο. Για ένα καλύτερο αύριο.
Εγώ, μαζί άλλους μπήκαμε μέσα στο Πολυτεχνείο την Τετάρτη.
Μέσα και έξω ήταν γεμάτο από φοιτητές, οικοδόμους, απλούς πολίτες που όλοι είχαμε ένα στόχο.
Την ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΜΑΣ. ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
Ο κόσμος απ’ εξω ήταν αλληλέγγυος προς εμάς.
Τα βράδυ μας έφερναν τρόφιμα και φάρμακα. Οι αστυνομικοί που ήταν ακροβολισμένοι στα γύρω τετράγωνα τους πυροβολούσαν στο ψαχνό.
Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν τον κόσμο να έλθει..
Έξω γινόταν μάχες, άκουγες πυροβολισμούς συνέχεια μα ειδικά τοις απογευματινές ώρες όπου ανέβαινε πολύς κόσμος.
Παρόλα αυτά ο κόσμος όλο και αυξανόταν.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω την Πέμπτη ο βραδύ ένα άτομο να πεφτει από πυροβολισμούς στο απέναντι τετράγωνο, έξω από την είσοδο του πολυτεχνείου.
Ποτέ δεν μάθαμε αν επέζησε η πέθανε.
Εικόνες φρίκης, αλλά και αγώνα όπου δεν περιγράφονται…
Σαράντα ένα χρόνια, τα κράτησα σαν ιερό κειμήλιο, μέσα μου.
(Που να το φανταστώ οτι θα ξανά ζήσω χούντα και κατοχή)
Φτάσαμε το βραδύ της Παρασκευής όπου, αργά είδαμε το άρμα, να έρχεται και καταλάβαμε ότι θα γινόταν εισβολή.
Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε σκαρφαλωμένοι πάνω στα κάγκελα.
Από νωρίς είχαμε τοποθετήσει μπροστά από την καγκελόπορτα τρία αμάξια πλευρικά, το ένα διπλά στο άλλο.
Δεν μας φόβιζε τίποτα. Το αίμα μας χόχλαζε. Φωνάζαμε να γνωστά συνθήματα: “Ψωμί, παιδεία, ελευθερία”.
Μιλούσαμε απευθείας στα αδέλφια μας τους φαντάρους.
Προσπαθούσαμε να τους πείσουμε να μην εκτελέσουν την διαταγή.
Τραγουδούσαμε τον εθνικό ύμνο.
(Ακούτε κοπέλια δεν είμαστε φασίστες, είμαστε αγωνιστές, σαν και σας τώρα αλλά τραγουδούσαμε τον εθνικό μας ύμνο.)
Τελικά τα ξημερώματα πριν φέξει μπήκε το άρμα. Όλοι τραβηχτήκαμε πίσω. Παντού χαμός, πανδαιμόνιο. Τραυματίες, αίματα παντού.
Τα καπνογόνα μας έπνιγαν.
(Σαν και τώρα τους ΜΑΤΑΤΣΙΔΕΣ που πνίγουν κάθε μέρα τα παιδιά στους δρόμους το ιδιο αδίστακτοι, βασανιστές είσαστε σαν και αυτούς, τότε).
Τρέχαμε να σωθούμε από τους αφηνιασμένους αστυνομικούς
Μπήκαμε σε μια αίθουσα διδασκαλίας όπου κοπέλες έκλαιγαν σοκαρισμένες.
Σπάσαμε ένα τζάμι και τις βοηθήσαμε να φύγουν από τα πλαϊνά παράθυρα και μετά πηδήξαμε και εμείς.
Πλέον το πολυτεχνείο ήταν γεμάτο αστυνομικούς, πράκτορες. Όλα τα καλά τα παιδιά,ήταν μέσα.
Στους δρόμους οι αστυνομικοί, έριχναν φωτοβολίδες και οποίον έβλεπαν να κινείται τον πυροβολούσαν, αμέσως .
Μπροστά μας έπεσε ένα παλικάρι, στο απέναντι τετράγωνο.
Αστυνομικοί με πολιτικά ή με στολές ήταν παντού. Χτυπούσαν αλύπητα και χωρίς εξαίρεση .
Ήταν χειρότεροι από τα Γερμανικά SS.
Τρέχαμε όλοι να σωθούμε.
Βρεθήκαμε σε μια πολυκατοικία, όπου περίπου σαράντα άτομα, ανεβήκαμε την σκάλα και ζητούσαμε βοήθεια από τους πολίτες.
Οι άνθρωποι τρομοκρατημένοι δε μας άνοιγαν.
Ανεβήκαμε στο κλιμακοστάσιο.
Σε λίγο μια χαραμάδα φωτός βγαίνει από μια πόρτα. Εμφανίστηκε ένας μεσήλικας άνδρας και μας κάλεσε μέσα.
Μας τάισε ότι είχε, έστρωσε χάμω στα πατώματα κουβέρτες, χαλιά, για να ξαπλώσουμε.
Σε λίγο χτύπησε η πόρτα όπου την άνοιξε ο κύριος (Δεν θυμάμαι το όνομα του μετά από τόσα χρόνια. Ας είναι καλά αν είναι ακόμα εν ζωή ) Είχε βάλει της πιτζάμες του και έκανε τον κοιμισμένο .
Για καλή μας τύχη έπιασαν οι εκκλήσεις του να μην ξυπνήσουν τα μωρά του. Έφυγαν αφού τους διαβεβαίωσε ότι δεν έπεσε στην αντίληψη του σπείρα αναρχικών”.
Το ξημέρωμα ένας – ένας , με την βοήθεια και την κάλυψη του ΚΥΡΙΟΥ αυτού , φύγαμε από την πολυκατοικία.
Στην πλατεία Κάνικος, μετά από λίγη ώρα, με συνέλαβαν τρεις άνδρες με πολιτικά. Με ανέκριναν. Μετά με οδήγησαν στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας όπου είχε μετατραπεί σε κελί βασανιστηρίων. Με κάθισαν σε μια καρέκλα με καρφιά, με μαστίγωναν μ’ ένα αυτοσχέδιο γκλομπ όπου ήταν γεμάτο άμμο.
Για πολλές ώρες προσπαθούσαν να μου αποσπάσουν ονόματα παιδιών που ήμασταν μέσα.
Σαν απελπίστηκαν για να με ξεφτιλίσουν και να με ταπεινώσουν μου κούρεψαν το μισό μου κεφάλι με ξιφολόγχη…
Κοπελιά, άκου.
Οι απλοί αγωνιστές ποτέ δεν καπηλευτήκαμε τον αγώνα που δώσαμε για λευτεριά και Δημοκρατία.
Συνεχίσαμε τον αγώνα της επιβίωσης χωρίς ποτέ να ζητήσουμε ανταλλάγματα, η αναγνωρισιμότητα.
Ποτέ δεν πήγαμε στα κομματικά τους μαγαζιά, να ζητήσουμε το ελάχιστο. Γιατί μάθαμε με την δική μας δύναμη να προσχωρούμε μπροστά, στην ζωή.
Ναι, κάποιοι το εκμεταλλεύτηκαν.
Δαμανάκη, Παπουτσής (Ποιος; Ο Παπουτσής! Που με εντολή του το 2011 επνιξε χιλιάδες διαδηλωτές στην Αθήνα με χημικά και ξύλο… Τρομάρα του, του αγωνιστή…), Λαλιώτης, Τζουμακας και τόσοι άλλοι που μετά ξέχασαν τα οράματα του αγώνα και το μόνο που ξέρανε και ξέρουν είναι να γεμίζουν τοις τσέπες τους με κλεμμένα χρήματα από τον κόπο και τον ιδρώτα του απλού λαού.
Τώρα, οι άλλοτε άσπονδοι φίλοι είναι συνεταιράκια, στην μίζα, στην λαμόγια, στην προδοσία.
Μαζί υπογράφουν το ξεπούλημα μιας περήφανης και πάμπλουτης χώρας, μόνο και μόνο για να αρπάξουν περισσότερα και να γλυτώσουν τα τομάρια τους.
Και εμείς, οι απλοί πολίτες κοιμόμαστε ακόμη και σήμερα είμαστε χωρισμένοι σε χίλια κομμάτια.
Κοπελιά,
Αυτοί που υπηρετείς μαζί με τους συνεταίρους τους τα Πασοκια μας πρόδωσαν και μας ξεπούλησαν.
Ξυπνάτε! Σταματήστε να σπέρνετε διχόνοια και μίσος! Όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες!
Τελειώνοντας, για να μην σου στερώ τον πολύτιμο χρόνο σου, γιατί θα θες να πας να ποστάρεις την κάλπικη ομορφιά σου, να μαζέψεις μερικά like να κολακεύσεις την ματαιοδοξία σου θα σου πω μόνο τούτο:
«Οι υψηλές θέσεις είναι σαν τα ψηλά βουνά που σε αυτά ανεβαίνουν οι αετοί και τα ερπετά»
Εσύ, από ότι κατάλαβα έχεις επιλέξει να ανεβαίνεις έρποντας και γλύφοντας..
“Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία η Χούντα δεν τέλειωσε το ’73”
Ανδρέας Μαλεφάκης
«Δεσποινίς Έλλη Παπαγγελή.
Διαβάζοντας αυτά που γράψατε για τους αγωνιστές του πολυτεχνείου σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο που λέμε στην Κρήτη.
Λοιπόν κοπελιά,το όνομα μου είναι Ανδρέας Μαλεφάκης και τα παιδιά μου είναι στην ηλικία σου.
Επομένως, αυτά που έγραψες από κάπου τα διάβασες η κάποιοι σου τα υπαγόρευσαν.
Εγώ δεν ξέρω τα γράμματα που ξέρεις αλλά κρίμας αυτά που έμαθες γιατί πήγανε χαμένα.
Έχω να σου πω τούτο, ότι είσαι και απολίτικη, ανιστόρητη, αγράμματη: Επιπόλαια.
Λοιπόν, άκου για να μαθαίνεις γιατί είσαι πολύ μικρή ακόμη και έχεις πολλά να μάθεις.
Ήμουν εργάτης στην οικοδομή στην Αθήνα, σε ηλικία δέκα επτά χρόνων, διότι κοπελιά μου έπρεπε να δουλέψω για να βοηθήσω την οικογένεια μου και τον εαυτό μου να επιβιώσουμε.
Για σχολειό δεν υπήρχε χρόνος. Το σχολειό μας ήταν το πεζοδρόμιο και η καθημερινή βιοπάλη. Δεν τα βρήκα όλα έτοιμα σαν και την πάρτη σου.
Οι οικοδόμοι ήταν ένας από τους πρώτους κλάδους εργαζομένων που βρεθήκαμε διπλά στους φοιτητές.
Από εκείνη τη μέρα έχουν περάσει σαράντα ένα χρόνια, ποτέ άλλοτε στην ζωή μου δεν τα έχω διηγηθεί η παινευτεί.
Αν τα λέω τώρα, κοπελιά, είναι γιατί αυτοί που υπηρετείς είναι οι καινούργιοι Δικτάτορες της Ελλάδος. Ξανά χούντα.
Οι περισσότεροι που ήμασταν μέσα στο πολυτεχνείο, ήμασταν χωρίς κομματικές ταυτότητες. Πιστεύαμε, μόνο στην ιδέα της ελευθερίας και τίποτα άλλο. Για ένα καλύτερο αύριο.
Εγώ, μαζί άλλους μπήκαμε μέσα στο Πολυτεχνείο την Τετάρτη.
Μέσα και έξω ήταν γεμάτο από φοιτητές, οικοδόμους, απλούς πολίτες που όλοι είχαμε ένα στόχο.
Την ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΜΑΣ. ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
Ο κόσμος απ’ εξω ήταν αλληλέγγυος προς εμάς.
Τα βράδυ μας έφερναν τρόφιμα και φάρμακα. Οι αστυνομικοί που ήταν ακροβολισμένοι στα γύρω τετράγωνα τους πυροβολούσαν στο ψαχνό.
Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν τον κόσμο να έλθει..
Έξω γινόταν μάχες, άκουγες πυροβολισμούς συνέχεια μα ειδικά τοις απογευματινές ώρες όπου ανέβαινε πολύς κόσμος.
Παρόλα αυτά ο κόσμος όλο και αυξανόταν.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω την Πέμπτη ο βραδύ ένα άτομο να πεφτει από πυροβολισμούς στο απέναντι τετράγωνο, έξω από την είσοδο του πολυτεχνείου.
Ποτέ δεν μάθαμε αν επέζησε η πέθανε.
Εικόνες φρίκης, αλλά και αγώνα όπου δεν περιγράφονται…
Σαράντα ένα χρόνια, τα κράτησα σαν ιερό κειμήλιο, μέσα μου.
(Που να το φανταστώ οτι θα ξανά ζήσω χούντα και κατοχή)
Φτάσαμε το βραδύ της Παρασκευής όπου, αργά είδαμε το άρμα, να έρχεται και καταλάβαμε ότι θα γινόταν εισβολή.
Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε σκαρφαλωμένοι πάνω στα κάγκελα.
Από νωρίς είχαμε τοποθετήσει μπροστά από την καγκελόπορτα τρία αμάξια πλευρικά, το ένα διπλά στο άλλο.
Δεν μας φόβιζε τίποτα. Το αίμα μας χόχλαζε. Φωνάζαμε να γνωστά συνθήματα: “Ψωμί, παιδεία, ελευθερία”.
Μιλούσαμε απευθείας στα αδέλφια μας τους φαντάρους.
Προσπαθούσαμε να τους πείσουμε να μην εκτελέσουν την διαταγή.
Τραγουδούσαμε τον εθνικό ύμνο.
(Ακούτε κοπέλια δεν είμαστε φασίστες, είμαστε αγωνιστές, σαν και σας τώρα αλλά τραγουδούσαμε τον εθνικό μας ύμνο.)
Τελικά τα ξημερώματα πριν φέξει μπήκε το άρμα. Όλοι τραβηχτήκαμε πίσω. Παντού χαμός, πανδαιμόνιο. Τραυματίες, αίματα παντού.
Τα καπνογόνα μας έπνιγαν.
(Σαν και τώρα τους ΜΑΤΑΤΣΙΔΕΣ που πνίγουν κάθε μέρα τα παιδιά στους δρόμους το ιδιο αδίστακτοι, βασανιστές είσαστε σαν και αυτούς, τότε).
Τρέχαμε να σωθούμε από τους αφηνιασμένους αστυνομικούς
Μπήκαμε σε μια αίθουσα διδασκαλίας όπου κοπέλες έκλαιγαν σοκαρισμένες.
Σπάσαμε ένα τζάμι και τις βοηθήσαμε να φύγουν από τα πλαϊνά παράθυρα και μετά πηδήξαμε και εμείς.
Πλέον το πολυτεχνείο ήταν γεμάτο αστυνομικούς, πράκτορες. Όλα τα καλά τα παιδιά,ήταν μέσα.
Στους δρόμους οι αστυνομικοί, έριχναν φωτοβολίδες και οποίον έβλεπαν να κινείται τον πυροβολούσαν, αμέσως .
Μπροστά μας έπεσε ένα παλικάρι, στο απέναντι τετράγωνο.
Αστυνομικοί με πολιτικά ή με στολές ήταν παντού. Χτυπούσαν αλύπητα και χωρίς εξαίρεση .
Ήταν χειρότεροι από τα Γερμανικά SS.
Τρέχαμε όλοι να σωθούμε.
Βρεθήκαμε σε μια πολυκατοικία, όπου περίπου σαράντα άτομα, ανεβήκαμε την σκάλα και ζητούσαμε βοήθεια από τους πολίτες.
Οι άνθρωποι τρομοκρατημένοι δε μας άνοιγαν.
Ανεβήκαμε στο κλιμακοστάσιο.
Σε λίγο μια χαραμάδα φωτός βγαίνει από μια πόρτα. Εμφανίστηκε ένας μεσήλικας άνδρας και μας κάλεσε μέσα.
Μας τάισε ότι είχε, έστρωσε χάμω στα πατώματα κουβέρτες, χαλιά, για να ξαπλώσουμε.
Σε λίγο χτύπησε η πόρτα όπου την άνοιξε ο κύριος (Δεν θυμάμαι το όνομα του μετά από τόσα χρόνια. Ας είναι καλά αν είναι ακόμα εν ζωή ) Είχε βάλει της πιτζάμες του και έκανε τον κοιμισμένο .
Για καλή μας τύχη έπιασαν οι εκκλήσεις του να μην ξυπνήσουν τα μωρά του. Έφυγαν αφού τους διαβεβαίωσε ότι δεν έπεσε στην αντίληψη του σπείρα αναρχικών”.
Το ξημέρωμα ένας – ένας , με την βοήθεια και την κάλυψη του ΚΥΡΙΟΥ αυτού , φύγαμε από την πολυκατοικία.
Στην πλατεία Κάνικος, μετά από λίγη ώρα, με συνέλαβαν τρεις άνδρες με πολιτικά. Με ανέκριναν. Μετά με οδήγησαν στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας όπου είχε μετατραπεί σε κελί βασανιστηρίων. Με κάθισαν σε μια καρέκλα με καρφιά, με μαστίγωναν μ’ ένα αυτοσχέδιο γκλομπ όπου ήταν γεμάτο άμμο.
Για πολλές ώρες προσπαθούσαν να μου αποσπάσουν ονόματα παιδιών που ήμασταν μέσα.
Σαν απελπίστηκαν για να με ξεφτιλίσουν και να με ταπεινώσουν μου κούρεψαν το μισό μου κεφάλι με ξιφολόγχη…
Κοπελιά, άκου.
Οι απλοί αγωνιστές ποτέ δεν καπηλευτήκαμε τον αγώνα που δώσαμε για λευτεριά και Δημοκρατία.
Συνεχίσαμε τον αγώνα της επιβίωσης χωρίς ποτέ να ζητήσουμε ανταλλάγματα, η αναγνωρισιμότητα.
Ποτέ δεν πήγαμε στα κομματικά τους μαγαζιά, να ζητήσουμε το ελάχιστο. Γιατί μάθαμε με την δική μας δύναμη να προσχωρούμε μπροστά, στην ζωή.
Ναι, κάποιοι το εκμεταλλεύτηκαν.
Δαμανάκη, Παπουτσής (Ποιος; Ο Παπουτσής! Που με εντολή του το 2011 επνιξε χιλιάδες διαδηλωτές στην Αθήνα με χημικά και ξύλο… Τρομάρα του, του αγωνιστή…), Λαλιώτης, Τζουμακας και τόσοι άλλοι που μετά ξέχασαν τα οράματα του αγώνα και το μόνο που ξέρανε και ξέρουν είναι να γεμίζουν τοις τσέπες τους με κλεμμένα χρήματα από τον κόπο και τον ιδρώτα του απλού λαού.
Τώρα, οι άλλοτε άσπονδοι φίλοι είναι συνεταιράκια, στην μίζα, στην λαμόγια, στην προδοσία.
Μαζί υπογράφουν το ξεπούλημα μιας περήφανης και πάμπλουτης χώρας, μόνο και μόνο για να αρπάξουν περισσότερα και να γλυτώσουν τα τομάρια τους.
Και εμείς, οι απλοί πολίτες κοιμόμαστε ακόμη και σήμερα είμαστε χωρισμένοι σε χίλια κομμάτια.
Κοπελιά,
Αυτοί που υπηρετείς μαζί με τους συνεταίρους τους τα Πασοκια μας πρόδωσαν και μας ξεπούλησαν.
Ξυπνάτε! Σταματήστε να σπέρνετε διχόνοια και μίσος! Όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες!
Τελειώνοντας, για να μην σου στερώ τον πολύτιμο χρόνο σου, γιατί θα θες να πας να ποστάρεις την κάλπικη ομορφιά σου, να μαζέψεις μερικά like να κολακεύσεις την ματαιοδοξία σου θα σου πω μόνο τούτο:
«Οι υψηλές θέσεις είναι σαν τα ψηλά βουνά που σε αυτά ανεβαίνουν οι αετοί και τα ερπετά»
Εσύ, από ότι κατάλαβα έχεις επιλέξει να ανεβαίνεις έρποντας και γλύφοντας..
“Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία η Χούντα δεν τέλειωσε το ’73”
Ανδρέας Μαλεφάκης