Η ομιλία και η συνέντευξη Τύπου του αρχηγού της
αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα την περασμένη Κυριακή στη ΔΕΘ
είχαν αρκετά ενδιαφέροντα σημεία για σχολιασμό. Πέρα από τις όποιες
διαφορετικές απόψεις μπορεί να έχουμε για την ουσία όσων ειπώθηκαν και
εξαγγέλθηκαν, νομίζω ότι οι περισσότεροι συμφωνούμε πως η παρουσία του
προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στη Θεσσαλονίκη έδειξε μια αλλαγή αντίληψης για τη
φυσιογνωμία της διακυβέρνησης. Με δυο λόγια, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει
λιγότερο ριζοσπαστικός σε σχέση με δυο-τρία χρόνια πριν.
Η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ, το 2004, αρχικά ως ομοσπονδία οργανώσεων και κινήσεων, που μερικές από αυτές είχαν έντονα αντισυστημικό χαρακτήρα, σηματοδότησε τη στροφή της ανανεωτικής Αριστεράς σε πιο αριστερά μονοπάτια και μεγαλύτερες αποστάσεις από την ελληνική και ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η στρατηγική αυτή προσωποποιήθηκε στην επιλογή του Α. Τσίπρα, ενός νέου ο οποίος αναδείχτηκε από το κίνημα των μαθητικών καταλήψεων, αρχικά ως υποψηφίου δημάρχου στον Δήμο Αθηναίων το 2006 και στη συνέχεια ως προέδρου του κόμματος μετά την παραίτηση του Αλέκου Αλαβάνου.
Ο,τι συνέβη, λοιπόν, το 2008, η συμπόρευση δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ με το εξεγερσιακό κλίμα των «δεκεμβριανών», δεν ήταν επιλογές μιας περιθωριακής ομάδας ή έστω κάποιων ακραίων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε μεγάλο βαθμό απηχούσαν την αντισυστημική κουλτούρα του πιο δυναμικού και νεανικού τμήματος της οργανωμένης του βάσης.
Η ριζοσπαστική γραμμή, που αποτυπώθηκε σε γενικές γραμμές στο σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητα πολλών μελών του ΣΥΡΙΖΑ για περίπου μία δεκαετία. Συνδεδεμένη με το τραυματικό παρελθόν της Αριστεράς, η ταυτότητα αυτή γοητεύτηκε προσφάτως από την ιδέα πως η οικονομική κρίση του 2009 συνιστούσε μια ευκαιρία για την Αριστερά να πάρει ρεβάνς για την ήττα της στον εμφύλιο πόλεμο των ετών 1943-49.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, η συγκρότηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς αποτέλεσε για κάποιο χρονικό διάστημα τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, που έκανε διαρκώς εκκλήσεις προς το ΚΚΕ για τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου των δύο κομμάτων προκειμένου «να μην επαναληφθεί το ιστορικό λάθος της Βάρκιζας»! Μέχρι το 2012, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυρίως ένα μετα-κομμουνιστικό κόμμα, που στη φάση της κρίσης θεώρησε την Ελλάδα τον αδύναμο «καπιταλιστικό κρίκο» που ήταν έτοιμος να σπάσει. Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς τι θα γινόταν αν ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτιζε όντως κυβέρνηση της Αριστεράς με το ΚΚΕ, όμως υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να σκεφτόμαστε με τρόμο ένα τέτοιο, υποθετικό πλέον, σενάριο.
Από τον Ιούνιο του 2012 και έπειτα, λόγω της όσμωσης του σκληρού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ με έναν μεγάλο αριθμό ατόμων που δεν είχαν σχέση με την ιστορία και κυρίως την κουλτούρα του κομμουνιστικού φαινομένου στην Ελλάδα, η αντισυστημική φυσιογνωμία του κόμματος άρχισε να υποχωρεί –όχι όμως και να εξαφανίζεται– προς όφελος μιας σοσιαλ-λαϊκιστικής άλλης.
Επιπλέον, η πρόκληση της διακυβέρνησης υποχρέωσε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίζει με κάποιο ρεαλισμό, έστω κρατικιστικό ρεαλισμό, τα ζητήματα της οικονομίας και των εξωτερικών σχέσεων της χώρας. Η ριζοσπαστική νεο-μαρξιστική κουλτούρα άρχισε να συνυπάρχει πλέον στενά με τη βαθιά ιδεολογία των «μη προνομιούχων».
Βέβαια, στα ριζοσπαστικά κόμματα τέτοιες μεταβολές δεν λαμβάνουν χώρα ούτε από τη μια μέρα στην άλλη ούτε γίνονται «αναίμακτα». Είναι σίγουρο πως το επόμενο διάστημα θα παρακολουθήσουμε μια σκληρή διαμάχη μεταξύ «ρεαλιστών» και «ιδεολόγων», δηλαδή μεταξύ αυτών που θα επιχειρήσουν να ενσωματώσουν την κουλτούρα τους στους κανόνες, γραπτούς και άγραφους, της φιλελεύθερης οικονομίας και των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ευρύτερου διεθνούς πλαισίου και εκείνων που θα συνεχίσουν να προωθούν την ιδέα πως «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», έστω κι αν αυτό οδηγεί στον τρίτο κόσμο. Ηδη βλέπουμε μια διχογνωμία στο θέμα του ευρώ και της οικονομίας. Στα θέματα των πανεπιστημίων, οι καθηγητές που υποστηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ διχάζονται ανάμεσα σε αυτούς που αποδέχονται τους νέους κανόνες λειτουργίας του ελληνικού πανεπιστημίου και τους αδιάλλακτους, ενώ ανταλλάσσουν μεταξύ τους «σκληρές» κουβέντες. Και είμαστε μόνο στην αρχή.
Η κατάληξη αυτής της διαμάχης είναι μάλλον δεδομένη. Η Ελλάδα είναι μια δυτική χώρα-μέλος της ευρωζώνης και του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, στις μέρες μας δεν υπάρχει ούτε ΕΣΣΔ ούτε Κομιντέρν για να εμπνέει και να υποδαυλίζει «κόκκινα όνειρα». Αργά ή γρήγορα, οι ρεαλιστές θα επικρατήσουν εντός του κόμματος, έστω και με ρήξεις και διασπάσεις. Το κρίσιμο ερώτημα όμως δεν είναι αυτό, αλλά πόσος πολύτιμος χρόνος θα έχει χαθεί στο μεταξύ για τη χώρα και πόσο κόστος θα πληρώσουμε και πάλι ως κοινωνία μέχρι να ωριμάσει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Για την ώρα, δεν διαθέτουμε απάντηση σε αυτή την ερώτηση.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
Η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ, το 2004, αρχικά ως ομοσπονδία οργανώσεων και κινήσεων, που μερικές από αυτές είχαν έντονα αντισυστημικό χαρακτήρα, σηματοδότησε τη στροφή της ανανεωτικής Αριστεράς σε πιο αριστερά μονοπάτια και μεγαλύτερες αποστάσεις από την ελληνική και ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η στρατηγική αυτή προσωποποιήθηκε στην επιλογή του Α. Τσίπρα, ενός νέου ο οποίος αναδείχτηκε από το κίνημα των μαθητικών καταλήψεων, αρχικά ως υποψηφίου δημάρχου στον Δήμο Αθηναίων το 2006 και στη συνέχεια ως προέδρου του κόμματος μετά την παραίτηση του Αλέκου Αλαβάνου.
Ο,τι συνέβη, λοιπόν, το 2008, η συμπόρευση δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ με το εξεγερσιακό κλίμα των «δεκεμβριανών», δεν ήταν επιλογές μιας περιθωριακής ομάδας ή έστω κάποιων ακραίων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε μεγάλο βαθμό απηχούσαν την αντισυστημική κουλτούρα του πιο δυναμικού και νεανικού τμήματος της οργανωμένης του βάσης.
Η ριζοσπαστική γραμμή, που αποτυπώθηκε σε γενικές γραμμές στο σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητα πολλών μελών του ΣΥΡΙΖΑ για περίπου μία δεκαετία. Συνδεδεμένη με το τραυματικό παρελθόν της Αριστεράς, η ταυτότητα αυτή γοητεύτηκε προσφάτως από την ιδέα πως η οικονομική κρίση του 2009 συνιστούσε μια ευκαιρία για την Αριστερά να πάρει ρεβάνς για την ήττα της στον εμφύλιο πόλεμο των ετών 1943-49.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, η συγκρότηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς αποτέλεσε για κάποιο χρονικό διάστημα τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, που έκανε διαρκώς εκκλήσεις προς το ΚΚΕ για τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου των δύο κομμάτων προκειμένου «να μην επαναληφθεί το ιστορικό λάθος της Βάρκιζας»! Μέχρι το 2012, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυρίως ένα μετα-κομμουνιστικό κόμμα, που στη φάση της κρίσης θεώρησε την Ελλάδα τον αδύναμο «καπιταλιστικό κρίκο» που ήταν έτοιμος να σπάσει. Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς τι θα γινόταν αν ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτιζε όντως κυβέρνηση της Αριστεράς με το ΚΚΕ, όμως υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να σκεφτόμαστε με τρόμο ένα τέτοιο, υποθετικό πλέον, σενάριο.
Από τον Ιούνιο του 2012 και έπειτα, λόγω της όσμωσης του σκληρού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ με έναν μεγάλο αριθμό ατόμων που δεν είχαν σχέση με την ιστορία και κυρίως την κουλτούρα του κομμουνιστικού φαινομένου στην Ελλάδα, η αντισυστημική φυσιογνωμία του κόμματος άρχισε να υποχωρεί –όχι όμως και να εξαφανίζεται– προς όφελος μιας σοσιαλ-λαϊκιστικής άλλης.
Επιπλέον, η πρόκληση της διακυβέρνησης υποχρέωσε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίζει με κάποιο ρεαλισμό, έστω κρατικιστικό ρεαλισμό, τα ζητήματα της οικονομίας και των εξωτερικών σχέσεων της χώρας. Η ριζοσπαστική νεο-μαρξιστική κουλτούρα άρχισε να συνυπάρχει πλέον στενά με τη βαθιά ιδεολογία των «μη προνομιούχων».
Βέβαια, στα ριζοσπαστικά κόμματα τέτοιες μεταβολές δεν λαμβάνουν χώρα ούτε από τη μια μέρα στην άλλη ούτε γίνονται «αναίμακτα». Είναι σίγουρο πως το επόμενο διάστημα θα παρακολουθήσουμε μια σκληρή διαμάχη μεταξύ «ρεαλιστών» και «ιδεολόγων», δηλαδή μεταξύ αυτών που θα επιχειρήσουν να ενσωματώσουν την κουλτούρα τους στους κανόνες, γραπτούς και άγραφους, της φιλελεύθερης οικονομίας και των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ευρύτερου διεθνούς πλαισίου και εκείνων που θα συνεχίσουν να προωθούν την ιδέα πως «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», έστω κι αν αυτό οδηγεί στον τρίτο κόσμο. Ηδη βλέπουμε μια διχογνωμία στο θέμα του ευρώ και της οικονομίας. Στα θέματα των πανεπιστημίων, οι καθηγητές που υποστηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ διχάζονται ανάμεσα σε αυτούς που αποδέχονται τους νέους κανόνες λειτουργίας του ελληνικού πανεπιστημίου και τους αδιάλλακτους, ενώ ανταλλάσσουν μεταξύ τους «σκληρές» κουβέντες. Και είμαστε μόνο στην αρχή.
Η κατάληξη αυτής της διαμάχης είναι μάλλον δεδομένη. Η Ελλάδα είναι μια δυτική χώρα-μέλος της ευρωζώνης και του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, στις μέρες μας δεν υπάρχει ούτε ΕΣΣΔ ούτε Κομιντέρν για να εμπνέει και να υποδαυλίζει «κόκκινα όνειρα». Αργά ή γρήγορα, οι ρεαλιστές θα επικρατήσουν εντός του κόμματος, έστω και με ρήξεις και διασπάσεις. Το κρίσιμο ερώτημα όμως δεν είναι αυτό, αλλά πόσος πολύτιμος χρόνος θα έχει χαθεί στο μεταξύ για τη χώρα και πόσο κόστος θα πληρώσουμε και πάλι ως κοινωνία μέχρι να ωριμάσει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Για την ώρα, δεν διαθέτουμε απάντηση σε αυτή την ερώτηση.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.