Το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ επανέρχεται από αύριο στο προσκήνιο με
την επίσκεψη που πραγματοποιεί ο Μάθιου Νίμιτς στα Σκόπια και την Αθήνα.
Παρά την αξιοζήλευτη αντοχή και επιμονή τού επί εικοσαετία μεσολαβητή,
το θέμα παραμένει σε στασιμότητα. Μετά τη δύσκολη αλλά υπεύθυνη
μετακίνηση της Αθήνας σε μια πιο ρεαλιστική θέση το 2007, το πρόβλημα
έχει πλέον «κολλήσει» στον βάλτο της αδιαλλαξίας του Νίκολα Γκρούεφσκι. Η
επίρριψη της κύριας ευθύνης στον πρωθυπουργό της γείτονος δεν είναι
απλώς η αναμενόμενη υποκειμενική θέση του Ελληνα δημοσιογράφου, αλλά η
επικρατούσα άποψη μεταξύ των περισσότερων παραγόντων της διεθνούς
κοινότητας που γνωρίζουν το θέμα.
Ο γράφων έχει καλύψει τις διαβουλεύσεις για το όνομα από τις πρώτες «μάχες» που δίνονταν στα Ηνωμένα Εθνη το 1992 και έχει συζητήσει επανειλημμένα με αρμόδιους αξιωματούχους διεθνών οργανισμών και σημαντικών χωρών. Οπως στο παρελθόν επέκριναν ως αδιέξοδη και μη ρεαλιστική την ελληνική θέση περί μη χρήσης στην ονομασία της γειτονικής χώρας του όρου «Μακεδονία» ή παραγώγων του, τώρα περιγράφουν με ανάλογους χαρακτηρισμούς τις εθνικιστικές κορώνες και τον μαξιμαλισμό του κ. Γκρούεφσκι, καθώς επί της ουσίας τα Σκόπια παραμένουν στη θέση που είχαν το 1995.
Σε αυτό το περιβάλλον μια εξέλιξη που ενδεχομένως να συνέβαλλε δίνοντας νέα ώθηση στη διαχείριση του θέματος αποτελεί το ενδιαφέρον που επιδεικνύει τελευταία η Αγκελα Μέρκελ. Στην πρόσφατη άτυπη σύνοδο των αρχηγών των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στο Ντουμπρόβνικ, η Γερμανίδα καγκελάριος συζήτησε με τον πρόεδρο της ΠΓΔΜ Γκιόργκι Ιβάνοφ το θέμα του ονόματος. Χαρακτήρισε τη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ ως «βάρος», εκτίμησε ότι μπορεί να λυθεί μόνο με έναν συμβιβασμό που θα αφήνει και τις δύο πλευρές εξίσου δυσαρεστημένες και ανέφερε ότι οι πιθανοί συνδυασμοί για το όνομα είναι περιορισμένοι, κάτι που γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον ο Μάθιου Νίμιτς. Το ενδιαφέρον της καγκελαρίου για το θέμα επιβεβαιώθηκε και το περασμένο φθινόπωρο, όταν είχε καλέσει τον μεσολαβητή του ΟΗΕ στο Βερολίνο για να ενημερωθεί γύρω από την πορεία των διαπραγματεύσεων.
Αν και αμφιβάλλω κατά πόσον αυτή είναι η καλύτερη συγκυρία για την επίτευξη συμφωνίας, η κ. Μέρκελ εμφανίζεται έτοιμη να παρέμβει υιοθετώντας κάποια δημιουργική πρόταση που σε κάθε περίπτωση θα βασίζεται σε μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Η ίδια αποκάλυψε ότι έχει συζητήσει το ζήτημα του ονόματος με τον Ελληνα πρωθυπουργό και ότι διεξάγει έναν «εμπιστευτικό διάλογο» με τα δύο μέρη. Ανέφερε ότι υπάρχουν φάσεις κατά τις οποίες εμπλέκεται πιο ενεργά, διεμήνυσε ότι «θα έλθει με βεβαιότητα ξανά η στιγμή κατά την οποία θα καταβάλω μεγάλη προσωπική προσπάθεια για το θέμα αυτό», ενώ έδειξε να έχει ενημερωθεί για τις χαμένες ευκαιρίες του παρελθόντος, σημειώνοντας ότι δεν προτίθεται να «κάψει» κάποια πιθανή λύση, διατυπώνοντάς τη δημόσια.
Με δεδομένη την παντοδυναμία της Γερμανίας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ο ρόλος της στην υπέρβαση του αδιεξόδου θα μπορούσε να αποδειχθεί καθοριστικός. Στο πλαίσιο αυτό καλό θα ήταν η κ. Μέρκελ και η γερμανική διπλωματία να λάβουν υπόψη τους τις παρακάτω επισημάνσεις:
Πρώτον, στη σημερινή τόσο δύσκολη οικονομική συγκυρία για την Ελλάδα και τον κίνδυνο μετάδοσης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που παραμένει υπαρκτός, το τελευταίο που χρειάζεται η χώρα (άρα, και η Ευρωζώνη) είναι να πιεστεί και σε ένα μείζον εθνικό θέμα για την ίδια, που είναι, όμως, ήσσονος σημασίας για την Ευρώπη.
Δεύτερον, το παρελθόν του Αντώνη Σαμαρά και η ταύτισή του με τη σκληρή στάση στο θέμα του ονόματος σημαίνει ότι μια συμφωνία που θα φέρει την υπογραφή του θα γίνει πιο εύκολα αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία.
Τρίτον, με δεδομένη την αρνητική εικόνα που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα για τη Γερμανία, η σωστή διαχείριση του ζητήματος και η άσκηση ουσιαστικής πίεσης στην ΠΓΔΜ, που προσβλέπει διακαώς στην ένταξή της στην Ε.Ε., θα συμβάλει αρκετά στη βελτίωση της εικόνας του Βερολίνου στην ελληνική κοινωνία.
Ο γράφων έχει καλύψει τις διαβουλεύσεις για το όνομα από τις πρώτες «μάχες» που δίνονταν στα Ηνωμένα Εθνη το 1992 και έχει συζητήσει επανειλημμένα με αρμόδιους αξιωματούχους διεθνών οργανισμών και σημαντικών χωρών. Οπως στο παρελθόν επέκριναν ως αδιέξοδη και μη ρεαλιστική την ελληνική θέση περί μη χρήσης στην ονομασία της γειτονικής χώρας του όρου «Μακεδονία» ή παραγώγων του, τώρα περιγράφουν με ανάλογους χαρακτηρισμούς τις εθνικιστικές κορώνες και τον μαξιμαλισμό του κ. Γκρούεφσκι, καθώς επί της ουσίας τα Σκόπια παραμένουν στη θέση που είχαν το 1995.
Σε αυτό το περιβάλλον μια εξέλιξη που ενδεχομένως να συνέβαλλε δίνοντας νέα ώθηση στη διαχείριση του θέματος αποτελεί το ενδιαφέρον που επιδεικνύει τελευταία η Αγκελα Μέρκελ. Στην πρόσφατη άτυπη σύνοδο των αρχηγών των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στο Ντουμπρόβνικ, η Γερμανίδα καγκελάριος συζήτησε με τον πρόεδρο της ΠΓΔΜ Γκιόργκι Ιβάνοφ το θέμα του ονόματος. Χαρακτήρισε τη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ ως «βάρος», εκτίμησε ότι μπορεί να λυθεί μόνο με έναν συμβιβασμό που θα αφήνει και τις δύο πλευρές εξίσου δυσαρεστημένες και ανέφερε ότι οι πιθανοί συνδυασμοί για το όνομα είναι περιορισμένοι, κάτι που γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον ο Μάθιου Νίμιτς. Το ενδιαφέρον της καγκελαρίου για το θέμα επιβεβαιώθηκε και το περασμένο φθινόπωρο, όταν είχε καλέσει τον μεσολαβητή του ΟΗΕ στο Βερολίνο για να ενημερωθεί γύρω από την πορεία των διαπραγματεύσεων.
Αν και αμφιβάλλω κατά πόσον αυτή είναι η καλύτερη συγκυρία για την επίτευξη συμφωνίας, η κ. Μέρκελ εμφανίζεται έτοιμη να παρέμβει υιοθετώντας κάποια δημιουργική πρόταση που σε κάθε περίπτωση θα βασίζεται σε μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Η ίδια αποκάλυψε ότι έχει συζητήσει το ζήτημα του ονόματος με τον Ελληνα πρωθυπουργό και ότι διεξάγει έναν «εμπιστευτικό διάλογο» με τα δύο μέρη. Ανέφερε ότι υπάρχουν φάσεις κατά τις οποίες εμπλέκεται πιο ενεργά, διεμήνυσε ότι «θα έλθει με βεβαιότητα ξανά η στιγμή κατά την οποία θα καταβάλω μεγάλη προσωπική προσπάθεια για το θέμα αυτό», ενώ έδειξε να έχει ενημερωθεί για τις χαμένες ευκαιρίες του παρελθόντος, σημειώνοντας ότι δεν προτίθεται να «κάψει» κάποια πιθανή λύση, διατυπώνοντάς τη δημόσια.
Με δεδομένη την παντοδυναμία της Γερμανίας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ο ρόλος της στην υπέρβαση του αδιεξόδου θα μπορούσε να αποδειχθεί καθοριστικός. Στο πλαίσιο αυτό καλό θα ήταν η κ. Μέρκελ και η γερμανική διπλωματία να λάβουν υπόψη τους τις παρακάτω επισημάνσεις:
Πρώτον, στη σημερινή τόσο δύσκολη οικονομική συγκυρία για την Ελλάδα και τον κίνδυνο μετάδοσης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που παραμένει υπαρκτός, το τελευταίο που χρειάζεται η χώρα (άρα, και η Ευρωζώνη) είναι να πιεστεί και σε ένα μείζον εθνικό θέμα για την ίδια, που είναι, όμως, ήσσονος σημασίας για την Ευρώπη.
Δεύτερον, το παρελθόν του Αντώνη Σαμαρά και η ταύτισή του με τη σκληρή στάση στο θέμα του ονόματος σημαίνει ότι μια συμφωνία που θα φέρει την υπογραφή του θα γίνει πιο εύκολα αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία.
Τρίτον, με δεδομένη την αρνητική εικόνα που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα για τη Γερμανία, η σωστή διαχείριση του ζητήματος και η άσκηση ουσιαστικής πίεσης στην ΠΓΔΜ, που προσβλέπει διακαώς στην ένταξή της στην Ε.Ε., θα συμβάλει αρκετά στη βελτίωση της εικόνας του Βερολίνου στην ελληνική κοινωνία.