Στα κινηματογραφημένα επίκαιρα και μόνο ο χαρακτηριστικός τόνος των εκφωνητών, μαζί με τη μιξοκαθαρεύουσα, αρκούν για να σε μεταφέρουν σ’ ένα κόσμο οικείο, αλλά τόσο πολύ μακρινό. Η αισθητική της χούντας βρίσκεται στη ρητορική του γελοίου Παττακού και του ημιπαράφρονος Παπαδόπουλου, αλλά και στα τσάμικα των στρατοπέδων: ανακαλύπτεις ότι όσο γελοία και νεκρή ήταν η ξύλινη καθαρεύουσα στα χείλη των κολονέλων, άλλο τόσο γελοία ήταν τα αρκουδιάρικα τρεκλίσματά τους. Δεν ήξεραν να μιλήσουν, δεν ένιωθαν να χορέψουν. Κατάφεραν όμως να κυριαρχήσουν, να εκφοβίσουν και να αποκοιμίσουν.
Ευτυχώς υπήρχαν κινηματογραφιστές στη δίκη των πρωταιτίων της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1975. Για να θυμόμαστε το τρελό βλέμμα και το παραλήρημα του βασανιστή Ιωαννίδη. Για να θυμόμαστε τα δειλά ψελλίσματα συνωμοτών και επίορκων στρατηγών, ψοφοδεή ανθρωπάκια που δεν ενθυμούνται, δεν απαντούν και δεν έχουν άλλον τι να προσθέσουν. Για να θυμόμαστε την ανάδειξη ξενοκίνητων πρακτόρων στην κορυφή της τυραννίας, τη διαρκή επίκληση του ερυθρού κινδύνου και των ρωσικών όπλων από τους ανθρώπους που πρόδωσαν την Κύπρο, τη φάμπρικα εθνικοφροσύνης από αυτούς που ταπείνωσαν τη χώρα τους. Για να ανασυνθέτουμε ψηφίδα-ψηφίδα ό,τι προηγήθηκε: τις συνωμοσίες των Ανακτόρων και των στρατηγών, τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα που είχαν προηγηθεί, κυρίως την ιστορική έκρηξη του Ιουλίου 1965.
Μόνο όταν βλέπεις τις λαοθάλασσες του ’65, τη λαχτάρα των υποτελών για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, ανθρώπους με τα πουκάμισα στο χέρι σαν λάβαρα να διεκδικούν τον σεβασμό της ψήφου τους και τον σεβασμό του Συντάγματος, να διεκδικούν μοίρα στον ήλιο και στην Ιστορία, μόνο τότε κατανοείς βαθύτερα τις καθαρευουσιάνικες υλακές των δικτατόρων. Τότε η φόρμα, ο τρόπος, αποκτούν βαθύτερο νόημα. Ο λαός του ’60 τραγουδούσε ήδη Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Γκάτσο, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Τσιτσάνη· ένας νέος κόσμος ανέβλυζε. Αυτός ο κόσμος διακόπηκε και συντρίφτηκε την 21η Απριλίου 1967.
Μα και αργότερα, όταν ανέβλυζαν παράλληλα η ποπ και το ροκ, οι απόηχοι του Μάη, συγκροτείτο ένας κόσμος ελευθερίας και οραμάτων που πάλι ήταν ασύμβατος και ενάντιος στον γύψο των δικτατόρων. Κι ήταν αυτός ο κόσμος των παιδιών «με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», με μπαγκράουντ μικτό αλλά νόμιμο, Ξυλούρη, Σαββόπουλο και Ρόλινγκ Στόουνς, που έφτασε ώς την υπέρβαση του Πολυτεχνείου. Οπως κι αν δεις τα κινηματογραφημένα αποσπάσματα, θα αντικρίσεις ασύμβατους κόσμους, πολιτικά και πολιτισμικά, ψυχογεωγραφίες ασύμπτωτες και συγκρουσιακές, θα δεις τον λαό να προσπαθεί να ξεχυθεί προς την ελευθερία και την ισότητα, και τις δυνάμεις της φεουδαρχίας να συνωμοτούν και να επιβάλλουν τυραννία. Υπό αυτήν την έννοια, η άρνηση του τυραννοκτόνου και απελευθερωτικού χαρακτήρα του συμβάντος «Πολυτεχνείο ’73» πλησιάζει, αναλογικά, την άρνηση του Ολοκαυτώματος.