Σπύρος ΛίτσαςΤι μας έχουν διδάξει τα χρόνια της κρίσης, από το διάγγελμα στο Καστελόριζο έως και σήμερα;
Πρώτον,
ότι οι κρίσεις ευνοούν τον φανατισμό. Βέβαια, η Ελλάδα δεν αποτελεί
εξαίρεση στον κανόνα. Τα υπαρκτά οικονομικά προβλήματα που ταλανίζουν
όλους μας, η άνοδος της ανεργίας και η συνολικότερη μετάβαση από το
εργασιακό -μερικά προστατευτικό- περιβάλλον των δεκαετιών 1990 και 2000
στο αδυσώπητα αντιουμανιστικό του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα
οδήγησαν χιλιάδες στο μέγιστο πολιτικό σφάλμα υποστήριξης της
Ακροδεξιάς. Περιοχές όπως το Σάντερλαντ στη βόρεια Αγγλία ή το Ρουμπέ
στη βόρεια Γαλλία με τους skinheads στους δρόμους δείχνουν πόσο εύκολα
εκκολάπτονται το αβγό του φιδιού, ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός και η
ομοφοβία σε περιβάλλοντα όπου οι ορίζοντες είναι κλειστοί και το σκοτάδι
έχει τη δύναμη να επιβάλλει τη δική του αφωνία στις συλλογικές
διεργασίες και στην ατομική εξέλιξη. Από την πρώτη κυριολεκτικά ημέρα
της «δημοκρατίας» γράφω σε αυτή εδώ τη στήλη ότι η Ελλάδα δεν έχει την
«πολυτέλεια» στην αφροσύνη της ρήξης. Κι αυτό γιατί έχουμε περάσει το
μεγαλύτερο μέρος της νεοτερικής ύπαρξής μας συγκρουόμενοι οι μεν με τους
δε, καταστρέφοντας υποδομές και οδηγώντας γενιές άξιων και λαμπρών
μυαλών στον βίαιο θάνατο, στα ξερονήσια και στις εξορίες. Αυτός ο τόπος
για να πάει μπροστά χρειάζεται σύμπνοια, χαμηλούς τόνους και
ορθολογισμό.Δεύτερον, κατανοούμε ότι το σύστημα «δεν παράγω τίποτα παρά μόνο πορτοκάλια και ροδάκινα» έχει ισχνές αναπτυξιακές προοπτικές. Μπορεί η Ελλάδα να είναι μία γεωργική χώρα, αλλά δεν διαθέτουμε ούτε τις ποσότητες ούτε, πολύ περισσότερο, τα επιχειρηματικά και τα εμπορικά δίκτυα που θα μας τοποθετήσουν σε περίοπτη θέση στις διεθνείς αγορές. Εκτός από το ελαιόλαδο, δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε κράτη όπως η Ισπανία ή η Ιταλία που διαθέτουν δίκτυα ισχυρής παρουσίας στις διεθνείς αγορές. Μπορούμε όμως να ενισχύσουμε την εσωτερική κατανάλωση, ώστε να σταματήσει το σημερινό αρνητικό φαινόμενο που κάποιος πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ και αγοράζει αχλάδια από τη Νότια Αφρική και λεμόνια από τη Σικελία, γιατί δεν υπάρχουν ελληνικά, και να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις σε μια νέα αναπτυξιακή προοπτική, ικανή να παράγει πρωτογενή πλούτο. Ας επιλέξει η Πολιτεία μια πόλη της ακριτικής περιφέρειας, π.χ. την Ξάνθη, την Κομοτηνή, τα Ιωάννινα, και ας θεσμοθετηθούν όλες αυτές οι πρόνοιες, ώστε να μεταβληθεί σε Silicon Valley των Βαλκανίων, όπου όλες οι νέες τεχνολογικές δομές θα εφαρμόζονται πρώτες εκεί, όπου οι νεοφυείς επιχειρήσεις θα αντιμετωπίζονται υπό ειδικό φορολογικό καθεστώς φιλικό προς τους νέους επιχειρηματίες, όπου οι ξένες επιχειρήσεις θα μπορούν να έρχονται σε επαφή με τις τεχνολογικές εξελίξεις στην πατρίδα μας.
Τρίτον, βλέπουμε ότι η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης όχι μόνο δεν αποδίδει αλλά αποτελεί και ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα που η Πολιτεία οφείλει να επιλύσει άμεσα. Σε κάθε ιστορική εξελικτική καμπή του δυτικού κόσμου η μεσαία τάξη ήταν αυτή που παρήγε πλούτο, ανάπτυξη, πολιτισμό· που συγκρουόταν με τους κάθε λογής «Λουδίτες». Η μεσαία τάξη αποτελεί την κοινωνική ραχοκοκαλιά μας και πρέπει να αντιμετωπιστεί με ένα δίκαιο και έξυπνο φορολογικό σύστημα, που θα δίνει ανάσες και ευκαιρίες για νέα επιχειρηματικά ξεκινήματα.
Τέταρτον, γίνεται φανερό ότι δίχως ισχυρή δημόσια παιδεία σε όλες τις βαθμίδες είναι δύσκολο να βγούμε στην άλλη πλευρά. Για να μπορέσει όμως η παιδεία να αποδώσει ένα καλύτερο αύριο στη χώρα, με συντεταγμένους, σύγχρονους και υπερβατικούς όρους ακαδημαϊκής εμβάθυνσης, θα πρέπει τα πάντα να ξεκινήσουν από την τοποθέτηση στο κέντρο όλων των εξελίξεων των αναγκών των μαθητών αλλά και των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων. Η ποιότητα κάθε λειτουργήματος συμβαδίζει με την ηθική και την υλική αναγνώριση, όπως πρώτος ο Πλάτωνας υποστήριξε αναφορικά με τις προϋποθέσεις αυτές που οδηγούν στην ιδανική και ευημερούσα κοινωνία.
Σπύρος Ν. Λίτσας
*Επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Μακεδονίας