Η πολυδιάστατη κρίση που βιώνει η χώρα
μας και η αναζήτηση σανίδας σωτηρίας φέρνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα
την ενέργεια στο επίκεντρο. Ορισμένοι θεωρούν ότι τα μελλοντικά μας
κοιτάσματα θα δώσουν τη λύση, βελτιώνοντας τους όρους διαχείρισης
χρέους, ή, σε μία περισσότερο ακραία εκδοχή, καθιστώντας το βιώσιμο, υπό
την έννοια ότι τα έσοδα που θα εισρεύσουν θα μας δώσουν τη δυνατότητα
επαναγοράς του. Κάποιοι μετριοπαθέστεροι ισχυρίζονται ότι η όποια
συμβολή στην ασφάλεια εφοδιασμού της Γηραιάς Ηπείρου μας αναβαθμίζει
γεωπολιτικά, προσδίδοντάς μας μεγαλύτερη βαρύτητα στις ενεργειακές
διεργασίες.Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά το περιβάλλον εντός του οποίου καλούμαστε να
λειτουργήσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι οι αβεβαιότητες για την επόμενη
μέρα περιορίζουν δραστικά τις επιλογές της Ε.Ε., με αποτέλεσμα, έστω και
αντιπαραβολικά, να ανοίγεται παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα, η
οποία, πάντως, δεν φείδεται προβλημάτων.
Βασικό μέλημα της ευρωπαϊκής πολιτικής έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια η αναζήτηση εναλλακτικών προς τη Ρωσία πηγών. Θα πρόσθετα και τη διαφοροποίηση διαμετακομιστών, καθότι η περίπτωση της Ουκρανίας κατέδειξε τα όρια εξάρτησης από το δίκτυο μιας και μόνο χώρας. Ωστόσο, το εν λόγω εγχείρημα, μέχρι στιγμής, αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις. Βάσει μεγεθών, τα κράτη που μπορούν να αλλάξουν τις ισορροπίες στον τομέα του φυσικού αερίου είναι το Ιράν και δευτερευόντως το Ιράκ, όμως, η εμπλοκή τους, και στο ιδανικό σενάριο συνολικής εξομάλυνσης στη Μέση Ανατολή, τοποθετείται στη δεκαετία. Ειδικά ως προς την Τεχεράνη, δεν αποκλείεται η μεγαλύτερη ζήτηση στις αγορές της Ασίας, σε συνάρτηση με τις δυτικές κυρώσεις και τη συνακόλουθη πίεση που δημιουργούν στην ιρανική οικονομία, να προσανατολίσουν έτι περαιτέρω τις εξαγωγές της στην προσοδοφόρα Απω Ανατολή.
Από την άλλη, Αζερμπαϊτζάν και Ανατολική Μεσόγειος, σε βάθος 15ετίας, μπορούν να αποτελέσουν συμπληρωματικούς και μόνο προμηθευτές, εφόσον υπολείπονται κατά πολύ στην ποσοτική σύγκριση με τη Μόσχα. Με τη Λιβύη να βυθίζεται σε απρόβλεπτο χάος, την Αίγυπτο να μετατρέπεται από παραγωγός σε αποδέκτη projects υγροποίησης αερίου τρίτων κρατών και τα αποθέματα της Βόρειας Θάλασσας να ελαττώνονται αισθητά μεταξύ 2020-2025, οι Βρυξέλλες κινδυνεύουν να βρεθούν μπροστά σε αδιέξοδα διλήμματα. Ακόμη και το αμφιλεγόμενο σχιστολιθικό της Βόρειας Αμερικής μάλλον θα έχει μικρό αντίκτυπο, λόγω σχετικά περιορισμένων ποσοτήτων και της άδηλης διάρκειας διάθεσής του. Η κυριότερη προσδοκία από την πρόσληψη επιπλέον φυσικού αερίου συνίσταται στην αύξηση του ανταγωνισμού και την ενδεχόμενη πτώση της τιμής του, παρά στην απεξάρτηση από τη Ρωσία.
Ελλάδα: κινητικότητα
Για την Ελλάδα, τα τωρινά δεδομένα είναι μεν αποθαρρυντικά, αλλά οι προοπτικές είναι περισσότερο ευοίωνες. Αυτό οφείλεται σε καθυστερημένη ενεργοποίηση, που είχε ως επακόλουθο την αυτοπεριθωριοποίησή μας από το ενεργειακό γίγνεσθαι μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Δυστυχώς, και για λόγους γεωγραφικής απόστασης, δεν έχουμε διασυνδεθεί με τα διευρωπαϊκά δίκτυα, που λειτουργούν πλέον με αγωγούς αμφίδρομης ροής, στοιχείο που πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες αντιμετώπισης κρίσεων και εισαγωγής αερίου, ακόμη και από projects στα οποία δεν θα συμμετέχουμε. Με τον διαδριατικό αγωγό (TAP) και τον διασυνδετήριο αγωγό IGB, που θα συνδέει την Ελλάδα με τη Βουλγαρία, με προοπτική επέκτασης έως την Ουγγαρία, και με τη διαφαινόμενη προσπάθεια για προσαρμογή του ITG σε ανάστροφης ροής, η χώρα μας δύναται να καταστεί εκ των βασικών κρίκων μεταφοράς αερίου στην ΝΑ Ευρώπη. Το εναλλακτικό, εν υπνώσει εδώ και καιρό, σχέδιο διαμετακόμισης από την Ανατολική Μεσόγειο μέσω Ελλάδας στη Γηραιά Ηπειρο φαίνεται μερικώς να αναβιώνει. Ο ουσιαστικότερος λόγος έγκειται στις δυσκολίες συνεννόησης που αντιμετωπίζει το Τελ Αβίβ με την Αγκυρα, καθώς και στην ενίσχυση της θέσης της Κύπρου, με αποκορύφωμα τη συμφωνία συνεκμετάλλευσης με την Αίγυπτο.
Εδώ, όμως, εντοπίζεται και ο κίνδυνος η Τουρκία, που βρίσκεται στο περιθώριο των περιφερειακών ενεργειακών εξελίξεων, να επιδιώξει μέσα από τη λύση του Κυπριακού να αποκτήσει έμμεσο λόγο στις διεργασίες και πρόσβαση στα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου. Ανεξαρτήτως προθέσεων της Αγκυρας, από ευρωπαϊκής σκοπιάς, παραμένει προβληματική η μετεξέλιξή της σε Ουκρανία του Νότου, τόσο λόγω του απρόβλεπτου χαρακτήρα της, όσο και της πολιτικής περιορισμού των εξαρτήσεων, αντί δημιουργίας νέων.
Υπό αυτήν την έννοια, η περισσότερο αξιόπιστη Ελλάδα φαντάζει ως προτιμότερος εταίρος της Ε.Ε. Εντούτοις, δεν πρέπει να αρκεστούμε σε αυτό. Με τη μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων της Ρεβυθούσας και την ανάπτυξη νέων υποδομών και αποθηκευτικών χώρων, επιπροσθέτως και πλωτών σταθμών LNG, δημιουργούμε τις αναγκαίες συνθήκες για τη μετατροπή μας σε κόμβο εμπορίας φυσικού αερίου, γεγονός που θα μας επιτρέψει να αγοράζουμε αέριο υπό καλύτερους όρους και με χαμηλότερο κόστος. Οι ανταγωνιστικότερες τιμές ενέργειας είναι από τα καθοριστικότερα διακυβεύματα για μία ευάλωτη οικονομία, όπως η ελληνική.
Πάντως, τα προαναφερθέντα, αλλά και η εκμετάλλευση των όποιων εγχώριων πηγών, απαιτούν υπομονή και επιμονή, ευρύτερες συναινέσεις, εμπέδωση μιας minimum σταθερότητας και συνέχειας, καθώς και εγρήγορση, χωρίς, μάλιστα, προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Και παρότι προσωρινά επωφελούμαστε από τον ασταθή περίγυρο, αφού εξ αντανακλάσεως αναδεικνυόμαστε σε συντελεστή ασφάλειας, η αποκλιμάκωση σε μια σειρά από μέτωπα, ειδικότερα μεταξύ Δύσης - Ρωσίας κρίνεται επιτακτική. Μόνο υπό ομαλότερες συνθήκες θα μπορέσουμε να «παίξουμε» με τις αντιθέσεις και τα διιστάμενα συμφέροντά τους, ειδάλλως, υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος να εγκλωβιστούμε σε μία σύγκρουση, όπου θα κληθούμε να επιλέξουμε στρατόπεδο, βγαίνοντας χαμένοι. Με τις επικείμενες έρευνες στα ελληνικά «οικόπεδα» να πυροδοτούν ευρύτερες εξελίξεις, μεταξύ άλλων, μελλοντικά, και τον προσδιορισμό των θαλάσσιων ζωνών με γειτονικές χώρες, χρειαζόμαστε σχέδιο και πυξίδα ώστε να αντιμετωπίσουμε με παρρησία ενδεχόμενους κινδύνους και να μετατρέψουμε υπέρ μας τις τεράστιες ενεργειακές προκλήσεις που αντιμετωπίζει το σύνολο της Ε.Ε.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Βασικό μέλημα της ευρωπαϊκής πολιτικής έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια η αναζήτηση εναλλακτικών προς τη Ρωσία πηγών. Θα πρόσθετα και τη διαφοροποίηση διαμετακομιστών, καθότι η περίπτωση της Ουκρανίας κατέδειξε τα όρια εξάρτησης από το δίκτυο μιας και μόνο χώρας. Ωστόσο, το εν λόγω εγχείρημα, μέχρι στιγμής, αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις. Βάσει μεγεθών, τα κράτη που μπορούν να αλλάξουν τις ισορροπίες στον τομέα του φυσικού αερίου είναι το Ιράν και δευτερευόντως το Ιράκ, όμως, η εμπλοκή τους, και στο ιδανικό σενάριο συνολικής εξομάλυνσης στη Μέση Ανατολή, τοποθετείται στη δεκαετία. Ειδικά ως προς την Τεχεράνη, δεν αποκλείεται η μεγαλύτερη ζήτηση στις αγορές της Ασίας, σε συνάρτηση με τις δυτικές κυρώσεις και τη συνακόλουθη πίεση που δημιουργούν στην ιρανική οικονομία, να προσανατολίσουν έτι περαιτέρω τις εξαγωγές της στην προσοδοφόρα Απω Ανατολή.
Από την άλλη, Αζερμπαϊτζάν και Ανατολική Μεσόγειος, σε βάθος 15ετίας, μπορούν να αποτελέσουν συμπληρωματικούς και μόνο προμηθευτές, εφόσον υπολείπονται κατά πολύ στην ποσοτική σύγκριση με τη Μόσχα. Με τη Λιβύη να βυθίζεται σε απρόβλεπτο χάος, την Αίγυπτο να μετατρέπεται από παραγωγός σε αποδέκτη projects υγροποίησης αερίου τρίτων κρατών και τα αποθέματα της Βόρειας Θάλασσας να ελαττώνονται αισθητά μεταξύ 2020-2025, οι Βρυξέλλες κινδυνεύουν να βρεθούν μπροστά σε αδιέξοδα διλήμματα. Ακόμη και το αμφιλεγόμενο σχιστολιθικό της Βόρειας Αμερικής μάλλον θα έχει μικρό αντίκτυπο, λόγω σχετικά περιορισμένων ποσοτήτων και της άδηλης διάρκειας διάθεσής του. Η κυριότερη προσδοκία από την πρόσληψη επιπλέον φυσικού αερίου συνίσταται στην αύξηση του ανταγωνισμού και την ενδεχόμενη πτώση της τιμής του, παρά στην απεξάρτηση από τη Ρωσία.
Ελλάδα: κινητικότητα
Για την Ελλάδα, τα τωρινά δεδομένα είναι μεν αποθαρρυντικά, αλλά οι προοπτικές είναι περισσότερο ευοίωνες. Αυτό οφείλεται σε καθυστερημένη ενεργοποίηση, που είχε ως επακόλουθο την αυτοπεριθωριοποίησή μας από το ενεργειακό γίγνεσθαι μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Δυστυχώς, και για λόγους γεωγραφικής απόστασης, δεν έχουμε διασυνδεθεί με τα διευρωπαϊκά δίκτυα, που λειτουργούν πλέον με αγωγούς αμφίδρομης ροής, στοιχείο που πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες αντιμετώπισης κρίσεων και εισαγωγής αερίου, ακόμη και από projects στα οποία δεν θα συμμετέχουμε. Με τον διαδριατικό αγωγό (TAP) και τον διασυνδετήριο αγωγό IGB, που θα συνδέει την Ελλάδα με τη Βουλγαρία, με προοπτική επέκτασης έως την Ουγγαρία, και με τη διαφαινόμενη προσπάθεια για προσαρμογή του ITG σε ανάστροφης ροής, η χώρα μας δύναται να καταστεί εκ των βασικών κρίκων μεταφοράς αερίου στην ΝΑ Ευρώπη. Το εναλλακτικό, εν υπνώσει εδώ και καιρό, σχέδιο διαμετακόμισης από την Ανατολική Μεσόγειο μέσω Ελλάδας στη Γηραιά Ηπειρο φαίνεται μερικώς να αναβιώνει. Ο ουσιαστικότερος λόγος έγκειται στις δυσκολίες συνεννόησης που αντιμετωπίζει το Τελ Αβίβ με την Αγκυρα, καθώς και στην ενίσχυση της θέσης της Κύπρου, με αποκορύφωμα τη συμφωνία συνεκμετάλλευσης με την Αίγυπτο.
Εδώ, όμως, εντοπίζεται και ο κίνδυνος η Τουρκία, που βρίσκεται στο περιθώριο των περιφερειακών ενεργειακών εξελίξεων, να επιδιώξει μέσα από τη λύση του Κυπριακού να αποκτήσει έμμεσο λόγο στις διεργασίες και πρόσβαση στα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου. Ανεξαρτήτως προθέσεων της Αγκυρας, από ευρωπαϊκής σκοπιάς, παραμένει προβληματική η μετεξέλιξή της σε Ουκρανία του Νότου, τόσο λόγω του απρόβλεπτου χαρακτήρα της, όσο και της πολιτικής περιορισμού των εξαρτήσεων, αντί δημιουργίας νέων.
Υπό αυτήν την έννοια, η περισσότερο αξιόπιστη Ελλάδα φαντάζει ως προτιμότερος εταίρος της Ε.Ε. Εντούτοις, δεν πρέπει να αρκεστούμε σε αυτό. Με τη μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων της Ρεβυθούσας και την ανάπτυξη νέων υποδομών και αποθηκευτικών χώρων, επιπροσθέτως και πλωτών σταθμών LNG, δημιουργούμε τις αναγκαίες συνθήκες για τη μετατροπή μας σε κόμβο εμπορίας φυσικού αερίου, γεγονός που θα μας επιτρέψει να αγοράζουμε αέριο υπό καλύτερους όρους και με χαμηλότερο κόστος. Οι ανταγωνιστικότερες τιμές ενέργειας είναι από τα καθοριστικότερα διακυβεύματα για μία ευάλωτη οικονομία, όπως η ελληνική.
Πάντως, τα προαναφερθέντα, αλλά και η εκμετάλλευση των όποιων εγχώριων πηγών, απαιτούν υπομονή και επιμονή, ευρύτερες συναινέσεις, εμπέδωση μιας minimum σταθερότητας και συνέχειας, καθώς και εγρήγορση, χωρίς, μάλιστα, προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Και παρότι προσωρινά επωφελούμαστε από τον ασταθή περίγυρο, αφού εξ αντανακλάσεως αναδεικνυόμαστε σε συντελεστή ασφάλειας, η αποκλιμάκωση σε μια σειρά από μέτωπα, ειδικότερα μεταξύ Δύσης - Ρωσίας κρίνεται επιτακτική. Μόνο υπό ομαλότερες συνθήκες θα μπορέσουμε να «παίξουμε» με τις αντιθέσεις και τα διιστάμενα συμφέροντά τους, ειδάλλως, υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος να εγκλωβιστούμε σε μία σύγκρουση, όπου θα κληθούμε να επιλέξουμε στρατόπεδο, βγαίνοντας χαμένοι. Με τις επικείμενες έρευνες στα ελληνικά «οικόπεδα» να πυροδοτούν ευρύτερες εξελίξεις, μεταξύ άλλων, μελλοντικά, και τον προσδιορισμό των θαλάσσιων ζωνών με γειτονικές χώρες, χρειαζόμαστε σχέδιο και πυξίδα ώστε να αντιμετωπίσουμε με παρρησία ενδεχόμενους κινδύνους και να μετατρέψουμε υπέρ μας τις τεράστιες ενεργειακές προκλήσεις που αντιμετωπίζει το σύνολο της Ε.Ε.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.