Το πρόβλημα της τουρκικής εξωτερικής
πολιτικής των τελευταίων κυβερνήσεων του κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπήρξε
η θεωρητική πληρότης, που επιχείρησε να της προσδώσει ο τότε υπουργός
Εξωτερικών και σημερινός πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, με το
βιβλίο του «Το στρατηγικό βάθος».
Η γοητεία των θεωρητικών κατασκευών είναι ότι δεν αφήνουν κενά. Η μεγάλη
αδυναμία τους είναι ότι πρόκειται για εργαστηριακά μορφώματα, που δεν
αντέχουν στην επαφή με την πραγματικότητα. Δεν είναι μόνον η Τουρκία
θύμα αυτής της διαδικασίας. Από παρόμοιο ιό προσβλήθηκαν και οι Ηνωμένες
Πολιτείες καθ’ όσον αφορά τη διαχείριση των προβλημάτων της Μέσης
Ανατολής.
Επιτυχής, ωστόσο, υπήρξε η πολιτική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας, διότι παρέμεινε σταθερή, στις ίδιες ακριβώς συντεταγμένες που προσδιόρισε η Αγκυρα ήδη από τη δεκαετία του ’50. Ούτε η ένταξή της στο ΝΑΤΟ, μαζί με την Ελλάδα, απέτρεψε τους διωγμούς που εξαπέλυσε εναντίον των ομογενών στην Κωνσταντινούπολη, το 1955, ούτε ο ένταση του Ψυχρού Πολέμου ανέστειλε την εισβολή στην Κύπρο, το 1974, ούτε η προοπτική εντάξεώς της στην Ευρωπαϊκή Ενωση διαφοροποίησε τη συμπεριφορά της έναντι της Ελλάδος ή της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα στηρίγματα που αναζήτησε -ή μάλλον φαντάσθηκε κατά καιρούς- το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο δεν αποδείχθηκαν πάντα αποτελεσματικά. Εάν δεν υπήρχαν, όμως, εάν η Ελλάς δεν μετείχε της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, λόγου χάρη, η θερμή στρατιωτική αναμέτρηση με την Τουρκία θα είχε συμβεί δίχως καμία αμφιβολία και όχι μόνον άπαξ.
Η Τουρκία διαμόρφωσε σταδιακώς μια πολιτική «απαγορεύσεων», περιοριστικών των ελληνικών επιδιώξεων και συμφερόντων: μη αναγνώριση του εύρους του εναερίου χώρου, απειλή πολέμου στην περίπτωση επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων, θεσμοθέτηση γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο μετά την κρίση των Ιμίων, ανάληψη δεσμεύσεως εκ μέρους της Ελλάδος -μετά την κρίση του «Σισμίκ» το 1987- για αποχή από μονομερείς πετρελαϊκές έρευνες στο Αιγαίο, αναγνώριση ζωτικών τουρκικών συμφερόντων στο Αιγαίο βάσει της συμφωνίας της Μαδρίτης το 1997. Η Αγκυρα επίσης επιδιώκει συστηματικά να της αναγνωρισθεί δικαίωμα εποπτείας στη Θράκη και αναγνώριση ισοτίμου τουρκοκυπριακού «κράτους» στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας για την Κύπρο. Αυτό ονομάζεται απλώς «φινλανδοποίηση» της Ελλάδος.
Επειδή στην παρούσα συγκυρία η Τουρκία έχει εμπλακεί σε αδιέξοδο λόγω της εκρύθμου καταστάσεως στη Μέση Ανατολή και επειδή οι σχέσεις της με την Ουάσιγκτον και γενικότερα με τη Δύση είναι τεταμένες, κάποιοι ενδεχομένως για αντιπερισπασμό στο εσωτερικό μας αδιέξοδο μπορεί να επαναφέρουν το θέμα της ανακηρύξεως της ελληνικής ΑΟΖ. Το αποπειράθηκαν στο παρελθόν και υποχρεώθηκαν σε αναδίπλωση.
Θα ήταν εγκληματικό εάν το απειρώντο εκ νέου. Θα οδηγηθούμε σε νέες ταπεινώσεις στην καλύτερη των περιπτώσεων. Η Τουρκία δεν εδίστασε να αυτενεργήσει όταν οι σχέσεις της με τη Δύση ήταν στενότερες. Δεν θα διστάσει τώρα. Δεν πρέπει να αγνοεί η κυβέρνηση ότι υπάρχουν μεγαλύτεροι κίνδυνοι από το ενδεχόμενο ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, που τόσο αδέξια και αναποτελεσματικά επιχειρεί να αποτρέψει.
Επιτυχής, ωστόσο, υπήρξε η πολιτική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας, διότι παρέμεινε σταθερή, στις ίδιες ακριβώς συντεταγμένες που προσδιόρισε η Αγκυρα ήδη από τη δεκαετία του ’50. Ούτε η ένταξή της στο ΝΑΤΟ, μαζί με την Ελλάδα, απέτρεψε τους διωγμούς που εξαπέλυσε εναντίον των ομογενών στην Κωνσταντινούπολη, το 1955, ούτε ο ένταση του Ψυχρού Πολέμου ανέστειλε την εισβολή στην Κύπρο, το 1974, ούτε η προοπτική εντάξεώς της στην Ευρωπαϊκή Ενωση διαφοροποίησε τη συμπεριφορά της έναντι της Ελλάδος ή της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα στηρίγματα που αναζήτησε -ή μάλλον φαντάσθηκε κατά καιρούς- το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο δεν αποδείχθηκαν πάντα αποτελεσματικά. Εάν δεν υπήρχαν, όμως, εάν η Ελλάς δεν μετείχε της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, λόγου χάρη, η θερμή στρατιωτική αναμέτρηση με την Τουρκία θα είχε συμβεί δίχως καμία αμφιβολία και όχι μόνον άπαξ.
Η Τουρκία διαμόρφωσε σταδιακώς μια πολιτική «απαγορεύσεων», περιοριστικών των ελληνικών επιδιώξεων και συμφερόντων: μη αναγνώριση του εύρους του εναερίου χώρου, απειλή πολέμου στην περίπτωση επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων, θεσμοθέτηση γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο μετά την κρίση των Ιμίων, ανάληψη δεσμεύσεως εκ μέρους της Ελλάδος -μετά την κρίση του «Σισμίκ» το 1987- για αποχή από μονομερείς πετρελαϊκές έρευνες στο Αιγαίο, αναγνώριση ζωτικών τουρκικών συμφερόντων στο Αιγαίο βάσει της συμφωνίας της Μαδρίτης το 1997. Η Αγκυρα επίσης επιδιώκει συστηματικά να της αναγνωρισθεί δικαίωμα εποπτείας στη Θράκη και αναγνώριση ισοτίμου τουρκοκυπριακού «κράτους» στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας για την Κύπρο. Αυτό ονομάζεται απλώς «φινλανδοποίηση» της Ελλάδος.
Επειδή στην παρούσα συγκυρία η Τουρκία έχει εμπλακεί σε αδιέξοδο λόγω της εκρύθμου καταστάσεως στη Μέση Ανατολή και επειδή οι σχέσεις της με την Ουάσιγκτον και γενικότερα με τη Δύση είναι τεταμένες, κάποιοι ενδεχομένως για αντιπερισπασμό στο εσωτερικό μας αδιέξοδο μπορεί να επαναφέρουν το θέμα της ανακηρύξεως της ελληνικής ΑΟΖ. Το αποπειράθηκαν στο παρελθόν και υποχρεώθηκαν σε αναδίπλωση.
Θα ήταν εγκληματικό εάν το απειρώντο εκ νέου. Θα οδηγηθούμε σε νέες ταπεινώσεις στην καλύτερη των περιπτώσεων. Η Τουρκία δεν εδίστασε να αυτενεργήσει όταν οι σχέσεις της με τη Δύση ήταν στενότερες. Δεν θα διστάσει τώρα. Δεν πρέπει να αγνοεί η κυβέρνηση ότι υπάρχουν μεγαλύτεροι κίνδυνοι από το ενδεχόμενο ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, που τόσο αδέξια και αναποτελεσματικά επιχειρεί να αποτρέψει.