21 Σεπτεμβρίου 2014

Ελληνες ανάμεσα σε δύο στρατούς στην Ουκρανία

<ΜΑΡΙΟΥΠΟΛΗ - ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Η πρόσβαση στην κοινότητα Σαρτανά από τη Μαριούπολη γίνεται περνώντας από ένα ή δύο σημεία ελέγχου του ουκρανικού στρατού, ανάλογα τον δρόμο που θα ακολουθήσει κανείς. Εμείς ακολουθούμε τον πιο σύντομο.Οι στρατιώτες ρωτούν γιατί θέλουμε να πάμε προς τα εκεί, ελέγχουν τα χαρτιά μας και μας εύχονται καλή τύχη, εκφράζοντας αμφιβολίες για το αν θα καταφέρουμε να γυρίσουμε μέχρι τις 8 μ.μ., οπότε ισχύει η ώρα απαγόρευσης κυκλοφορίας μέσα στην περιοχή των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Στο συγκεκριμένο σημείο σταματάει η «γραμμή» του ουκρανικού στρατού. Περίπου δέκα χιλιόμετρα παρακάτω ξεκινάει η περιοχή που ελέγχουν οι ρωσόφιλοι αυτονομιστές του Ντονέτσκ, το λεγόμενο DNR. Τα χωριά στο ενδιάμεσο δεν βρίσκονταν υπό τον έλεγχο καμιάς από τις δύο πλευρές όλο το προηγούμενο διάστημα, κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας. Ενα από αυτά είναι και ο Σαρτανάς. Από τους 11.000 κατοίκους του χωριού, περίπου το 70% είναι ελληνικής καταγωγής. Πρόκειται για τους Ελληνες που μετακινήθηκαν εκεί το διάστημα 1778 - 1780 από την Κριμαία και κρατούν τις ιστορικές τους ρίζες από τον Πόντο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι Ελληνες του Σαρτανά και συνολικότερα της Αζοφικής οργανώθηκαν σε κοινότητες και άρχισαν να διεκδικούν το δικαίωμα στην ιστορική τους ταυτότητα, τη γλώσσα και τον πολιτισμό. Σήμερα δεν βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία κανενός στρατού ή κράτους, αλλά στο «κενό» ανάμεσα σε Ρωσία και Ουκρανία. Και παρότι το χωριό, μέχρι την εβδομάδα που πέρασε, είχε μείνει ανέπαφο, από μέρα σε μέρα κινδυνεύει να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του πυρός σε περίπτωση που ξεσπάσουν εχθροπραξίες. Κατά την επίσκεψή μας, παρά την εκεχειρία, ακούγονταν μακρινοί κρότοι πυροβολικού, ενώ ο κόσμος στους δρόμους του χωριού ήταν λιγοστός και επιφυλακτικός.

«Μακάρι να είχατε έρθει σε καλύτερες συνθήκες» είναι μια από τις πρώτες κουβέντες που μας λέει η Τατιάνα Μπογκαντίτσα, 57χρονη ιστορικός ελληνικής καταγωγής, η οποία εργάζεται στο τοπικό μουσείο Ιστορίας και Εθνογραφίας Ελλήνων της Αζοφικής ως επιστημονική συνεργάτις. Καθόμαστε σε χαμηλά σκαμνάκια στην αυλή του σπιτιού της και ζητάει συγγνώμη για την ακαταστασία. «Δεν περίμενα επισκέψεις», λέει κερνώντας μας ελληνικό καφέ. «Είμαστε στη μέση των εξελίξεων. Πολλοί έχουν φύγει, έχουν πάρει τα παιδιά. Σε άλλα ελληνικά χωριά έχουν γίνει μάχες, εδώ ευτυχώς μέχρι τώρα δεν έχει γίνει κάτι. Ερχονται σε εμάς πρόσφυγες από άλλα χωριά, προσπαθούμε να βοηθήσουμε. Η Εκκλησία μας έχει συγκεντρώσει ανθρωπιστική βοήθεια», λέει. Απορεί με τον πόλεμο, λέει ότι ανησυχεί για όλα τα παιδιά του κόσμου και τραγουδάει ένα λυπητερό τραγούδι στην τοπική ελληνική διάλεκτο, το οποίο ήρθε μαζί με τους Ελληνες από την Κριμαία πριν από 200 χρόνια και αυτές τις ημέρες παραπονιέται ότι δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό της πρωί και βράδυ. «Θέλουμε να γίνει ειρήνη», λέει αναστενάζοντας.

Οι παλαιότεροι Ελληνες του χωριού θυμούνται τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά τις διακρίσεις και τη σκληρή καταπίεση του ελληνισμού από την ΕΣΣΔ, αυτοί πολέμησαν κατά των Γερμανών κατακτητών, άφησαν νεκρούς και μάζεψαν μνήμες που θα ήθελαν να μην είχαν.

«Το 1943 ήμουν τριών χρόνων όταν ήρθαν οι Γερμανοί και μας έδιωξαν από το σπίτι», λέει η 75χρονη Μαρία Γαϊτάν, καλλιτέχνις και μία από τους πρωτοπόρους της ελληνικού κινήματος της Αζοφικής που δραστηριοποιήθηκε έντονα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980. «Η μάνα και η μεγάλη μου αδερφή μας φόρτωσαν εμάς τα παιδιά και πήγαμε σε ξένους να μας φιλοξενήσουν. Ακόμα θυμάμαι τις σφαίρες που περνούσαν επάνω από τα κεφάλια μας. Και τώρα πριν από λίγες ημέρες έβλεπα την εγγονούλα μου, δύο ετών και δύο μηνών, να κάθεται και να παίζει όταν ακούστηκε μια τρομερή έκρηξη. Ετρεξε αμέσως μέσα στο σπίτι, άρχισε να φωνάζει και να κλαίει. Ενώ δεν μπορεί καλά καλά να μιλήσει, φώναζε “γιαγιά, γιαγιάκα, φοβάμαι”. Γιατί το παιδί αυτό να το θυμάται αυτό σε όλη του τη ζωή; Γιατί να χαθούν και τόσα άλλα παιδιά, μικρότερα και μεγαλύτερα;» αναρωτιέται.

Ο πρόεδρος της κοινότητας Σαρτανά, Στεπάν Μαχσμά, λέει στην «Κ» ότι επίσημα η ελληνική κοινότητα δεν λαμβάνει και δεν πρόκειται να λάβει θέση υπέρ καμιάς από τις δύο πλευρές. Ο ίδιος επίσης αρνείται ότι έχουν ασκηθεί οποιεσδήποτε πιέσεις για να ενταχθούν οι Ελληνες σε κάποιον από τους στρατούς. «Ξέροντας την ιστορία μας σε αυτή την περιοχή προσπαθούμε να διατηρήσουμε ουδετερότητα και να μην έχουμε καμία συμμετοχή. Πολύ λίγοι Ελληνες πήγαν να πολεμήσουν στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, ωστόσο αυτές είναι καθαρά ατομικές επιλογές», λέει. Αυτή την επίσημη άποψη διατυπώνει και η Ομοσπονδία Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας, η οποία πραγματοποιεί καταγραφή των καταστροφών που έχουν υποστεί. Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στην «Κ» η πρόεδρος της Ομοσπονδίας, Αλεξάνδρα Προτσένκο, τουλάχιστον 1.500 Ελληνες έχουν μείνει χωρίς σπίτια και χιλιάδες έχουν να λάβουν συντάξεις πάνω από τρεις μήνες. Οπως εξηγεί η κ. Προτσένκο, δεν υπάρχουν πολλά θύματα στον ελληνικό πληθυσμό της Ανατολικής Ουκρανίας, καθώς –παρότι βρίσκονται μέσα στη ζώνη των επιχειρήσεων– οι περισσότεροι είναι κάτοικοι χωριών και όχι πόλεων.

Η Ομοσπονδία πάντως εκφράζει την αγανάκτησή της σχετικά με τη μέχρι τώρα άρνηση, όπως λένε, του ελληνικού κράτους να παράσχει έμπρακτη συμπαράσταση.  Ειδικότερα, όπως αναφέρει στην «Κ» ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας, Νίκος Κοσσέ, τίποτα από όσα συμφωνήθηκαν κατά την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου στη Μαριούπολη τον περασμένο Μάρτιο δεν τηρήθηκε, με βασικότερο το αίτημα των ομογενών για επίσπευση της διαδικασίας έκδοσης του δελτίου Ομογενούς. «Οχι μόνον δεν έχουμε καμία έμπρακτη στήριξη, αλλά ούτε καν μια δήλωση συμπαράστασης. Μέχρι τώρα έχουμε χορτάσει από κενά λόγια σε επίσημο επίπεδο. Ο μόνος που φαίνεται να προσπαθεί να μας βοηθήσει είναι ο Ελληνας πρέσβης», λέει ο κ. Κοσσέ.

Οι περισσότεροι απλοί πολίτες ελληνικής καταγωγής με τους οποίους μίλησε η «Κ» στη Μαριούπολη, δεν συμμετέχουν σε κανενός είδους κινητοποίηση, ενώ επιφυλάσσονται να εκφράσουν άποψη μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι από αυτούς –κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι– για καιρό έβλεπαν με σχετική συμπάθεια την ένταξη της περιοχής στη Ρωσία. Ορισμένοι από αυτούς, σήμερα αναθεωρούν. «Καταλάβαμε ότι η Ρωσία δεν θα έρθει ποτέ εδώ. Δεν μας χρειάζεται, μας εγκατέλειψε και στη θέση της ήρθε το DNR», μας λέει κάτοικος ελληνικού χωριού. Εξηγεί πώς τους δύο τελευταίους μήνες, άνθρωποι ακατάλληλοι βρέθηκαν με όπλα στα χέρια και πήραν τον έλεγχο της κατάστασης. «Ακολουθούσαν μεθόδους μαφίας, έκαναν εκβιασμούς, πουλούσαν προστασία σε μαγαζιά. Η ουκρανική κυβέρνηση ήταν διεφθαρμένη μέχρι το κόκαλο, σε κάθε περίπτωση όμως θέλω να ζω σε ένα πραγματικό κράτος και όχι στην Υπερδνειστερία. Θέλω τα παιδιά να έχουν κάποια προοπτική».
ΚΩΣΤΑΣ ΟΝΙΣΕΝΚΟ